Στα τσιπουράδικα «ρέει» άφθονο το TUVOLU

Στα τσιπουράδικα «ρέει»  άφθονο το TUVOLU

Ένα νέο τσίπουρο βασισμένο σε τοπική συνταγή «προσγειώνεται» σε Βόλο και Νέα Ιωνία.

Ευωδιαστή μυρωδιά, πλούσια γεύση και μια παραδοσιακή, τοπική συνταγή, είναι τα χαρακτηριστικά του εμφιαλωμένου τσίπουρου με την ονομασία TUVOLU που θα κάνει την πρώτη του επίσημη «εμφάνιση» στο κοινό, την Δευτέρα 19 Μαΐου, μέσα από τα δεκατέσσερα πιστοποιημένα τσιπουράδικα του Βόλου και της Νέας Ιωνίας.

Έχοντας ως βασικά συστατικά το πηλιορείτικο μήλο, αλλά και οκτώ βότανα, το TUVOLU φιλοδοξεί να κατακτήσει τις καρδιές των επισκεπτών της περιοχής και να αναδείξει, με τον δικό του τρόπο, τη γαστρονομική «ταυτότητα» του νομού Μαγνησίας.

Αφού, λοιπόν, έβρασε στα καζάνια και πέρασε από τη «μυσταγωγική» διαδικασία παρασκευής του, το TUVOLU προσκαλεί τους πολίτες να το δοκιμάσουν με τη συνοδεία -όπως ορίζει το «πρωτόκολλο» των τσιπουράδικων- εκλεκτών μεζέδων.

«Δίνουμε γεύση και αρώματα που υπάρχουν στην περιοχή μέσα από το τσίπουρο» υπογράμμισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Εστίασης και Διασκέδασης Νομού Μαγνησίας Απόστολος Αθανασός.

Το τσίπουρο έχει τυποποιηθεί σε συνεργασία με μια βιομηχανία και «έχουμε, ουσιαστικά “κλειδώσει” τη συνταγή για την παρασκευή του» πρόσθεσε.

Το προϊόν καλύπτει όλα τα γούστα των φίλων του τσίπουρου, αφού διατίθεται σε δύο «μορφές»- με γλυκάνισο και χωρίς. «Έχει τυποποιηθεί (το τσίπουρο), έχει πάρει έγκριση από το Γενικό Χημείο και τη Δευτέρα θα αρχίσει η κυκλοφορία του στα καταστήματα (τσιπουράδικα)» σημείωσε ο κ. Αθανασός.

Μάλιστα, για την έναρξη της διάθεσης του προϊόντος από τα τσιπουράδικα, το πρώτο 25αράκι (50 ml) θα είναι δωρεάν.

Το TUVOLU, που αποτελεί ουσιαστικά μια πρωτοβουλία της Ένωσης Εστίασης και Διασκέδασης Μαγνησίας, θα αποτελέσει και ένα «εργαλείο» προβολής του γαστρονομικού τουρισμού της περιοχής, εκτίμησε ο κ. Αθανασός.

Στόχος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, όπως και των υπόλοιπων που ανέλαβε η Ένωση είναι η ανάδειξη της γαστρονομικής «ταυτότητας» της περιοχής και τα αποτελέσματα από τις δράσεις που ήδη υλοποιούνται είναι θετικά. Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται στην προσέλκυση επισκεπτών, που η περιέργεια τούς οδηγεί στην ανακάλυψη των τσιπουράδικων και των γεύσεων που προσφέρουν.

Μάλιστα, τα τσιπουράδικα αποτελούν και μια ιδιότυπη τουριστική «ατραξιόν» για τους ξένους επισκέπτες του Βόλου, συνήθως δε, των επιβατών σε διάφορα κρουαζιερόπλοια που “δένουν” στο λιμάνι της πόλης και κατεβαίνουν στην αγορά (σ.σ. το 2013 στο λιμάνι «έδεσαν» 31 κρουαζιερόπλοια με 20.227 επιβάτες, έναντι 21 κρουαζιερόπλοιων με 11.926 επιβάτες το 2012, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Λιμένος Βόλου).

Οι περισσότεροι επισκέπτες της πόλης κάνουν μια «στάση» στα τσιπουράδικα για να γευθούν τόσο τους υπέροχους μεζέδες, όσο και το μοναδικό, σε γεύση, τσίπουρο.

Το TUVOLU δεν θα περιοριστεί μόνο στην τοπική αγορά, αλλά φιλοδοξεί να κυκλοφορήσει και εκτός Βόλου. Ήδη, όπως είπε ο κ. Αθανασός, «…το ‘χουμε δειγματίσει σε Γερμανία και Ολλανδία» και, σύντομα, εκτιμάται πως θα υπάρξουν οι πρώτες θετικές απαντήσεις για την εξαγωγή του προϊόντος στις προαναφερθείσες αγορές.

Τσιπουράδικα για πολλές…γύρες γευστικής απόλαυσης

Στα δεκατέσσερα πιστοποιημένα τσιπουράδικα του Βόλου και της Νέας Ιωνίας, οι εξορμήσεις από παρέες φίλων που αναζητούν ανάπαυλα για μια μικρή «στάση» δροσιάς από τσίπουρο είναι κομμάτι του «παζλ» της καθημερινότητας. Ωστόσο, την «παράσταση» κλέβουν οι παρέες που δεν σταματούν στην πρώτη ή τη δεύτερη γύρα (σ.σ. κάθε φορά που γίνεται παραγγελία ο σερβιτόρος πηγαίνει ένα 25αράκι και τρία ή τέσσερα πιάτα μεζέδων), αλλά αποδεικνύουν ότι είναι γερά… ποτήρια και φθάνουν μέχρι και 15 έως και 20 γύρες!

«Μια παρέα τεσσάρων ατόμων θα παραγγείλει για την πρώτη γύρα, ένα 25αράκι και θα συνοδεύεται από τρία ή τέσσερα πιάτα» είπε ο κ. Αθανασός και συμπλήρωσε, ότι ο μέσος όρος στις παρέες που «κρατούν» και συνεχίζουν φτάνει μέχρι και πέντε έως έξι γύρες.

Όμως, φήμες που κυκλοφορούν στα τσιπουράδικα μιλούν για παρέες που άντεξαν μέχρι και είκοσι γύρες, με την ανάλογη -πάντα – συνοδεία μεζέδων, ενώ, στην ιστοσελίδα των τσιπουράδικων Βόλου αναφέρεται μαρτυρία παλιού ιδιοκτήτη τσιπουράδικου του Βόλου, σύμφωνα με την οποία έτυχε παρέα τεσσάρων ατόμων να φτάσει στον… 70ο μεζέ!

Τα πιστοποιημένα τσιπουράδικα

Στα δεκατέσσερα πιστοποιημένα με ISO τσιπουράδικα του Βόλου και της Νέας Ιωνίας, σχεδόν έναν χρόνο έπειτα από την ανάληψη της πρωτοβουλίας πιστοποίησης των καταστημάτων από την Ένωση Εστίασης, οι πελάτες απολαμβάνουν μεζέδες που -όπως υπογραμμίζει ο κ. Αθανασός- ετοιμάζονται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, καθώς όλα τα υλικά προέρχονται από ντόπιους καλλιεργητές και η παρασκευή τους γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο.

Την πρωτοβουλία για την πιστοποίηση με ISO των τσιπουράδικων «αγκάλιασαν» -σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία- δεκατέσσερα τσιπουράδικα, όμως, στόχος της Ένωσης είναι να ενταχθούν περισσότερα.

Τα τσιπουράδικα, «σελίδα» της βολιώτικης γαστρονομικής ιστορίας

Σχεδόν καθημερινή συνήθεια για τους Βολιώτες αποτελεί το τσιπουράδικο, αναφέρεται στην ίδια ιστοσελίδα και προστίθεται ότι, σύμφωνα με το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, τα στοιχεία που συνθέτουν την κουλτούρα του βολιώτικου τσιπουράδικου ξεκινούν από πολύ παλιά.

Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν στον Βόλο, μετά την ανταλλαγή του 1922, ήταν εκείνοι που έφεραν στην πόλη τη συνήθεια του µεζέ, ο οποίος έγινε δημοφιλής ανάμεσα στους ανθρώπους που εργάζονταν στη θάλασσα και που με το που τελείωναν τη δουλειά τους, γύρω στις 11 το πρωί, ήθελαν κάτι να τσιμπήσουν και να πιουν.

Έτσι, στο λιμάνι του Βόλου ετοίμαζαν πρόχειρα μεζεδάκια µε μικρά ψάρια ή µε ό,τι περίσσευε από την ψαριά. Οι γεύσεις αυτές «έδεναν» υπέροχα µε το τσίπουρο που παραγόταν στην περιοχή, το οποίο σε αντίθεση µε άλλα ελληνικά τσίπουρα περιείχε γλυκάνισο.

Καθοριστικός, επίσης, για την καθιέρωση αυτών των χώρων υπήρξε και ο νόμος για το τσίπουρο που απαγόρευε την εμπορία και τη διακίνησή του, από τον οποίο εξαιρέθηκε η Μαγνησία.

Τα πρώτα τσιπουράδικα στήθηκαν κοντά στο λιμάνι του Βόλου και ήταν ανοιχτά από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Επρόκειτο για αποκλειστικά αντρικό χώρο και παρέμεινε έτσι μέχρι και τη δεκαετία του ’60, αφού οι γυναίκες μπήκαν στα τσιπουράδικα μετά το ’70.

Οι διηγήσεις λένε πως δεν χρειαζόταν καν να παραγγείλεις. Υπήρχαν τα «μουγκά» τσιπουράδικα, στα οποία έκανες απλώς νεύμα για το πόσα τσίπουρα ήθελες να πιεις και τα “φλύαρα”, στα οποία έκανες με τον μαγαζάτορα τις συνεννοήσεις μόνο για τα βασικά.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Διαβάστε ακόμα:

Τα 5 ωραιότερα cocktail από τσίπουρο

Η Ελλάδα πίνει. Και πίνει πολύ

Ένα Ούζο την ημέρα, τη δουλειά (δεν) κάνει πέρα