Μόνο έτσι μπορεί να πάει η χώρα μπροστά
- 14/12/2015, 16:41
- SHARE
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, µιλάει αποκλειστικά στο Fortune για την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας και θέτει το πλαίσιο επιστροφής της χώρας στην ανάπτυξη.
Την ανάγκη η χώρα να πραγµατοποιήσει τη µεγάλη υπέρβαση προκειµένου να πετύχει τη φυγή προς τα εµπρός και την οριστική έξοδο από την κρίση υπογραµµίζει ο πρόεδρος του Συνδέσµου Ελλήνων Βιοµηχάνων (ΣΕΒ), Θεόδωρος Φέσσας. Μιλώντας στο Fortune, εµφανίζεται αισιόδοξος για τις δυνατότητες ανάκαµψης της Ελλάδας, αρκεί η πραγµατική οικονοµία να µπορέσει να δουλέψει σε συνθήκες κανονικότητας και το πολιτικό σύστηµα να συναινέσει στην υλοποίηση των αναγκαίων µεταρρυθµίσεων. «Πρέπει να αφήσουµε πίσω µας την αβεβαιότητα, την αστάθεια και το πολιτικό ρίσκο που µας καθήλωσαν για µεγάλο διάστηµα και να εργαστούµε για την κοινωνική και οικονοµική επανεκκίνηση της χώρας µας, µε γενναίες τοµές και µεταρρυθµίσεις στους θεσµούς, στο επιχειρηµατικό περιβάλλον και το παραγωγικό πρότυπό µας» υπογραµµίζει ο πρόεδρος του ΣΕΒ.
Την τελευταία επταετία, η Ελλάδα έχει δοκιµαστεί σκληρά από τις επιπτώσεις µιας κρίσης που δεν έχει προηγούµενο σε καιρό ειρήνης. Την περίοδο 2008-2015 το ΑΕΠ έχει µειωθεί πάνω από 25%, η ανεργία υπερβαίνει το 26%, οι επενδύσεις υποχωρούν σε ποσοστό άνω του 70%, ενώ το Χρηµατιστήριο Αθηνών καταγράφει απώλειες τη τάξης του 60%. Η εικόνα της ελληνικής οικονοµίας παραπέµπει σε µια καταστροφή άνευ προηγουµένου. Πώς µπορεί να ανατραπεί αυτή η κατάσταση;
Όπως σηµειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, έχουµε µόνο µία επιλογή: να κοιτάξουµε µπροστά και να αφήσουµε την οικονοµία και τις επιχειρήσεις να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους. «Η επιστροφή της χώρας και της οικονοµίας σε συνθήκες κανονικότητας είναι η άµεση πρόκληση στην οποία πρέπει να ανταποκριθεί η κυβέρνηση. Στην κατεύθυνση αυτή, κοµβικής σηµασίας είναι να εξασφαλιστεί γρήγορα η θετική αξιολόγηση του προγράµµατος, µέσω της υλοποίησης της συµφωνίας. Μια θετική αξιολόγηση θα σηµατοδοτήσει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τη συµφωνία και θα αποτελέσει ένα µεγάλο βήµα για την ανάκτηση της εµπιστοσύνης προς τη χώρα και τις προοπτικές της».
Δύο από τους βασικούς λόγους που υποδαύλισαν την οικονοµική κρίση ήταν η πολιτική αστάθεια και η αβεβαιότητα. Ο Θεόδωρος Φέσσας σηµειώνει ότι, µετά τις εκλογές του περασµένου Σεπτεµβρίου, η χώρα φαίνεται ότι εισέρχεται σε µια περίοδο οµαλότητας. «Είναι σηµαντικό γεγονός ότι τα κόµµατα που τάσσονται υπέρ της συµφωνίας και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας έλαβαν πάνω από το 80% των ψήφων, εκλέγοντας στο Κοινοβούλιο 260 βουλευτές, σε σύνολο 300. Με το αποτέλεσµα διαµορφώνονται συνθήκες συναίνεσης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων και τη γρήγορη εφαρµογή της νέας συµφωνίας».
Εκτιµά δε ότι η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει πλήρη επίγνωση των προτεραιοτήτων που αναφέρονται στη συµφωνία και την ανάγκη για αποτελεσµατική υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων όπως έχουν συµφωνηθεί µε τους εταίρους µας. «Στο τέλος της ηµέρας ασφαλώς όλα θα εξαρτηθούν από την αποτελεσµατικότητα και την ικανότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει στην υλοποίηση των συµφωνηθέντων». Σε αντίθετη περίπτωση, σηµειώνει ο Θεόδωρος Φέσσας, αν δηλαδή η κυβέρνηση εγκλωβιστεί σε µια κατάσταση εσωστρέφειας και παρασυρθεί από λογικές επαναδιαπραγµάτευσης, τότε υπάρχει µεγάλος κίνδυνος όχι απλά να χαθεί και το 2016 αλλά να ενεργοποιηθεί µια εξαιρετικά αρνητική αλληλουχία γεγονότων για τη χώρα.
«Επείγει η άρση των capital controls»
Το τραπεζικό σύστηµα βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα. Από το τέλος του 2008 οι καταθέσεις µειώθηκαν κατά περίπου 110 δισ. ευρώ, ενώ η παρατεταµένη διαπραγµάτευση τους προηγούµενους µήνες πυροδότησε νέο κύµα εκροών καταθέσεων, το οποίο οδήγησε τελικά στην επιβολή κεφαλαιακών περιορισµών. Η επιβολή των capital controls προκάλεσε «σοκ και δέος» στη χώρα, προκαλώντας τεράστια προβλήµατα στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η αβεβαιότητα οδήγησε στην περαιτέρω επιδείνωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, που πλέον αγγίζουν τα 100 δισ. ευρώ. Ο Θεόδωρος Φέσσας υπογραµµίζει µε έµφαση ότι η άρση των περιορισµών στην κίνηση των κεφαλαίων πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Όπως εξηγεί, η ελληνική οικονοµία εισάγει αγαθά αξίας περίπου 40 δισ. ευρώ ετησίως, που δεν αφορούν µόνο καταναλωτικές ανάγκες, αλλά και πρώτες ύλες και ενδιάµεσα προϊόντα, τα οποία είναι απαραίτητα στην παραγωγική διαδικασία. Σχεδόν όλες οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αγοράζουν πρώτες, βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας από το εξωτερικό, δίχως τα οποία αδυνατούν να λειτουργήσουν. Η επιβολή των περιορισµών έχει προκαλέσει «έµφραγµα» στη λειτουργία τους. «Όσο ταχύτερα αποσυρθούν οι περιορισµοί στην κίνηση κεφαλαίων και επανέλθουµε σε κανονική ροή χρηµατοδότησης, τόσο γρηγορότερα η ελληνική οικονοµία και οι επιχειρήσεις θα καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους» επισηµαίνει.
Μαζί µε την άρση των περιορισµών, σηµειώνει, θα πρέπει να αποκατασταθεί ο χρηµατοδοτικός ρόλος των τραπεζών στην οικονοµία, ζήτηµα που εξαρτάται από την αποτελεσµατική αντιµετώπιση του µεγάλου προβλήµατος των µη εξυπηρετούµενων δανείων.
Ωστόσο, και τα δύο αυτά θέµατα συνδέονται άµεσα µε την υλοποίηση του προγράµµατος και την εξασφάλιση θετικής αξιολόγησης από τους θεσµούς. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ τονίζει ότι, αν η κυβέρνηση προχωρήσει µε γρήγορα και αποφασιστικά βήµατα, τότε θα µεταδώσει ένα ισχυρό µήνυµα προς την επενδυτική κοινότητα. «Η συµµετοχή ιδιωτών επενδυτών στις αυξήσεις µετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών αποτέλεσε µια ισχυρή ψήφο εµπιστοσύνης όχι µόνο για τις τράπεζες, άλλα ευρύτερα για την ελληνική οικονοµία». Η επιτυχής ολοκλήρωση της ανακεφαλαιαοποίησης αποτελεί προϋπόθεση για την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, «που επείγει για τον κόσµο των επιχειρήσεων».
«Επενδύσεις, επενδύσεις, επενδύσεις…»
Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις και τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν για την επανεκκίνηση της οικονοµίας, ο Θεόδωρος Φέσσας τονίζει ότι εξαιρετικά κρίσιµης σηµασίας θα είναι και η αξιολόγηση του προγράµµατος τον προσεχή Μάρτιο ή Απρίλιο. «Μια δεύτερη θετική αξιολόγηση θα επιβεβαιώσει και θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη προς την Ελλάδα και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να εφαρµόσει τις µεταρρυθµίσεις και να πετύχει την οριστική έξοδο από την κρίση. Αυτό µπορεί να πυροδοτήσει ένα θετικό ντόµινο, που θα επιταχύνει τη ροή επενδύσεων και θα επαναφέρει τη χώρα σε ανοδική πορεία».
Μαζί µε την υλοποίηση του προγράµµατος η κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά στην δηµιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου για την προσέλκυση επενδύσεων. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ τονίζει ότι µε την ανεργία στο 26% και µετά από µια πολυετή περίοδο αποεπένδυσης η προσέλκυση επενδύσεων είναι το µέγα ζητούµενο. «Πρέπει να πραγµατοποιήσουµε ένα µεγάλο επενδυτικό άλµα. Δεδοµένης της ανεπάρκειας των εγχώριων αποταµιευτικών πόρων, απαιτείται µαζική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Οι άνεργοι δεν µπορούν να περιµένουν». Για να διατηρήσουµε το σηµερινό επίπεδο ευηµερίας της χώρας θα πρέπει την επόµενη επταετία να πραγµατοποιηθούν περίπου διπλάσιες επενδύσεις από όσες γίνονται τώρα κάθε χρόνο. Χονδρικά χρειαζόµαστε 15 δισ. ετησίως περισσότερα απ’ ό,τι επενδύουµε σήµερα· δηλαδή, πρέπει να υλοποιηθούν επιπλέον επενδύσεις 105 δισ. ευρώ στην επταετία, όταν το πακέτο Γιούνκερ δεν υπερβαίνει τα 35 δισ. «Αν θέλουµε να βελτιώσουµε την κατάσταση στη χώρα και κατ’ επέκταση τη ζωή µας, θα πρέπει να φέρουµε στην Ελλάδα πολύ µεγαλύτερες επενδύσεις. Το πολιτικό σύστηµα πρέπει να ανταποκριθεί άµεσα στις εκκλήσεις της αγοράς για διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ώστε οι επενδυτές να τοποθετήσουν κεφάλαια στη χώρα µας. Μόνον έτσι θα αφήσουµε την κρίση πίσω µας». Αυτή τη στιγµή υπάρχει µεγάλο ενδιαφέρον από ξένους αλλά και Έλληνες επενδυτές στους τοµείς του τουρισµού, της ενέργειας , της επεξεργασίας τροφίµων, της µεταλλουργίας , του χονδρικού και λιανικού εµπορίου και των logistics . «Ωστόσο, η αβεβαιότητα, η έλλειψη εµπιστοσύνης προς τη χώρα και, κυρίως, η ανεπάρκεια του κρατικού µηχανισµού, αποτρέπουν τις επενδύσεις που τόσο χρειάζεται η χώρα».
«Να τα βρούµε µεταξύ µας…»
Και η επόµενη ηµέρα; Μπορεί η Ελλάδα να επιστρέψει σε ανάπτυξη το 2016; Ο Θεόδωρος Φέσσας εµφανίζεται αισιόδοξος. «Οφείλουµε να είµαστε αισιόδοξοι, καθώς η Ελλάδα έχει µόνο µία επιλογή: να προχωρήσει µπροστά και να αφήσει την κρίση πίσω. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για καθυστερήσεις, για πισωγυρίσµατα, για ατέρµονες συζητήσεις και αντιπαλότητες. Βρισκόµαστε σε ένα σηµείο όπου είτε θα προχωρήσουµε αποφασιστικά στην υλοποίηση της συµφωνίας και των µεταρρυθµίσεων που θα ενεργοποιήσουν ένα ντόµινο θετικών εξελίξεων είτε θα παγιδευτούµε σε καθυστερήσεις και εσωστρέφεια, µε κίνδυνο η χώρα να διολισθήσει σε µη αναστρέψιµες καταστάσεις. Αρκούν µερικοί µήνες για να καταστρέψουν κόπους και θυσίες ετών».
«Η φυγή προς τα εµπρός, ωστόσο, δεν είναι κάτι αφηρηµένο ή θεωρητικό. Απαιτεί συλλογική δουλειά, υπερκοµµατική λογική, συναίνεση και ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο. Αυτή τη στιγµή έχουµε άλλη µια ευκαιρία, την τελευταία που µας δίνεται, να ορθοποδήσουµε και να βγούµε επιτέλους από το επικίνδυνο σπιράλ της ύφεσης που απειλεί να µετατρέψει τη χώρα σε µια οικονοµική και κοινωνική έρηµο. Για να στεριώσουν οι µεταρρυθµίσεις, να περάσουµε σε µια νέα αναπτυξιακή πολιτική, να προσελκύσουµε επενδύσεις και να εκσυγχρονίσουµε το επιχειρηµατικό περιβάλλον, χρειάζεται πρώτα να τα βρούµε µεταξύ µας».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού Fortune.
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ιωαννίδης