O τουρισμός περνάει από το στομάχι
- 02/08/2013, 09:13
- SHARE
Μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει κορυφαίο γαστρονομικό προορισμό;
Του Απόστολου Μαγγηριάδη
Λένε ότι η κουζίνα μας είναι η εθνική μας ταυτότητα. Πίσω από τη φράση αυτή όμως κρύβεται μια τεράστια αγορά τουριστών, που θέλουν να γνωρίσουν τα χαρακτηριστικά προϊόντα και πιάτα μιας χώρας, τη μοναδικότητα και την παράδοση ενός τόπου, που θα προσφέρουν στον επισκέπτη μια ολοκληρωμένη ταξιδιωτική εμπειρία. Μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει κορυφαίο ευρωπαϊκό γαστρονομικό προορισμό;
Μετά από μια πετυχημένη καριέρα στον κόσμο των επενδυτικών τραπεζών κι ένα MBA από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, η Νάνσυ Μαντζίκος ζει με την οικογένειά της στο Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μεγάλη της αγάπη για την Ελλάδα προέκυψε μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχών επισκέψεων με τον ελληνικής καταγωγής σύζυγό της στα νησιά του Αιγαίου αλλά και στην Κρήτη. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, γεννήθηκε η ιδέα για το τελευταίο της επαγγελματικό εγχείρημα: η δημιουργία ενός μικρού ταξιδιωτικού γραφείου, με την ονομασία Delfinia Groups, που οργανώνει περιηγήσεις στην Ελλάδα σε μικρά γκρουπ δώδεκα – δεκατεσσάρων ατόμων, με στόχο την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και τις σπάνιες ομορφιές της πατρίδας μας. Η συγκεκριμένη εμπειρία όμως έχει μια διαφορετική στόχευση: Γνωριμία με τις μεγαλύτερες γαστρονομικές απολαύσεις που προσφέρει η ελληνική γη.
“Η ΑΓΟΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΤΩΝ ΓΑΣΤΡΟNOΜΙΚΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ. Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ” –Νάνσυ Μαντζίκος, επικεφαλής της Deflinia Groups
Το κόστος αυτής της δεκαήμερης εκδρομής ανέρχεται σε 9.000 δολάρια περίπου και απευθύνεται σε Αμερικανούς ηλικίας 35 – 75 ετών, με μέσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 400.000 δολάρια. «Απευθυνόμαστε σε αυτόν που αποκαλούμε “διεισδυτικό ταξιδιώτη”, αυτόν που αναζητά την αυθεντική ταξιδιωτική εμπειρία και μοναδικές στιγμές που του επιτρέπουν να γνωρίσει τον πολιτισμό μας σε κάθε λεπτομέρεια» εξηγεί η Νάνσυ Μαντζίκος.
Με ένα συνδυασμό γαστρονομικής απόλαυσης και πολυτελούς διαμονής σε boutique hotels, το πρόγραμμα των περιηγήσεων περιλαμβάνει ιδιωτικές ξεναγήσεις σε σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία, από την Κνωσσό μέχρι τη Βεργίνα, με παράλληλες επισκέψεις γευσιγνωσίας σε οινοποιεία, ελαιοτριβεία και αγροκτήματα, αλλά και μαθήματα μαγειρικής από τους διάσημους σεφ της ελληνικής κουζίνας.
«Η αγορά υπάρχει για την Ελλάδα και θα μπορούσε να φιλοξενήσει όλους τους τύπους των γαστρονομικών τουριστών» λέει η Νάνσυ Μαντζίκος. «Η δυσκολία έγκειται στην εκτέλεση. Μπορούν όλοι οι παραγωγοί να προσφέρουν υψηλής ποιότητας προϊόν και υπηρεσία με επαγγελματισμό; Τους ενδιαφέρει να μοιραστούν με τους ταξιδιώτες τα μυστικά μιας γαστρονομικής εμπειρίας ή τους νοιάζει μόνο το κέρδος;».
Η σημασία της ελληνικής γαστρονομίας στο ελληνικό τουριστικό προϊόν έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή, καθώς ο γαστρονομικός τουρισμός αρχίζει σταδιακά να σχηματοποιείται και να συγκροτεί έναν πυλώνα τουριστικής ανάπτυξης που μπορεί τα επόμενα χρόνια να αναβαθμίσει την ολοκληρωμένη τουριστική εμπειρία. Υπολογίζεται πως τρία εκατομμύρια Ευρωπαίοι ταξιδιώτες έχουν ως βασικό κριτήριο επιλογής του τόπου των διακοπών τους τη γαστρονομία και όχι τον ήλιο και τη θάλασσα, ενώ ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται εάν συμπεριλάβουμε και τους αντίστοιχους Αμερικανούς. Πρόκειται κυρίως για άντρες και γυναίκες ηλικίας 30 – 50 ετών, επαγγελματικά καταξιωμένους, με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από το μέσο τουρίστα, που ταξιδεύουν σε μικρές ομάδες για να απορροφήσουν καλύτερα τη γνώση.
Διαβάστε: Ο τουρισμός ανεβάζει στροφές
Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε ο ΣΕΤΕ ήδη από το 2009 και παραμένει επίκαιρη, 500.000 τουρίστες θα έρχονταν στην Ελλάδα, αν βελτιώναμε και προωθούσαμε τη γαστρονομική μας προσφορά. Την ίδια στιγμή, αναφέρει η δρ Μαρία Φωλά, σύμβουλος επικοινωνίας, «αν η μέση κατά κεφαλή δαπάνη κάθε “γαστροτουρίστα”, με συντηρητικούς μάλιστα υπολογισμούς, ανέρχεται σε 1.000 ευρώ και το 20% από το ποσό αυτό αφορά δαπάνη για γαστρονομία ―φαγητό και ποτό―, τότε οι επιπλέον 500.000 τουρίστες θα δημιουργούσαν 100 εκατομμύρια ευρώ αύξηση της ζήτησης στην ελληνική αγορά». Η γαστρονομία, εφόσον ενταχθεί με σωστό τρόπο στο ελληνικό τουριστικό προϊόν, μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά ένα δισ. ευρώ και να δημιουργήσει 50.000 νέες θέσεις εργασίας, ενώ μέσα σε τρία με πέντε χρόνια μπορεί να αποτελεί έναν από τους τρεις κύριους λόγους επιλογής της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού.
«ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΚΑΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΠΛΑϊ ΣΕ ΔΙΕΘΝΩΣ ΑΝΑ-ΓΝΩΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΥΨΗΛΗΣ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ» –Μαρία Φωλά, PhD, σύμβουλος επικοινωνίας
Η χώρα μας είναι γεμάτη από μικρά γαστρονομικά θαύματα ― τον κρόκο, το αυγοτάραχο, τη φάβα, την ελιά. Μάλιστα, πολλά από τα μικρά αυτά θαύματα έχουν εξελιχθεί σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τόπου από τον οποίο προέρχονται – την Κοζάνη, το Μεσολόγγι, τη Σαντορίνη, την Καλαμάτα. Ως εδώ η ιστορία είναι γνωστή. Αυτό που δεν είναι ίσως τόσο γνωστό είναι το πόσες μικρές, δυναμικές, καινοτόμες εταιρείες έχουν αναπτυχθεί ανά την Ελλάδα, εκμεταλλευόμενες τα μικρά θαύματα του ελληνικού τόπου. Για παράδειγμα η εταιρεία ERGON, που επιλέγει, πακετάρει και προωθεί παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα και μέσα σε πολύ λίγα χρόνια έχει εξελιχθεί σε πρεσβευτή της ελληνικής γαστρονομίας στο εξωτερικό.Ή η εταιρεία Φερέοικος
«Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μερικές μόνο ιστορίες επιτυχίας που βασίζονται σε μια πραγματικότητα, την οποία όσοι ασχολούνται με την ελληνική πρωτογενή παραγωγή φαίνεται να γνωρίζουν πολύ καλά» μας λέει η δρ Μαρία Φωλά και προσθέτει ότι τα ελληνικά προϊόντα είναι καλά – ορισμένα, μάλιστα, είναι εξαιρετικής ποιότητας και μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά.
Επάνω σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκε και η πρωτοβουλία «ελληνικό πρωινό», που συνιστά τη σύνδεση της γαστρονομίας με τα ξενοδοχεία, αναφέρει η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, και προσθέτει: «Και άλλες πολλές αυτόνομες και τοπικές δράσεις αναπτύσσονται ορμώμενες από την “ελληνική κουζίνα”. Το 2012, παρά την κρίση, επισκέφτηκαν τη χώρα μας 16 εκατομμύρια τουρίστες. Αν είχαμε κατορθώσει να καταναλώσουν τα θαυμάσια προϊόντα της ελληνικής γης, θα είχαμε κάνει το πρώτο βήμα μιας μεγάλης ανατροπής.»
Οι κοινές δράσεις των υπουργείων Τουρισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης έχουν στόχο τη σύνδεση του τουριστικού τομέα με την παραγωγική διαδικασία του τόπου μας και τα προϊόντα. Η πρώτη δράση αφορά την καθιέρωση του «ελληνικού πρωινού» στα ξενοδοχεία της χώρας και υλοποιείται σε συνεργασία με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας. Όλες οι περιφέρειες έχουν καθιερώσει μέσα από το «καλάθι» τους τα προϊόντα ποιότητας που μπορούν να προσφέρονται στα ξενοδοχεία, που έχουν ως σήμα το ελληνικό πρωινό. Για παράδειγμα, στην Κρήτη το πρωινό μπορεί να περιλαμβάνει παξιμάδια, καλιτσούνια και γραβιέρα, στη Θράκη γλυκά ή πίτες με ταχίνι, τραχανάδες και τοπικά τυριά. Η συγκεκριμένη δράση ξεκίνησε με 100 ξενοδοχεία, ενώ, σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, χιλιάδες είναι αυτά που αιτούνται να μπουν.
«Προσπαθούμε να “παντρέψουμε” τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της μεταποίησης με τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού. Με αυτό τον τρόπο τα εκατομμύρια των τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο τη χώρα θα γίνουν πρεσβευτές της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων και θα τα αναζητήσουν στις αγορές των χωρών τους» εξηγεί ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Αθανάσιος Τσαυτάρης.
Πολλοί βέβαια στέκονται στο κόστος, ως ανασταλτικό παράγοντα υιοθέτησης του ελληνικού πρωινού. «Η ελληνική κουζίνα έχει εναλλακτικές προτάσεις, οι οποίες μπορεί να μην επιβαρύνουν το κόστος» υποστηρίζει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΤΕ, Γιώργος Δρακόπουλος. «Άλλωστε, υπάρχουν πολλά ελληνικά εδέσματα που μπορούν να εμπλουτίσουν ένα ξενοδοχειακό πρωινό, όπως ο τραχανάς, οι τηγανίτες, το πρόβειο γιαούρτι στο πήλινο δοχείο, τα τοπικά τυριά, τα καλιτσούνια, ψωμί διαφόρων τύπων, το τσουρέκι. Οι ξενοδόχοι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν φρουτάλια ή στραπατσάδα αντί για αυγά με μπέικον. Ο βαθμός ελληνικότητας του ξενοδοχειακού πρωινού είναι πρωτίστως θέμα γαστρονομικής κουλτούρας».
Με την «παλέτα ελληνικών τυριών», τη δεύτερη δράση των υπουργείων, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία που θα συμβληθούν θα μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους τα φημισμένα τυριά της κάθε περιοχής. Με τον τρόπο αυτό οι πελάτες ενός ξενοδοχείου στα νησιά μας, για παράδειγμα, θα μπορούν να γευτούν μοναδικές τοπικές γεύσεις, όπως είναι η γραβιέρα Νάξου ή τα αντίστοιχα τοπικά τυριά στην Ήπειρο, την Κρήτη, τη Μακεδονία.
«Οι γαστροτουρίστες αυτοί είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί, δεν τους ενδιαφέρει το φτηνό, ούτε το all-inclusive πακέτο. Και δυστυχώς στην Ελλάδα είναι πολλά τα μέρη που δεν είναι ακόμη έτοιμα να προσφέρουν υπηρεσίες στο διεισδυτικό, απαιτητικό ταξιδιώτη. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ρίσκο για την Ελλάδα στην προσπάθειά της να διαφημιστεί ως γαστρονομικός προορισμός σε εκλεπτυσμένους τουρίστες» επισημαίνει η Νάνσυ Μαντζίκος.
Μπορεί τελικά η Αθήνα να γίνει Παρίσι και η Σαντορίνη Τοσκάνη; Για φορείς του τουρισμού, όπως ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), βασικό εργαλείο για το branding της ελληνικής γαστρονομίας είναι το Διαδίκτυο. Ένα εκτενές σχέδιο προβολής είναι υπό διαμόρφωση, με βασικό άξονα μία υπό δημιουργία διαδικτυακή πύλη, όπου ο επισκέπτης ―Έλληνας ή ξένος― θα μπορεί με ένα κλικ να βρει το ποιοτικό γαστρονομικό προϊόν σε κάθε περιοχή της χώρας, ενώ αναζητούνται κονδύλια, κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, για να ξεκινήσει η υλοποίηση.
Η αναβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας που αναμφίβολα προσφέρει η ανάδειξη γαστρονομικών θησαυρών στη χώρα θα προσφέρει πολλαπλά οφέλη στον ελληνικό τουρισμό και θα δημιουργήσει ευκαιρίες προβολής, διεύρυνση της τουριστικής σεζόν αλλά και στόχευση σε μια ειδική κατηγορία εύπορων τουριστών, μετατρέποντας αυτή την υπεραξία σε αύξηση κερδών για τον κλάδο. Το στοίχημα για τους φορείς του ελληνικού τουρισμού είναι να μεταλαμπαδεύσουν το όραμα σε όλους τους εμπλεκόμενους στη γαστρονομική προσφορά – από τους ξενοδόχους και τους εστιάτορες, μέχρι τους οινοποιούς και τους εμπόρους.
«Η προσπάθεια πρέπει να ακουμπήσει μια αγορά στην οποία συνήθως δεν απευθύνεται παραδοσιακά ο ελληνικός τουρισμός» λέει η Νάνσυ Μαντζίκος. «Πρέπει να επενδυθούν χρήματα σε αγορές που είχαν μέχρι σήμερα αγνοηθεί, όπως για παράδειγμα η αμερικανική. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία που εξαντλείται σε μερικούς μήνες, χρειάζεται συνεχής προσπάθεια για να έρθουν αποτελέσματα».
Info:
- Η Νάνσυ Μαντζίκος της Delfinia Groups είναι υπέρμαχος του γαστρονομικού τουρισμού.
- Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, 500.000 τουρίστες θα έρχονταν στην Ελλάδα, αν βελτιώναμε και προωθούσαμε τη γαστρονομική μας προσφορά.
- Υπολογίζεται ότι 3 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ταξιδιώτες έχουν ως βασικό κριτήριο επιλογής του τόπου των διακοπών τους τη γαστρονομία.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό FORTUNE του Ιουλίου.