Η πορεία της αξιολόγησης χαμηλώνει τις προσδοκίες των συμβούλων μάνατζμεντ
- 19/04/2016, 19:15
- SHARE
Τα ευρήματα που κατέγραψε έρευνα του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος.
Ανακοπή της τάσης βελτίωσης των προσδοκιών των συμβούλων μάνατζμεντ για τη μεσοπρόθεσμη πορεία των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με έρευνα του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ).
«Θεωρούμε ότι καθυστέρηση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου σε συνδυασμό με το προσφυγικό δημιούργησαν κλίμα σχετικής απαισιοδοξίας-στασιμότητας, και αυτό εκφράζεται και στα αποτελέσματα της έρευνας. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η επίσπευση της έκδοσης και εφαρμογής του νέου αναπτυξιακού νόμου και των διαδικασιών υλοποίησης του νέου ΕΣΠΑ στην παρούσα φάση μπορούν να οδηγήσουν στην ανατροπή του κλίματος», δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΑ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου και συνέχισε: «Πρέπει η κυβέρνηση να καταλάβει ότι η ανάπτυξη μιας οικονομίας στηρίζεται τόσο σε υγιή μακροοικονομικά μεγέθη όσο και στην καλή ψυχολογία και σ’ αυτό το δεύτερο οι ενέργειες της κυβέρνησης είναι υποτονικές. Χρειάζεται η κυβέρνηση να μεταφέρει θετικά μηνύματα που θα έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο».
Όπως επισημάνθηκε, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, από τα μέσα του 2015 είχε διαπιστωθεί σταδιακή βελτίωση των προβλέψεων. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του ισοζυγίου «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων για τα πέντε μεγέθη του Δείκτη Εμπιστοσύνης Συμβούλων Μάνατζμεντ (Greek Management Consultants Confidence Index – GMCCI), δηλαδή ρυθμός μεγέθυνσης, ανεργία, ιδιωτικές επενδύσεις, εξαγωγές και ρυθμός μεταβολής του γενικού επιπέδου των τιμών, παρέμενε μεν αρνητικός, αλλά είχε βελτιωθεί αισθητά από το -32,9% στο τέλος Ιουνίου 2015 σε -2,8% στο τέλος του 2015. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016 όμως o δείκτης μειώθηκε απότομα στο -16,8%.
Η επιδείνωση ήταν γενική. Η διαφορά «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων χειροτέρευσε για όλες τις συνιστώσες του δείκτη. Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2016 και του προηγούμενου καταγράφηκαν στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας και στις ιδιωτικές επενδύσεις.
Μικρότερες είναι οι διαφορές που προκύπτουν από τη σύγκριση των δεικτών του πρώτου τριμήνου του 2016 με αυτούς του ίδιου τριμήνου του προηγούμενου έτους, -16,8% έναντι -15,5%.Οι προσδοκίες των συμβούλων μάνατζμεντ για τους παραγωγικούς συντελεστές συμβαδίζουν με εκείνες για τα βασικά οικονομικά μεγέθη. Μετά τη βελτίωση που καταγράφηκε το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2015, η απαισιοδοξία έγινε εντονότερη στις αρχές του 2016.
Έτσι, ο δείκτης GMCCI – Παραγωγικοί Συντελεστές, που προκύπτει ως ο μέσος όρος της διαφοράς «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων διαμορφώθηκε σε -10,9% στο τέλος Μαρτίου 2016 από -7,6% στο τέλος Δεκεμβρίου 2015. Φαίνεται συνεπώς ότι η εκτίμηση που είχε εκφραστεί στην τρίτη έκθεση για το 2015 ότι: «Είναι συνεπώς πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί εάν πράγματι το τρίτο τρίμηνο του 2015 αποτελεί σημείο καμπής για τις επιχειρηματικές προσδοκίες» ήταν ορθή. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι παρατηρείται βελτίωση σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2015. Η απαισιοδοξία έγινε εντονότερη όσον αφορά όλους τους συντελεστές, με την εξαίρεση του ανθρώπινου δυναμικού όπου παρατηρείται βελτίωση.
Η εικόνα όσον αφορά τα προσκόμματα στην επιχειρηματική δράση παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη μεταξύ Δεκεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016. Οι δύο κυριότερες δυσκολίες συνδέονται με τη φορολογία. Η μεταβλητότητα του φορολογικού συστήματος εξακολουθεί να είναι ο κυριότερος ανασχετικός παράγοντας και ακολουθεί με ίσο σχεδόν σκορ η υψηλή φορολογία. Τρίτος σε σημασία παράγοντας είναι η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Τις υπόλοιπες θέσεις στην πρώτη πεντάδα έχουν η ασυνέχεια που εμφανίζεται στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και οι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση. Όλοι οι παράγοντες αυτοί είχαν σκορ μεγαλύτερο του 4,0 σε κλίμακα από 1,0 έως 5,0. Μεγαλύτερο του 4,0 σκορ είχε και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Από την άλλη πλευρά, μερικοί παράγοντες όπως οι ελλείψεις σε καταλλήλως εκπαιδευμένο προσωπικό και τα εμπόδια εισόδου επιχειρήσεων σε διάφορες αγορές εξακολουθούν να μη δημιουργούν σημαντικές δυσκολίες στην επιχειρηματική δράση και ως αποτέλεσμα είχαν σκορ χαμηλότερο του 3,0.
Η πρόταση του ΣΕΣΜΑ για τη διαχείριση από τις τράπεζες των «κόκκινων δανείων»
Τη θέση του ΣΕΣΜΑ αναφορικά με τη διαχείριση από τις τράπεζες των προβληματικών δανείων παρουσίασε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Γεώργιος Ραουνάς. Όπως τόνισε αναγκαία κρίνεται η διαφοροποίηση της αντιμετώπισης ανά είδος χαρτοφυλακίου και συγκεκριμένα πρότεινε για τις μεγάλες επιχειρήσεις τη δημιουργία κοινού φορέα διαχείρισης για το σύνολο των τραπεζών, με τη σύμπραξη του δημοσίου και την υποστήριξη σε τεχνογνωσία από μεγάλο εξειδικευμένο οίκο διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων. Στα πλεονεκτήματα της προσέγγισης αυτής περιλαμβάνεται η αποτελεσματική διαχείριση κοινοπρακτικών δανείων, η αντιμετώπιση της πολυ-διασπασμένης αγοράς, η συγκέντρωση γύρω από «industry champions» και η αποφυγή αφελληνισμού κλάδων.
Τα στεγαστικά δάνεια θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον κ. Ραουνά, να παραμείνουν για εσωτερική διαχείριση στις τράπεζα, που όμως προτείνεται να προβούν σε αναπροσαρμογή υπολοίπων σε τρέχουσες αξίες με ταυτόχρονο χρονικό επανακαθορισμό της διάρκειάς τους. Στα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης περιλαμβάνεται η προστασία της κτηματαγοράς, η άρση αιτιάσεων «στρατηγικών κακοπληρωτών» και η αποφυγή πώλησης σε εξαιρετικά χαμηλή αξία.
Σε ό,τι αφορά στα καταναλωτικά δάνεια, θα μπορούσαν και αυτά να παραμείνουν για εσωτερική διαχείριση στις τράπεζες με απαραίτητη προϋπόθεση την παροχή δυνατότητας/ανοχής για τη διαπραγμάτευση της τακτοποίησης οφειλής έναντι καταβολής μέρους του υπολοίπου ανάλογα με τη δυνατότητα του δανειολήπτη. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας τα δάνεια προτείνεται να πωληθούν με χαμηλή απόδοση σε εξειδικευμένους οίκους.
Τέλος, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο ΣΕΣΜΑ προτείνει με προϋπόθεση την ανάγκη εύρεσης χρηματοδοτικών πόρων και την επάρκεια προβλέψεων, την ανάθεση της διαχείρισης σε σχήματα τα οποία θα αδειοδοτηθούν και εκτιμάται ότι θα είναι μικρότερου μεγέθους και εγχώρια. Εναλλακτικά και ανάλογα με την ύπαρξη ή μη εξασφαλίσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί η προαναφερθείσα προσέγγιση για τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια.