Γιατί η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα επενδυτικό σοκ
- 09/12/2015, 19:15
- SHARE
Επενδύσεις και «κόκκινα» δάνεια µπορεί να αποτελέσουν τους µεγάλους καταλύτες για το 2016, επιταχύνοντας την επιστροφή της οικονοµίας στην πολυπόθητη ανάπτυξη.
Του Γιάννη Παπαδογιάννη
Επτά χρόνια µετά το ξέσπασµα της µεγάλης κρίσης που οδήγησε στην άνευ προηγουµένου βύθιση του ΑΕΠ κατά 26%, η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλώς επενδύσεις, αλλά ένα πραγµατικό επενδυτικό σοκ! Όπως εκτιµούν αναλυτές, µετά τη «βύθιση» των επενδύσεων τα προηγούµενα χρόνια, θα πρέπει να πραγµατοποιηθούν στη χώρα επενδύσεις άνω των 100 δισ. ευρώ, προκειµένου η παραγωγική βάση να επανέλθει στο επίπεδο του 2007! Αντίστοιχα, τα «κόκκινα» δάνεια, που πλέον ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ, µπορεί να αποδειχθεί ότι κρύβουν µικρούς θησαυρούς. Σύµφωνα µε τραπεζικές πηγές, εκατοντάδες υπερχρεωµένες σήµερα επιχειρήσεις θα µπορούσαν να επανέλθουν σε βιώσιµη πορεία αν τις αναλάµβαναν επενδυτές οι οποίοι θα εισέφεραν τεχνογνωσία και νέα κεφάλαια, µε αντάλλαγµα µια σηµαντική αποµείωση του τραπεζικού δανεισµού. Έτσι, πάρα πολλές εταιρείες, που σήµερα φυτοζωούν υπό το βάρος των τραπεζικών υποχρεώσεων και της κακοδιαχείρισης, θα είχαν τη δυνατότητα να επανέλθουν δυναµικά στο επιχειρηµατικό προσκήνιο.
Μετά τις περιπέτειες των τελευταίων ετών, την αστάθεια, τις συχνές εκλογικές αναµετρήσεις, τις διενέξεις µε την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εφαρµογή του προγράµµατος και την αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, που κορυφώθηκε τον περασµένο Ιούλιο, το εύλογο ερώτηµα που απασχολεί πολλούς είναι: «Μα καλά, µετά από όλα αυτά, ποιος θα έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα;». Η απάντηση είναι «πολλοί».
Ένας κρίσιµος παράγοντας είναι η πολιτική σταθερότητα. Έπειτα από αρκετά χρόνια σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων, στη διάρκεια των οποίων η εκάστοτε αντιπολίτευση υποσχόταν την ανατροπή των µνηµονίων µέσω µιας καλύτερης επαναδιαπραγµάτευσης, φαίνεται πλέον ότι το αντιµνηµονιακό αφήγηµα µένει από ανάσες. Μετά τη διαπραγµάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το περασµένο καλοκαίρι, που οδήγησε στο τρίτο µνηµόνιο, δεν φαίνεται να υπάρχουν περιθώρια για άλλες διαπραγµατεύσεις. Η νέα συµφωνία Ελλάδας – Ε.Ε., που εξασφαλίζει τη χρηµατοδότηση της χώρας µας µέχρι το 2017 µε περισσότερα από 80 δισ. ευρώ, υπερψηφίστηκε τον περασµένο Αύγουστο από 222 βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και των κοµµάτων της αντιπολίτευσης. Ακόµα περισσότερο, στις εκλογές του περασµένου Σεπτεµβρίου το αντιµνηµονιακό µέτωπο υπέστη πανωλεθρία. Το κοµµάτι του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο αντιτάχθηκε στη συµφωνία υποστηρίζοντας τη ρήξη µε την Ε.Ε. και αποχώρησε δηµιουργώντας τη Λαϊκή Ενότητα δεν κατόρθωσε να µπει στη Βουλή, ενώ τα κόµµατα που ψήφισαν τη συµφωνία ή υποστηρίζουν την αναγκαιότητα εφαρµογής της εξέλεξαν 265 βουλευτές. Σύµφωνα µε αναλυτές, όλα αυτά οδηγούν στη σηµαντική µείωση του πολιτικού ρίσκου, που αποτελεί κοµβικό στοιχείο για την προσέλκυση επενδύσεων. Όπως σηµειώνουν, η σηµερινή Βουλή, µε δεδοµένη την υποστήριξη της συµφωνίας, µπορεί να δώσει κυβερνήσεις µε ορίζοντα τετραετίας, καθώς δεν υπάρχουν συνθήκες (π.χ. εκλογή Προέδρου της Δηµοκρατίας) που θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόωρες εκλογές τη χώρα.
«Κλειδί» η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
Εξαιρετικά σηµαντικό για την οικονοµία της χώρας είναι η ευρωστία του τραπεζικού συστήµατος, κάτι που διασφαλίζεται µε την ανακεφαλαιοποίηση. Οι τράπεζες ολοκλήρωσαν τις αυξήσεις κεφαλαίου, συγκεντρώνοντας από ιδιώτες πάνω από έξι δισ. ευρώ και εξασφαλίζοντας τον ιδιωτικό χαρακτήρα τους. Alpha Bank και Eurobank κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες τους, ενώ ο Όµιλος Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα κάλυψαν τις ανάγκες του βασικού σεναρίου. Με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, οι τράπεζες επιστρέφουν σε ιδιωτικά χέρια για πρώτη φορά µετά το ξέσπασµα της κρίσης. Έχοντας ενισχυθεί µε νέα κεφάλαια, µετά το νέο stress test της ΕΚΤ, αλλά και µε το κεφαλαιακό απόθεµα που θα διατηρήσει το Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (TΧΣ), οι τράπεζες είναι διασφαλισµένες ακόµα και στη µάλλον απίθανη περίπτωση η ελληνική οικονοµία να παραµείνει σε ύφεση τα επόµενα χρόνια. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών µπορεί να αποτελέσει την πρώτη –µετά την υπογραφή της νέας συµφωνίας– µεγάλη επένδυση στη χώρα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, υπογράµµισε ότι η επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης θωρακίζει τις εγχώριες τράπεζες, προσθέτοντας ότι πλέον οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες είναι πλήρως εξασφαλισµένες. Όπως τόνισε, µετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχει αποσοβηθεί πλέον ο κίνδυνος «κουρέµατος». Η πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, Λούκα Κατσέλη, υπογράµµισε ότι, µετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, η Εθνική θα είναι πιο ισχυρή από ποτέ και έτοιµη να διαδραµατίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοχέτευση ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, σηµείωσε ότι η επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών απαιτεί την οριστική επίλυση του προβλήµατος των «κόκκινων» δανείων.
«Η µεγάλη επιστροφή»
Στελέχη τραπεζών ξεχωρίζουν τέσσερα στοιχεία ως καθοριστικά, τα οποία θα καθορίσουν την προσέλκυση επενδύσεων: την επιτυχή ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, την άρση των capital controls, τη σταθεροποίηση του φορολογικού συστήµατος και την πρόοδο του προγράµµατος ιδιωτικοποιήσεων. Πάνω από όλα, όµως, εξαιρετικά κρίσιµες και αποφασιστικές θα είναι οι πρώτες αξιολογήσεις του ελληνικού προγράµµατος. Όταν γράφονταν οι γραµµές αυτές, η διαδικασία αξιολόγησης της υλοποίησης του προγράµµατος από την τρόικα ήταν σε εξέλιξη, ενώ Ευρωπαίοι αξιωµατούχοι συνέδεαν την ανακεφαλαιοποίηση µε την αξιολόγηση, αυξάνοντας κατακόρυφα την πίεση προς την ελληνική πλευρά. Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Valdis Dombrovskis, o οποίος βρέθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο, συνέδεσε άµεσα την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών µε την αξιολόγηση του προγράµµατος, κάνοντας, µάλιστα, λόγο για την ανάγκη προστασίας των καταθέσεων. «Έαν κάποιος προσπαθήσει να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες και να άρει τα capital controls χωρίς να έχει αποκατασταθεί η σταθερότητα και χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, τα αποτελέσµατα θα είναι µάλλον αρνητικά για τον τραπεζικό κλάδο» τόνισε.
Ωστόσο, σύµφωνα µε έγκριτους αναλυτές, η πιο καθοριστική αξιολόγηση θα είναι αυτή του Φεβρουαρίου, καθώς, αν είναι θετική, θα µεταδώσει ένα εξαιρετικά ισχυρό µήνυµα προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα για την προσήλωση της κυβέρνησης στην εφαρµογή του προγράµµατος – εξέλιξη που θα βοηθήσει σηµαντικά στην αποκατάσταση της εµπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και τη χώρα.
Αν τα παραπάνω επιβεβαιωθούν µε πράξεις, τότε η χώρα µας µπορεί να αφήσει οριστικά πίσω τη µιζέρια της κρίσης. «Τώρα είναι η ώρα να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα» σηµείωσε ο διευθύνων σύµβουλος της ιταλικής ενεργειακής εταιρείας Enel, Francesco Starace, ενώ ο Bradley Paul Martin, ανώτατο διοικητικό στέλεχος Στρατηγικών Επενδύσεων της Fairfax Financial Holdings, η οποία είχε πραγµατοποιήσει σηµαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα τα προηγούµενα χρόνια, δήλωσε ότι «υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η προοπτική ανατροπής της τρέχουσας αρνητικής συγκυρίας. Η Ελλάδα µπορεί να κάνει τη µεγάλη επιστροφή». Ήδη ο τοµέας του τουρισµού, που τα τελευταία χρόνια, παρά την κρίση, κινείται από ρεκόρ σε ρεκόρ, προσελκύει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον. Το 2016, η Carlson Rezidor Group, µε χαρτοφυλάκιο 1.370 ξενοδοχείων σε 110 χώρες, θα έχει παρουσία και στην Κρήτη, ενώ η Intercontinental θα αποκτήσει ξενοδοχείο στη Σαντορίνη. H Marriott επιστρέφει στην Ελλάδα, µετά την αποχώρησή της, το 2013, µε πολυτελές ξενοδοχείο στην Ελούντα της Κρήτης, ενώ η Four Seasons Hotels Resorts έχει υπογράψει προσύµφωνο για την ανάληψη της διαχείρισης ξενοδοχείου, το οποίο σχεδιάζει να κατασκευάσει οµάδα Ελλήνων και ξένων επενδυτών στη Μύκονο.
Επενδυτές και «επενδυτές»
Αν και ύστερα από µεγάλο διάστηµα φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, η Ελλάδα µπορεί να εξέλθει από την εποχή των παγετώνων σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, αυτό δεν σηµαίνει ότι οι επενδυτές κάνουν… ουρές. Σύµφωνα µε τραπεζικά στελέχη, θα πρέπει να περάσει αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα και η κυβέρνηση να δώσει ικανό δείγµα γραφής, ώστε η χώρα να επανέλθει στο «ραντάρ» της επενδυτικής κοινότητας. Ωστόσο, εκτός από τους επενδυτές υψηλής ποιότητας, υπάρχουν και οι «επενδυτές» υψηλού ρίσκου, τα γνωστά hedge και distressed funds, τα οποία πράγµατι σχηµατίζουν ουρές.
Τους τελευταίους µήνες έχουν πυκνώσει οι επισκέψεις στην Αθήνα εκπροσώπων χαρτοφυλακίων που ειδικεύονται στις υψηλού κινδύνου επενδύσεις, όπως τα Apollo Management, Fortress, Baubost, Strategic Value, Third Point, KKR, York Capital Management, Cerberus, Paulson & Co, Dromeus Capital κ.ά. Πολλά απ’ αυτά ήδη έχουν πραγµατοποιήσει κινήσεις στη χώρα µας. Τα παραπάνω χαρτοφυλάκια ενδιαφέρονται κυρίως για υπερχρεωµένες επιχειρήσεις οι οποίες µπορούν να καταστούν βιώσιµες και κερδοφόρες αν περιορίσουν τον τραπεζικό δανεισµό τους. Η βασική ιδέα είναι οι επενδυτές να βάλουν «φρέσκα» κεφάλαια σε υπερχρεωµένες εταιρείες και σε αντάλλαγµα οι τράπεζες να αποδεχθούν ένα γενναίο «κούρεµα» των δανείων, ώστε να καταστούν βιώσιµες. Μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει για τον τοµέα του τουρισµού – τόσο για ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όσο και για µεµονωµένα ξενοδοχεία. Ευκαιρίες εντοπίζονται σε πολλά πεδία, καθώς ύστερα από επτά χρόνια βαθιάς ύφεσης, όπου ακόµα και η αξία «κανονικών» περιουσιακών στοιχείων (οµόλογα, µετοχές, ακίνητα κ.ά.) έχουν χάσει πολύ µεγάλο µέρος της αξίας τους, εκατοντάδες εταιρείες αδυνατούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους λόγω του υπερδανεισµού. Με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια διαµορφώνονται στο 51,3% στην καταναλωτική πίστη, στο 35,60% στα στεγαστικά, στο 39,8% στα επιχειρηµατικά δάνεια, στο 63% στα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελµατίες και πολύ µικρές επιχειρήσεις και στο 54% στα δάνεια προς µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις.
Μεγάλες ευκαιρίες για κέρδη εκτιµάται ότι υπάρχουν και στον τοµέα των δανείων λιανικής. Εκεί οι τράπεζες θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν χαρτοφυλάκια µε δάνεια µη συνεργάσιµων δανειοληπτών και να τα µεταβιβάσουν σε τρίτους, οι οποίοι θα τα αποκτήσουν στο 10% – 20% της ονοµαστικής τους αξίας και θα επιδιώξουν να λάβουν όσα µπορούν. Πάντως στελέχη τραπεζών σηµειώνουν ότι υπάρχει µεγάλος προβληµατισµός για το αν θα πρέπει να πουληθούν τέτοια δάνεια, καθώς εκτιµούν ότι οι τράπεζες θα µπορούσαν, µετά τη διαµόρφωση του νέου νοµοθετικού πλαισίου, να ανακτήσουν σηµαντικό τµήµα των «κόκκινων» δανείων. Ηδη καταγράφεται µεγαλύτερη κινητικότητα σε δανειολήπτες που ζητούν να ρυθµιστεί το δάνειο που δεν εξυπηρετούν, καθώς διαβλέπουν τις επερχόµενες αλλαγές και έχουν αντιληφθεί ότι οι προσδοκίες για ένα οριζόντιο «κούρεµα» δεν ανταποκρίνονται στην πραγµατικότητα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού Fortune