Ο Έλληνας επιχειρηματίας που «έφερε» το Λος Άντζελες στο Κολωνάκι!
- 11/04/2014, 10:59
- SHARE
O Δημήτρης Χριστοφορίδης μιλά για το success story των εστιατορίων Nice & Easy, με μενού βασισμένο αποκλειστικά σε βιολογικά προϊόντα.
Από μικρός περιτριγυριζόταν από αριθμούς και το επιχειρείν ήταν μάλλον μονόδρομος για τον ίδιο. Με έναν πατέρα μαθηματικό και χρηματοοικονομικές σπουδές στην Αμερική, εργάστηκε ως φοιτητής, σε διάφορα εστιατόρια στο Λος Άντζελες για να βγάλει τα προς το ζην. Τα χρήματα ήταν όμως τόσα που του επέτρεπαν όχι μόνο να κάνει μια άνετη ζωή, αλλά και να γνωρίσει κόσμο που ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε φανταστεί. Χάρη στην εργατικότητά του κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργοδοτών του και να μπει συνέταιρος σε αρκετά μαγαζιά, ενώ στη συνέχεια συνεταιρίστηκε με ηχηρά ονόματα του Hollywood, όπως η Πάμελα Άντερσον και ο Μίκυ Ρούρκ.
«Οι άνθρωποι για τους οποίους δούλευα με πήραν από κοντά και μου έδωσαν ποσοστό σε νέες δουλείες που έκλειναν. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκα, το Vertigo Club Restaurant, έβαλα κεφάλαιο $8.000 και απέκτησα ποσοστό 20% που αντιστοιχούσε στο ποσό των $150.000 και στη συνέχεια ξεπλήρωσα τη διαφορά με τα κέρδη που έβγαζα» αναφέρει στο fortunegreece.com ο Δημήτρης Χριστοφορίδης, ιδρυτής της αλυσίδας εστιατορίων Nice & Easy στη χώρα μας .
Πριν από λίγες μέρες η οικογένεια των Nice & Easy υποδέχτηκε ένα νέο εστιατόριο στην περιοχή της Κηφισιάς. Το πετυχημένο concept των βιολογικών πιάτων στην περιοχή του Κολωνακίου και της Μυκόνου εξαπλώνεται και κεντρίζει το ενδιαφέρον όσων ψάχνουν για υγιεινό φαγητό σε προσιτή τιμή. «Το μεγαλύτερο προσόν για έναν επιχειρηματία στην Ελλάδα είναι η προσαρμοστικότητά του» μας λέει ο Δημήτρης , ο οποίος εγκατέλειψε την επιτυχημένη πορεία που είχε στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα εξαιτίας ενός δυσάρεστου περιστατικού που συνέβη σε μέλος της οικογένειάς του. «Ενώ ετοίμαζα το επόμενο επιχειρηματικό μου βήμα, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Μέσα σε ένα χρόνο είχα πουλήσει όλες τις επιχειρήσεις στο εξωτερικό». Τα πρώτα τέσσερα χρόνια, από το 2003 και μετά όταν και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, ήταν διερευνητικά. Σύμφωνα με τον Δημήτρη ήταν εκατοντάδες οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν εκείνο το διάστημα και ενώ έφτανε στο παραπέντε για την υπογραφή κάποιας συμφωνίας πάντα κάτι γινόταν και το «προξενιό» χάλαγε στο τέλος.
«Φίλοι Αμερικάνοι με είχαν προειδοποιήσει για τις κακές εμπειρίες που είχαν με Έλληνες επιχειρηματίες, αλλά εγώ αποφάσισα να δεχτώ την πρόσκληση και να δραστηριοποιηθώ σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Η Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, έχει μικρό ανταγωνισμό, υπό την έννοια, ότι ενώ υπάρχουν πάρα πολλά μαγαζιά όλοι αντιγράφουν το διπλανό τους. Έπρεπε να κάνω κάτι που θα ήταν πρωτοποριακό και θα ήταν δύσκολο να το αντιγράψουν. Από μικρός είχα μανία με τη σωστή διατροφή και τη γυμναστική και ήθελα αυτό που θα κάνω να στηρίζεται στη φιλοσοφία του health and organic».
Το 2008 άνοιξε στο Κολωνάκι το Nice & Easy, το οποίο δύο χρόνια αργότερα απέκτησε την περιβόητη κουζίνα, με μενού βασισμένο αποκλειστικά σε βιολογικά προϊόντα. Επώνυμοι της ελληνικής showbiz, διανοούμενοι, αλλά και νεολαία απέκτησαν ένα νέο στέκι στην καρδιά της Αθήνας. Ήταν αναμφίβολα ένα επιχειρηματικό ρίσκο σε μια περιοχή δημοφιλή κυρίως για τα μπαρ της, αλλά χάρη στο καλό σέρβις και τον κατάλογο με πιάτα που φέρουν ονόματα αστέρων του Hollywood, που γνώριζε προσωπικά ο Δημήτρης, απέκτησε φανατικό κοινό. «Τον πρώτο χρόνο μπήκαμε μέσα κατά €100.000, αλλά δεν το έβαλα κάτω και δεν το μετέτρεψα σε μπαρ όπως με συμβούλευαν οι φίλοι μου. Το concept ήταν δυνατό και πίστευα σ’ αυτό. Τα ονόματα που αναγράφονται στο μενού δεν είναι τυχαία. Με όλους όσοι αναφέρονται είχα και έχω επαφή, πλην φυσικά του Καζαντζάκη για το πρόσωπο του οποίου έτρεφα πάντα θαυμασμό».
Το όνειρό του είναι να αποκτήσει πέντε με δέκα μαγαζιά και να βοηθήσει τα παιδιά που δουλεύουν για εκείνον δίνοντάς τους στη συνέχεια κάποιο ποσοστό. Στα άμεσα σχέδιά του είναι το άνοιγμα ενός Nice & Easy Store, ακριβώς δίπλα από το εστιατόριο της Κηφισιάς, στο οποίο θα πωλούνται όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τα εστιατόρια. «Στην Ελλάδα τα βιολογικά προϊόντα εξακολουθούν και παραμένουν πολύ ακριβά. Αντιθέτως στην Αμερική το κόστος είναι το πολύ 15% υψηλότερο από τα αντίστοιχα συμβατικά. Επίσης, μια βασική διαφορά είναι ότι στην Αμερική δεν υπάρχουν μεσάζοντες. Το κόστος είναι χαμηλότερο γιατί ο ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου συνεργάζεται απευθείας με τον παραγωγό».
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που μας παρατίθεται για την αμερικανική αγορά είναι πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένα εστιατόριο ή ένα κλαμπ είναι η πυροσβεστική υπηρεσία. Ανάλογα με τα τετραγωνικά του χώρου δικαιούσαι να βάλεις συγκεκριμένο αριθμό ατόμων στο μαγαζί. Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης τον ξεπερνά του επιβάλλεται πρόστιμο και του παίρνουν την άδεια! Φανταστείτε πόσα μαγαζιά θα είχαν κλείσει εάν αυτό εφαρμοζόταν στην Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμα: