Fortune Debate: Είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος;
- 09/02/2015, 16:57
- SHARE
Ειδικοί επί των οικονομικών θεμάτων μιλούν για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.
Στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες και του G20 αναμένεται να βρεθεί το θέμα του ελληνικού χρέους. Οι οικονομικοί αξιωματούχοι φοβούνται πως τα αρνητικά οικονομικά μεγέθη που εξακολουθεί να εμφανίζει η χώρα μας (πολύ χαμηλό ΑΕΠ, υψηλά ποσοστά ανεργίας, υψηλό έλλειμμα) σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του πετρελαίου θα οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Για να επανεξετάσει η Ευρώπη τους όρους της ελληνικής συμφωνίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η Ελλάδα να μείνει προσηλωμένη στο μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, το οποίο στην πράξη έχει αποδειχτεί ασφυκτικό για τον Έλληνα πολίτη και αναποτελεσματικό ως προς την επίτευξη του αρχικού στόχου. Όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η περίοδος χάριτος μέχρι και τον Μάιο, στην οποία προσβλέπει η ελληνική κυβέρνηση, αποτελεί μια λύση πρόσκαιρου χαρακτήρα, ενώ κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη ενός plan B κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Καταξιωμένοι οικονομολόγοι και πανεπιστημιακοί απαντούν στο ερώτημα του Fortune Greece περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, δίνοντας τη δική τους οπτική για την αντιμετώπισή του.
«Το Ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, καθώς η ετήσια τοκοχρεολυτική δαπάνη ανέρχεται σε ποσά 15-20 δισ. κατά τα επόμενα έτη, δηλαδή στο 10% περίπου του ΑΕΠ, κάτι αδύνατον να εξυπηρετηθεί χωρίς να οδηγεί σε βαθιά κρίση και συνεχή ύφεση τη χώρα», αναφέρει στο Fortune Greece o Κωνσταντίνος Βέργος, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ της Αγγλίας.
Ο κ. Βέργος πιστεύει πως είναι επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης ενός συνδυασμού διαγραφής και χρονικής επιμήκυνσης της αποπληρωμής του χρέους, ενώ παραθέτει ως παράδειγμα χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ από εκείνο της Ελλάδος (πχ Ιαπωνία), οι οποίες αποπληρώνουν το χρέος σε βάθος χρόνου πολλών δεκάδων ετών. «Ενδεχομένως η διαγραφή θα είναι δύσκολο να είναι εκτεταμένη, αλλά μία, έστω και συμβολική, διαγραφή, με σημαντική επιμήκυνση θα επιτύγχανε την πτώση της ετήσιας δόσης. Η ετησία τοκοχρεολυτική δόση πρέπει να είναι σε ύψος το πολύ 8-10 δισ. ευρώ το χρόνο (δηλαδή 4%-5% του ΑΕΠ) για να μπορεί να εξυπηρετείται. Εκτιμώ ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει συμφωνία σε αυτή τη βάση, αλλά η όποια διαπραγμάτευση θα πάρει χρόνο».
Από την πλευρά του ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, Υπεύθυνος Στρατηγικής της Bank of America Merrill Lynch, τονίζει πως παρά τη μακρά ωριμότητά του και το χαμηλό κόστος των υπηρεσιών, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Υποστηρίζει δε πως για να υποχωρήσει μέσα σε μια δεκαετία σε επίπεδα κάτω από το 100% του ΑΕΠ, από 175% που βρίσκεται σήμερα, απαιτούνται «ηρωικές» προβλέψεις για την ανάπτυξη και μη ρεαλιστικοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα. «Πράγματι, το ΔΝΤ έχει αναγνωρίσει στις εκθέσεις του ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί μια ελάφρυνση του χρέους, ακόμη και εάν η χώρα επιτύχει όλους τους στόχους του προγράμματος και ανακάμψει η οικονομία της, βάσει των προβλέψεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ωστόσο, μια βιώσιμη λύση στο πρόβλημα του χρέους στην Ελλάδα θα πρέπει να σέβεται τις πολιτικές πραγματικότητες και να βασίζεται σε υγιή οικονομικά μεγέθη».
Ο κ. Βαμβακίδης εξηγεί πως η μόνη ελάφρυνση χρέους που η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να δεχτεί πολιτικά, είναι εκείνη της παράτασης των προθεσμιών λήξης και της περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων, η οποία θα πρέπει να είναι αρκετά καλή σε όρους ισχύουσας καθαρής αξίας. Επιπλέον, μια τέτοια ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να εξαρτάται από τις μεταρρυθμίσεις, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον για να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος και να διευκολυνθεί έτσι η έγκριση μιας τέτοιας πολιτικής από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και δεύτερον, που θεωρείται και σημαντικότερο, να αυξηθούν οι προοπτικές ανάπτυξης στην Ελλάδα και να τεθεί σε πρώτο πλάνο η αντιμετώπιση των αιτιών της κρίσης και των παραγόντων που οδήγησαν στην συσσώρευση μη βιώσιμου χρέους. «Η ελάφρυνση του χρέους χωρίς μεταρρυθμίσεις είναι ένα παυσίπονο, έναντι της αναγκαίας θεραπείας. Η ασθένεια θα επιστρέψει σίγουρα πίσω».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δηλώσεις του οικονομολόγου Γιάννη Σιάτρα, ο οποίος υπογραμμίζει πως το ελληνικό χρέος δε μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο, ανεξάρτητα από την οπτική που εξετάζουμε τη βιωσιμότητά του. «Η εξυπηρέτησή του απαιτεί σήμερα περίπου 6,5 έως 7 δισ. ευρώ ή το 3,8% του ΑΕΠ, χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι του χρέους προς τα κράτη της Ευρωζώνης, αφού αυτοί σήμερα δεν καταβάλλονται (περίοδος χάριτος που είχε συμφωνηθεί το 2012). Αν συμπεριληφθούν και αυτοί οι τόκοι, τότε η ετήσια εξυπηρέτηση αυξάνεται κατά 3,8 δισ. ευρώ και έτσι η τελική εξυπηρέτηση θα φθάνει στα 10,3 έως 10,8 δισ. ευρώ ή 5,8% του ΑΕΠ».
Δηλαδή, ακόμη και εάν η χώρα κατάφερνε να έχει πλεονάσματα ίσα προς το 4,5% του ΑΕΠ, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο θα συνέχιζε να καταστρέφει την οικονομία και τον κοινωνικό ιστό, το χρέος θα εξακολουθούσε να αυξάνεται κάθε χρόνο. «Από την άλλη πλευρά, το ύψος του χρέους, πέραν από την αυτόματη διαδικασία ανατροφοδότησής του που θα προκαλεί, θα διατηρεί στο διηνεκές, υψηλά τα περιθώρια δανεισμού για τη χώρα μας, κάτι που με τη σειρά του θα διατηρεί υψηλό τον κίνδυνο της χώρας (country risk) που τελικά θα απωθεί τις ιδιωτικές επενδύσεις».
Διαβάστε ακόμη: