«Να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας της τρόικας»
- 25/02/2014, 14:10
- SHARE
Αδυναμίες που χρήζουν άμεσων βελτιώσεων, διαπιστώνει η έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου.
Να αναλάβουν ευθύνες οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών – μελών για την αποδοχή των εντολών της τρόικας, ζητεί με ψήφισμα της η Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως αναγκαία λύση για τη διάσωση των υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών κρατών την παρέμβαση της τρόικας, αλλά με ψήφισμά της, που ενέκρινε με 31 ψήφους υπέρ, 10 κατά και 2 αποχές- ζητεί να υπάρξουν αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της.
Στο ψήφισμα επισημαίνεται ότι, η τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα / Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) βοήθησε τέσσερις χώρες της ΕΕ να εξέλθουν από την κρίση και να αποφύγουν τα χειρότερα. Ο τρόπος, όμως, λειτουργίας της εμπόδισε την εθνική «οικειοποίηση» των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, και έθεσε σε κίνδυνο τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Τα πορίσματα της έκθεσης επικεντρώνονται, κυρίως, στα εσωτερικά προβλήματα της τρόικας, όπου υπογραμμίζεται: «Τα τρία ανεξάρτητα θεσμικά όργανα της τρόικας είχαν μια άνιση κατανομή των ευθυνών μεταξύ τους, διαφορετικές εντολές, καθώς και δομές διαπραγμάτευσης και λήψης αποφάσεων με διαφορετικά επίπεδα ευθύνης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν στην απουσία του κατάλληλου ελέγχου και της απαραίτητης δημοκρατικής λογοδοσίας στο σύνολό της».
Διαβάστε επίσης: Γιατί το ΔΝΤ κήρυξε «πόλεμο» στις ελληνικές τράπεζες
Στη σχετική έκθεση για τις δραστηριότητες της τρόικας, που συνέταξαν οι ευρωβουλευτές Ότμαρ Κάρας (Αυστριακός, Χριστιανοδημοκράτης) και Λιέμ Χοάνγκ Νγκος (Γάλλος, Σοσιαλιστής), παρέχονται πολλές ενδείξεις για τους τομείς που παρουσιάζουν αδυναμίες και γι’ αυτούς που χρήζουν άμεσων βελτιώσεων. Οι δυο ευρωβουλευτές αναγνωρίζουν ότι οι προκλήσεις που αντιμετώπισε η τρόικα ήταν «τεράστιες» και ότι επιτεύχθηκε ο άμεσος στόχος της αποφυγής της άτακτης χρεοκοπίας. Θεωρούν, ωστόσο, λυπηρό το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αποτελούν τον «αποδιοπομπαίο τράγο» των δυσμενών επιπτώσεων της τρόικας, παρόλο που οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών-μελών είναι αυτοί που φέρουν την πολιτική ευθύνη για την αποδοχή των ενεργειών της τρόικας.
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι τα εθνικά Κοινοβούλια ήταν πολύ συχνά ανίσχυρα και «όταν ζητήθηκε η γνώμη τους, βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιλογή μεταξύ του χρέους τους και της αποδοχής μνημονίων, που ήταν προϊόντα διαπραγμάτευσης μεταξύ της τρόικας και των εθνικών αρχών». Πρέπει, να θεσπιστούν ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση του κατάλληλου δημοκρατικού ελέγχου των εκάστοτε μέτρων, συμπεραίνει η έκθεση.
Διαβάστε επίσης: Τα έξι ανοιχτά μέτωπα της διαπραγμάτευσης με την τρόικα
Ασκείται ακόμη κριτική στους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο του Eurogroup, καθώς απέτυχαν να δώσουν σαφείς και συνεκτικές πολιτικές κατευθύνσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τους στόχους που ζητήθηκε από τις τέσσερις χώρες να πετύχουν σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας. Το Eurogroup καλείται να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τα προγράμματα διάσωσης, καθώς αυτό λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή και τους όρους παροχής της βοήθειας.
Η έκθεση τάσσεται υπέρ της θέσπισης σαφών, διαφανών και δεσμευτικών κανόνων που θα διέπουν τις διαδικασίες αλληλεπίδρασης των θεσμικών οργάνων της τρόικας, καθώς και την κατανομή των καθηκόντων τους. Μια βελτιωμένη στρατηγική επικοινωνίας αποτελεί, επίσης, σημαντική προτεραιότητα.
Τα προγράμματα προσαρμογής θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα «σχέδιο Β», σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι βασίστηκαν σε λανθασμένες υποθέσεις. Τα μνημόνια συμφωνίας που στηρίζουν όλα τα προγράμματα θα πρέπει να αντανακλούν καλύτερα την απασχόληση και τις κοινωνικές πτυχές και όχι να θυσιάζονται, όπως συμβαίνει συχνά. Επιπλέον, η κάθε χώρα που υπάγεται σε πρόγραμμα θα πρέπει να επωφελείται από μια «ομάδα δράσης για την ανάπτυξη», προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι περικοπές του προϋπολογισμού θα συνοδεύονται από μέτρα ευνοϊκά για την ανάπτυξη.
Τέλος, αναφέρεται ότι είναι απαραίτητη η μεγαλύτερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, των εθνικών Κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για να διασφαλίζεται η απαραίτητη λογοδοσία και υπευθυνότητα.