ΒΙΑΝΕΞ: Family affair
- 04/12/2013, 16:09
- SHARE
Η στροφή στις αγορές του εξωτερικού, αρχής γενομένης από την Κίνα, αποτελεί το «φάρμακο» κατά της ύφεσης και της κρίσης.
Από τον Νίκο Χ. Ρουσάνογλου*
Σχεδόν κάθε Έλληνας που έχει νοσηλευτεί σε δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο έχει κάνει χρήση κάποιου φαρμάκου, είτε πρόκειται για αντιβιoτικό, είτε για κάποια θεραπευτική αγωγή που ακολουθήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για όποιον διαγνώστηκε με υπέρταση, προβλήματα φλεγμονών, υψηλής χοληστερίνης, ή χρειάστηκε να εμβολιαστεί.
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ότι τα φάρμακα που χρησιμοποίησαν, ως επί το πλείστον, προέρχονται από τη Βιανέξ της οικογένειας Γιαννακόπουλου, τη μεγαλύτερη ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία, τα σκευάσματα της οποίας καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα προβλημάτων υγείας. Ποιος δίνει σημασία άλλωστε στο τι γράφει το κουτί των χαπιών του, πέρα από το όνομα του φαρμάκου και τη δοσολογία;
Παρ’ όλα αυτά, η Bιανέξ παραμένει η πλέον αναγνωρίσιμη μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών (ίσως και η μόνη), λόγω της εμπλοκής της οικογένειας Γιαννακόπουλου με την ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού για πάνω από δύο δεκαετίες. Πρόκειται για το πάθος του ιδρυτή της Παύλου Γιαννακόπουλου, ο οποίος αφιέρωσε σημαντικό μέρος από τον χρόνο και κυρίως από τα χρήματά του για να καταστήσει τον Παναθηναϊκό την πλέον επιτυχημένη ελληνική ομάδα μπάσκετ, με δεκάδες τίτλους, εγχώριους κι ευρωπαϊκούς. Σήμερα, όπως και με τη Βιανέξ, τη σκυτάλη έχει αναλάβει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, γιος και συνεχιστής της κληρονομιάς που αφήνει πίσω του ο Παύλος Γιαννακόπουλος.
Σε αυτόν έχει πέσει σήμερα το βάρος της επέκτασης της Βιανέξ διεθνώς και της εξόδου της από τα ελληνικά σύνορα, με την αύξηση των εξαγωγών και τη δημιουργία ενός δικτύου πωλήσεων στο εξωτερικό. Πρόκειται για μια στρατηγική κίνηση που έχει ξεκινήσει από το 2005 και χτίζεται βήμα βήμα. Με την έλευση της κρίσης στην ελληνική οικονομία, βέβαια, ο ρόλος των εξαγωγών έγινε ακόμα πιο σημαντικός.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Hellastat για την εγχώρια αγορά φαρμακευτικών επιχειρήσεων, οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων το 2012 διαμορφώθηκαν σε περίπου 6 δισ. ευρώ, υποχωρώντας κατά 11,5% σε σχέση με το 2011. Η σωρευτική μείωση σε σχέση με το 2009 έχει πλέον φτάσει το 29,5%, ενώ σε όρους όγκου το 2012 σημειώθηκε περαιτέρω κάμψη κατά 6,5%, στις 479,4 εκατ. συσκευασίες. Το 2012 η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας εκτιμήθηκε στα 4,29 δισ. ευρώ (-15,4% από το 2011). Άμεση συνέπεια της ύφεσης και της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης αποτέλεσε η υποχώρηση της παραγωγικής επίδοσης των εταιρειών. Το 2012 ο σχετικός δείκτης της ΕΛΣΤΑΤ υποχώρησε κατά 5,5%, έναντι οριακής πτώσης το 2011.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη συμφωνία της Βιανέξ με την πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Farmaserv-Lilly συνιστά λίαν σημαντική εξέλιξη. Βάσει αυτής, η Βιανέξ ανέλαβε την αποκλειστική παραγωγή στην Ελλάδα του ενέσιμου αντιβιοτικού φαρμάκου Voncon, που χορηγείται για νοσοκομειακές και ανθεκτικές λοιμώξεις. Η Βιανέξ θα παράγει περίπου 10 εκατ. τεμάχια ετησίως, τα οποία θα εξάγονται όλα στην Κίνα. Όπως αναφέρει ο αντιπρόεδρος και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος Δημήτρης Γιαννακόπουλος, «η Κίνα ήταν μια αγορά στην οποία δεν είχαμε εισέλθει μέχρι τώρα. Αν λάβουμε υπόψη μας το μέγεθός της, η είσοδός μας εκεί είναι πολύ σημαντική. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι γινόμαστε ευρύτερα γνωστοί στο εξωτερικό». Κατά τον ίδιο, η συμφωνία αυτή θα λειτουργήσει σαν βιτρίνα για τη Βιανέξ, η οποία θα επιχειρήσει μέσω αυτής να επιτύχει και άλλες συνεργασίες.
Δεδομένου μάλιστα ότι η εγχώρια φαρμακευτική αγορά αναμένεται ότι θα υποστεί περαιτέρω κάμψη στα έσοδά της, αφού οι δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες θα συνεχίσουν να περικόπτονται μέχρι να φτάσουν το 1% του ΑΕΠ το 2014, είναι προφανές ότι τέτοιου είδους deals αποτελούν μονόδρομο για την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία. Από οικονομικής πλευράς, η συμφωνία θα συνεισφέρει 30 εκατ. ευρώ στον τζίρο της Βιανέξ και περίπου 8-10 εκατ. ευρώ στην κερδοφορία. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2012 ολοκληρώθηκε με τον κύκλο εργασιών στα 240 εκατ. ευρώ, τα οικονομικά οφέλη είναι σημαντικά. Θα απαιτηθεί 1,5 εκατ.ευρώ επενδύσεων για τη νέα παραγωγή, ενώ δημιουργούνται και 135 νέες θέσεις εργασίας. Το πιο σημαντικό όμως για τη Βιανέξ είναι ότι, όπως όλα δείχνουν, η συνεργασία με την Lilly προβλέπεται να επεκταθεί πέραν της αρχικής πενταετίας που συμφωνήθηκε. Ήδη οι δύο πλευρές κινούνται προς την κατεύθυνση νέας συμφωνίας για παραγωγή επιπλέον προϊόντων για τρίτες χώρες.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο και γενικό διευθυντή της Farmaserv-Lilly Σπύρο Φιλιώτη, «η προοπτική είναι εξαιρετική. Δεν είναι η πρώτη φορά που επενδύουμε σε παραγωγή σε ελληνικές μονάδες, καθώς η εταιρεία μας εμπιστεύεται την Ελλάδα και την ελληνική φαρμακοβιομηχανία εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή είναι μόνο η αρχή, αφού μπορεί να ακολουθήσουν και άλλα φάρμακα».
Η παραγωγή θα γίνει σε δύο από τις τέσσερις εργοστασιακές μονάδες που διαθέτει σήμερα η Βιανέξ, οι οποίες πληρούν τα ποιοτικά κριτήρια για τέτοιου είδους σκευάσματα. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο, τα περιθώρια ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής είναι σημαντικά, δεδομένου ότι σήμερα στα τρία από τα τέσσερα εργοστάσια της εταιρείας εκτελείται μόνο μία βάρδια.
Ακόμα κι έτσι το μερίδιο αγοράς της Βιανέξ παραμένει σημαντικό, καθώς αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη εταιρεία φαρμάκων στην Ελλάδα, αν υπολογιστεί και η δραστηριότητα των ξένων πολυεθνικών ομίλων. Απασχολεί περί τους 1.000 εργαζόμενους, εκ των οποίων σχεδόν το 50% δραστηριοποιείται στο τμήμα του μάρκετινγκ και των πωλήσεων, δείγμα της σημασίας που δίδεται στη σωστή προώθηση των προϊόντων του ομίλου. Η Βιανέξ παράγει σήμερα πάνω από 56 εκατ. τεμάχια φαρμακευτικών σκευασμάτων κάθε είδους, χωρίς να υπολογίζεται η πρόσφατη συμφωνία με τη Lilly.
ΠΙΣΩ ΤΟ 1924, όταν ο παππούς του σημερινού αντιπροέδρου ίδρυε το φαρμακείο του στην οδό Πειραιώς, στο κέντρο της Αθήνας, μάλλον δεν φανταζόταν την εξέλιξη που θα είχε η επιχείρησή του. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, με τη βοήθεια του γιου του Παύλου, ξεκίνησαν, μέσω της νέας εταιρείας Δημήτρης Γιαννακόπουλος & Υιός, οι εισαγωγές φαρμάκων από το εξωτερικό. Λίγα χρόνια μετά η εταιρεία θα μετονομαστεί σε ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ και θα συνεχίσει υπό αυτή τη μορφή έως το 1971, όταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος ιδρύει τη Βιανέξ βοηθούμενος από τα αδέλφια του.
Ο ίδιος εξομολογείται στο Fortune ότι ανέκαθεν είχε μεγάλη ανησυχία για την επιβίωση της εταιρείας. «Αυτό είναι πάντα κάτι που με απασχολούσε, ιδίως όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα. Είχα όμως πίστη ότι θα μπορούσαμε μια μέρα να φτάσουμε στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα». Σύμφωνα με τον Παύλο Γιαννακόπουλο, σημείο καμπής στην πορεία της Βιανέξ στάθηκε η δεκαετία του ’80, και συγκεκριμένα τα έτη 1983 και 1985. Τότε αποφάσισε να αποκτήσει δύο παραγωγικές μονάδες από τις πολυεθνικές εταιρείες που τότε αποχωρούσαν από την Ελλάδα. «Πίστευα ότι ήταν μια ευκαιρία για να μεγαλώσουμε τη Βιανέξ» τονίζει. Είχε προηγηθεί η ανέγερση της πρώτης εργοστασιακής μονάδας τη δεκαετία του 1970, με τη συνδρομή της ιαπωνικής Takeda, η οποία ήταν η πρώτη αντιπροσωπεία που ανέλαβε η εταιρεία, τη δεκαετία του ’60, προτού ακόμη ιδρυθεί η Βιανέξ. Μάλιστα, η Takeda παραμένει μέχρι σήμερα συνεργάτης της εταιρείας.
Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, «με την Τakeda υπογράψαμε το 1961 για έναν χρόνο συνεργασίας και έκτοτε δεν χρειάστηκε καν να υπογράψουμε συμβόλαιο ανανέωσης. Ξέρουν ότι έχουν στην Ελλάδα μια οικογένεια και μια εταιρεία που διασφαλίζει τα συμφέροντά τους». Αυτός ακριβώς ο οικογενειακός χαρακτήρας φαίνεται πως αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό της εταιρείας. Πολλοί από τους εργαζόμενους βρίσκονται στη Βιανέξ για δεκαετίες, ακόμα κι αν στο παρελθόν είχαν δεχθεί ελκυστικές προσφορές για να μεταπηδήσουν αλλού. Όσο για τον τρόπο λήψης των σημαντικών αποφάσεων, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι αποκαλυπτικός: «Είναι καθαρά μια υπόθεση οικογενειακή. Για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει μαζεύεται η οικογένεια, συζητάει, λέμε όλοι την άποψή μας, αλλά στο τέλος ο πατέρας μου θα πάρει την απόφαση, αφού έχει λάβει υπόψη του τη γνώμη όλων μας».
Σήμερα που η κρίση έχει πλήξει σχεδόν όλες τις επιχειρήσεις της χώρας, ο φαρμακευτικός κλάδος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, ιδίως από τη στιγμή που μεγάλο μέρος του τζίρου προέρχεται από τα υπερχρεωμένα νοσοκομεία και τα εξίσου υπερχρεωμένα ασφαλιστικά ταμεία. Βούληση της οικογένειας Γιαννακόπουλου είναι να στηρίξει την εταιρεία απορροφώντας η ίδια τις απώλειες, προκειμένου να μην προβεί σε απολύσεις εργαζομένων και περικοπές μισθών.
Σημαντική στήριξη θα προσφέρει η δραστηριότητα των εξαγωγών των γενόσημων προϊόντων που παράγει η Βιανέξ για λογαριασμό της, αλλά και των φαρμάκων που παράγει και εξάγει για λογαριασμό μεγάλων πολυεθνικών, κατά το μοντέλο που ακολουθείται με τη Lilly. Σύμφωνα με τη Λεμονιά Ξενιτού, υπεύθυνη του Τμήματος Εξαγωγών, η ετήσια αύξηση του τζίρου των εξαγωγών την τελευταία τριετία κινείται με ρυθμό της τάξεως του 50%. Έτσι, οι εξαγωγές συνεισφέρουν πλέον το 25% του ετήσιου κύκλου εργασιών. Όπως μας αναφέρει η Λεμονιά Ξενιτού, «τα δικά μας προϊόντα, δηλαδή όχι εκείνα που παράγουμε για λογαριασμό των ξένων ομίλων, τα εξάγουμε πλέον σε 30 χώρες ανά τον κόσμο, έχοντας δημιουργήσει δίκτυο αντιπροσώπων».
Κατά την ίδια, ήδη η Βιανέξ έχει αποκτήσει ισχυρή βάση εξαγωγών στις χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, ενώ συνεχίζει τη διαδικασία προσθήκης και νέων αγορών στο χαρτοφυλάκιό της.
Με δεδομένο ότι η διοίκηση ήδη εκτιμά ότι το 2013 θα καταγραφεί βελτίωση των αποτελεσμάτων σε σχέση με το 2012 συνολικά στον όμιλο, η Βιανέξ φαίνεται προς ώρας να αντιπαρέρχεται την εγχώρια οικονομική κρίση. Σύμφωνα με τον Παύλο Γιαννακόπουλο, η περίοδος που διανύει ο κλάδος παραμένει πολύ δύσκολη και με σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Ωστόσο, είναι αισιόδοξος για τις μελλοντικές προοπτικές τόσο της Βιανέξ, όσο και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα.
«Θεωρώ ότι οι κυβερνώντες καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα στον κλάδο της υγείας και για τη χώρα συνολικά» καταλήγει.
Η ΒΙΑΝΕΞ σε αριθμούς
240 εκατ. ευρώ ο κύκλος εργασιών της Βιανέξ το 2012.
1,5 εκατ. ευρώ επενδύσεων για την παραγωγή 10 εκατ. τεµαχίων του αντιβιοτικού Voncon, τα οποία θα εξάγονται στην Κίνα.
30 εκατ. ευρώ θα συνεισφέρει στον τζίρο της Βιανέξ η συµφωνία µε τη Farmaserv-Lilly.
25% του ετήσιου κύκλου εξαγωγών προκύπτει από τις εξαγωγές.
*Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα