Κινδυνεύει το Ελ Ντοράντο των Βαλκανίων;
- 02/09/2013, 16:57
- SHARE
Η ισχυρή οικονομική παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στη «Νέα Ευρώπη», δοκιμάζεται.
Η χρυσή εποχή -στις αρχές της δεκαετίας του ’90- που οι γειτονικές χώρες και εκείνες της «Νέας Ευρώπης» αποτελούσαν προνομιακό χώρο επέκτασης για μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις «θαμπώνει», καθώς σήμερα, μετά από μια τετραετία βαθιάς και απότομης ύφεσης στην εγχώρια οικονομία, οι επενδύσεις υποχωρούν και οι πωλήσεις θυγατρικών και θέσεων αυξάνουν.
Η χώρα εξακολουθεί να διατηρεί ηγετικά μερίδια όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις στις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, χάνει τη δυναμική της και ενδεχομένως τις ευκαιρίες μελλοντικής ανάπτυξης. «Οι ελληνικές επιχειρήσεις εξαναγκάστηκαν να επιστρέψουν κεφάλαια από τις θυγατρικές εξωτερικού στους εν Ελλάδι οργανισμούς τους, προκειμένου να σώσουν τη θέση τους, σε μια εποχή συρρίκνωσης της ζήτησης και χρηματοδοτικής ασφυξίας» αναφέρει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Δημήτρης Δασκαλόπουλος. «Πρόκειται για μια από τις πιο σοβαρές επιπτώσεις της κρίσης, η οποία εντείνεται όσο δεν σταθεροποιείται η κατάσταση στην Ελλάδα» συμπληρώνει ο κ. Δασκαλόπουλος.
Το ασθενές τραπεζικό σύστημα
Το χειρότερο από όλα είναι το αρνητικό διεθνές περιβάλλον. «Ποτέ δεν ήταν εύκολα» σημειώνει ο Κώστας Ροζακέας, CFO του ομίλου Σαράντη, ο οποίος βρήκε το… Ελ Ντοράντο του στη ΝΑ Ευρώπη, όπου συνεχίζει να ακμάζει και να πραγματοποιεί το 62% του κύκλου εργασιών του. «Μπορεί η δική μας παρουσία εκεί να μην αντιμετωπίζει προβλήματα, αλλά το ευρύτερο περιβάλλον είναι αρνητικό τόσο για τις μεταποιητικές όσο και για τις εμπορικές επιχειρήσεις.
Διαβάστε ακόμη: Οι κατασκευαστές μεταναστεύουν λόγω ανεργίας
Το πρόβλημα αφορά τόσο τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις –που συνθλίβονται στη μέγγενη της πτώσης της ζήτησης και της αύξησης των υποχρεώσεών τους– όσο και εκείνων που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης. Όταν ο τραπεζικός κλάδος νοσεί, αναπόφευκτα η έλλειψη ρευστότητας επηρεάζει και την υπόλοιπη επιχειρηματικότητα».
Στην έλλειψη ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών θυγατρικών εστιάζει το πρόβλημα και ο Άγγελος Συρίγος, γ.γ. Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής του υπ. Εσωτερικών και επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. «Αυτή τη στιγμή η ελληνική τραπεζική παρουσία τηρεί στάση αναμονής έως ότου λυθεί το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των μητρικών στην Ελλάδα».
O ελληνικός τραπεζικός κλάδος την τελευταία δεκαετία επένδυσε 7-8 δισ. ευρώ και το μερίδιό του στην ευρύτερη περιοχή της «Νέας Eυρώπης» (Bαλκάνια) υπολογίζεται περίπου στο 32%. Η Eθνική, η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς αθροιστικά έχουν καθοριστική παρουσία στις τραπεζικές αγορές της Bουλγαρίας, της Pουμανίας, της Aλβανίας, της Σερβίας και των Σκοπίων, ενώ ειδικά στην Tουρκία η Finansbank είναι η πιο ισχυρή θυγατρική της Eθνικής Tράπεζας. Ανάμεσα στις κινήσεις που θα κάνουν οι τράπεζες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης είναι να εστιάσουν στις βασικές τραπεζικές τους δραστηριότητες, γεγονός που προοιωνίζεται πώληση και θυγατρικών εξωτερικού. Η τρόικα σύμφωνα με πληροφορίες επιθυμεί την άμεση πώλησή τους, στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν επιτύχουν τη συμμετοχή 10% ιδιωτών στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους, με τα έσοδα να συνυπολογίζονται στους στόχους του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων. Ήδη σε πώληση θυγατρικών σε Πολωνία και Τουρκία έχει προχωρήσει η Eurobank αλλά και η Αγροτική Τράπεζα, που ανήκει πλέον στον όμιλο Πειραιώς.
Διαβάστε ακόμη: Προϊόντα «Made in Greece»
Κεφάλαια επιστρέφουν
Δεν είναι ωστόσο μόνο οι τράπεζες που υποχρεώνονται σε αποχωρήσεις. Αρκετές εισηγμένες επιχειρήσεις εκποιούν θυγατρικές τους εταιρείες και άλλα περιουσιακά στοιχεία στα Βαλκάνια, σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσουν τον υψηλό τραπεζικό δανεισμό τους, να αποκτήσουν ρευστό ή να τερματίσουν τις ζημίες τους από ανεπιτυχείς διεθνείς δραστηριότητες.
Ο ΟΤΕ είναι η επιχείρηση που «τρέχει» μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο πρόγραμμα εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, με στόχο να συγκεντρώσει επιπλέον κεφάλαια τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ από την πώληση θυγατρικών του μέχρι τον ερχόμενο Αύγουστο. Ο όμιλος ενίσχυσε τα ταμεία του ήδη σημαντικά με την πώληση της Telekom Serbjia έναντι 380 εκατ. ευρώ, ενώ εξετάζει το ενδεχόμενο πώλησης και της βουλγαρικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας Globul.
Ο πρόεδρος του ομίλου Τιτάν, Ανδρέας Κανελλόπουλος, είχε προειδοποιήσει ότι «εφόσον οι συνθήκες το απαιτούν, η τσιμεντοβιομηχανία δεν θα διστάσει να εκποιήσει περιφερειακά περιουσιακά στοιχεία». Έτσι, ο όμιλος πούλησε τον Ιούνιο του 2012 το 11,5% των δραστηριοτήτων του στα δυτικά Βαλκάνια.
Μια περίπτωση «αναγκαστικής» εκποίησης περιουσιακών στοιχείων είναι αυτή της Sprider, η οποία το προηγούμενο διάστημα έκλεισε καταστήματα στη Ρουμανία και πούλησε τη θυγατρική της Sprider Romania, ενώ προ καιρού είχε αποσυρθεί από Πολωνία και Βουλγαρία, προκειμένου να μπει φρένο στις συνεχιζόμενες ζημίες από μια επένδυση που δεν απέδωσε στον όμιλο.
Διαβάστε ακόμη: Business made in China για Έλληνες επιχειρηματίες
Ηγέτιδα δύναμη χωρίς ρευστότητα
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι πρώτοι ξένοι επενδυτές σε Aλβανία, Σερβία και ΠΓΔM, αλλά και σημαντικοί παράγοντες σε Pουμανία και Bουλγαρία. Ωστόσο την τελευταία διετία η δυναμική της διείσδυσης υπαναχωρεί. Στην αγορά της Ρουμανίας, από το φθινόπωρο του 2012 μέχρι σήμερα, όπως αναφέρει στo Fortune ο πρόεδρος του Ελληνορουμανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Σωτηρίου, καταγράφεται σταθερό ενδιαφέρον από Έλληνες επιχειρηματίες, ως επί το πλείστον νέους, να αναπτύξουν εμπορικά δίκτυα, κυρίως τροφίμων ή παροχής υπηρεσιών.
Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Εμπορικού Μητρώου της χώρας, το 2012 υπήρχαν εγγεγραμμένες 5.467 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, έναντι 5.202 στο τέλος του 2011. Από τις παραπάνω εταιρείες ωστόσο υπολογίζεται ότι οι ενεργές είναι περί τις 1.500-1.800. Η Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας (BNR) εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων υπερέβαινε στις 31.12.2012 τα 2,934 δισ. ευρώ, έναντι 3,016 δισ. ευρώ το 2011, μείωση που αποδίδεται στην κάμψη των δραστηριοτήτων των ελληνικών τραπεζών στη Ρουμανία.
Διαβάστε ακόμη: Γιατί η «αραβική άνοιξη» «ανθίζει» τις ελληνικές εξαγωγές;
Πάντως, το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων στη Ρουμανία −εάν σε αυτές συνυπολογιστούν και οι επενδύσεις των θυγατρικών των ελληνικών οίκων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (π.χ. στην Κύπρο)− αγγίζει τα 4 δισ. ευρώ, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 4η ή 5η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών.
Σύμφωνα με τον Μίνκο Γκερτζίκοφ, διευθύνοντα σύμβουλο του Ελληνικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου στη Βουλγαρία, μέχρι το τέλος του 2011 οι ελληνικές επενδύσεις στη Βουλγαρία ήταν ύψους 2,8 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα τον τρίτο μεγαλύτερο επενδυτή μετά την Αυστρία και την Ολλανδία. Για πρώτη φορά όμως τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται αρνητική τάση – και το 2011 και το 2012 ο όγκος των εισπράξεων και των αναλήψεων από τις ελληνικές επενδύσεις είναι αρνητικός.
Το 2009 ο όγκος των ελληνικών επενδύσεων αποτελούσε το 8,9% του συνολικού όγκου των επενδύσεων, ενώ τώρα είναι 7,7%. «Δεν μιλάμε για αποχώρηση, αλλά για επιστροφή χρημάτων προς τις μητρικές εταιρείες» σημειώνει ο κ. Γκερτζίκοφ. Στη βουλγαρική αγορά δραστηριοποιούνται τέλος πέντε ελληνικές τράπεζες, με μερίδιο που ανέρχεται σε 23% του ενεργητικού ολόκληρου του βουλγαρικού τραπεζικού συστήματος.
Διαβάστε ακόμη: Οι δέκα καλύτερες επιχειρηματικές ευκαιρίες
Στον κατάλογο των σημαντικότερων ξένων επενδυτών στην Αλβανία παραμένει η Ελλάδα, κατέχοντας την πρώτη θέση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, σύμφωνα με στοιχεία του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα. Το μερίδιο των ελληνικών άμεσων επενδύσεων στην Αλβανία βαίνει ωστόσο μειούμενο τα τελευταία έτη και, από 42,48% το 2007, διαμορφώθηκε σε 26% το 2012.
Η μείωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των συνολικών ΑΞΕ στην Αλβανία, αλλά και στην υπαναχώρηση των ελληνικών κινήσεων. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην ΠΓΔΜ, όπου το ύψος των ελληνικών επενδύσεων κατατάσσει την Ελλάδα ψηλά. Παράλληλα, η Ελλάδα είναι και ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της ΠΓΔΜ, η οποία πραγματοποιεί εισαγωγές προερχόμενες κυρίως από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (58,4%) και τις αναπτυσσόμενες χώρες (22,9%).
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της ΠΓΔΜ, η Ελλάδα στο διάστημα 1997- 2011 επένδυσε συνολικά στη χώρα 390,48 εκατ. ευρώ (ποσοστό 10,7% επί του συνόλου των ΑΞΕ, κατατασσόμενη ως τέταρτη επενδύτρια χώρα). Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που το Γραφείο ΟΕΥ συγκέντρωσε από τις ελληνικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην ΠΓΔΜ, μόνο οι 40 μεγαλύτερες εξ αυτών έχουν επενδύσει στη χώρα αρχικά κεφάλαια άνω των 550 εκατ. ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένων των επανεπενδεδυμένων κερδών.
«Εάν λοιπόν λάβουμε υπόψη τα επανεπενδεδυμένα κέρδη αυτών, καθώς και τις επενδύσεις των λοιπών (άνω των 200) ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και τις μεταβιβάσεις ελληνικών κεφαλαίων μέσω άλλων χωρών (όπως Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Κύπρος κ.ά.), η Ελλάδα στην πραγματικότητα κατέχει την πρώτη θέση στη χώρα, με συνολικό ύψος επενδύσεων περί τα 900 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ».
*To κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα