Ο «πόλεμος» των 13 δισ. ευρώ

Ο «πόλεμος» των 13 δισ. ευρώ

Η εποχή που οι αµερικανικές εταιρείες έβλεπαν την Ευρώπη ως µία «Γη φορολογικής επαγγελίας» έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Όταν µια χώρα καλείται να εισπράξει σχεδόν το 5% του ΑΕΠ της, ήτοι 13 δισεκατοµµύρια ευρώ, από µία και µοναδική εταιρεία, τότε τα πράγµατα µάλλον δείχνουν εξαιρετικά σοβαρά – ιδιαίτερα εάν η χώρα αυτή είναι η Ιρλανδία και η επιχείρηση που καλείται να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη είναι η αµερικανική Apple. Στο σηµείο, όµως, αυτό το τυπικό σκέλος της ιστορίας τελειώνει και τη θέση του παίρνει ένα παιχνίδι εξουσίας, το οποίο κρύβει µέσα του τη διαµάχη για την «ψυχή» της ενοποιηµένης αγοράς και το «στέµµα» της πολιτικής ειρήνης στην Ευρώπη.

gettyimages543722644
Margrethe Vestager

Τον περασµένο Αύγουστο η επίτροπος για θέµατα Ανταγωνισµού Margrethe Vestager ανακοίνωσε την απόφαση να «τιµωρήσει» την Apple µε ένα τεράστιο πρόστιµο εξαιτίας της πολιτικής φοροαποφυγής στην Ιρλανδία, επικαλούµενη τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί παράνοµων κρατικών ενισχύσεων. Με βάση το σκεπτικό της Κοµισιόν, η Apple πλήρωνε 50 ευρώ για κάθε εκατοµµύριο που κέρδιζε από τις διεθνείς δραστηριότητές της το 2014, επειδή περνούσε, µέσω Ιρλανδίας, τη συντριπτική πλειονότητα των κερδών της σε µια δεύτερη «εταιρεία χωρίς κράτος», απολαµβάνοντας σχεδόν µηδενική φορολόγηση για δέκα συνολικά έτη. Η απάντηση του Tim Cook ήταν άµεση και ιδιαίτερα σκληρή. Χαρακτηρίζοντας την απόφαση της Eπιτροπής «πολιτικές αηδίες», στέλνει µετά τα άσχηµα νέα µια ανοιχτή επιστολή προς τους πελάτες της Apple. Σ’ αυτήν υπενθύµισε την πολύχρονη παρουσία της εταιρείας στην πόλη Κορκ και τους χιλιάδες εργαζοµένους της στη χώρα, αναφέροντας, µάλιστα, ότι «η πλέον προφανής επίπτωση αυτής της απόφασης θα φανεί στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη». Το Fortune ζήτησε από την Apple να εξηγήσει την τοποθέτηση αυτή, αλλά η εταιρεία δεν απάντησε.

Η επόµενη αντίδραση ήρθε από την Ιρλανδία, καθώς η κυβέρνησή της επέλεξε να προσφύγει κατά της απόφασης της Κοµισιόν. «Επίσηµη θέση της Ιρλανδίας παραµένει το γεγονός ότι έχει πληρωθεί το ποσό των φόρων σ’ αυτή την περίπτωση και ότι η χώρα δεν παρείχε καµία κρατική ενίσχυση» ήταν η απάντηση του υπουργείου Οικονοµικών της Ιρλανδίας στο Fortune.

«Η προσφυγή αυτή έχει πολύ ισχυρό νόηµα. Ολόκληρο το µοντέλο του φορολογικού συστήµατος της χώρας για τις πολυεθνικές είναι δοµηµένο µ’ αυτόν τον τρόπο, και η απόφαση για την Apple το απειλεί ευθέως. Είναι απολύτως αφοσιωµένοι σ’ αυτό το µοντέλο και δεν έχουν άλλη επιλογή» υποστηρίζει ο συγγραφέας και µέλος του Jax Justice Network, Nicholas Shaxson. Σύµφωνα µε τον Shaxson, η διαδικασία διευκόλυνσης των ιρλανδικών Aρχών προς µια µεγάλη πολυεθνική εταιρεία δεν αποτυπώνεται συνήθως στο χαρτί, αλλά αποτελεί περισσότερο µια «συµφωνία κυρίων». Από την πλευρά του, το υπουργείο Οικονοµικών της Ιρλανδίας σχολιάζει τις φήµες περί µυστικών συµφωνιών, απαντώντας στο Fortune ότι «η χώρα δεν παρείχε ποτέ κάποια ευνοϊκή φορολογική µεταχείριση στην Apple. Άλλωστε, η Ιρλανδία δεν συνάπτει ειδικές συµφωνίες µε κανέναν φορολογούµενο».

Πολιτική επιλογή ή απλή τήρηση των κανόνων;

Κατά τον Tim Cook, η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική παρέµβαση – θέση µε την οποία συµφωνεί και ο Αµερικανός υπουργός Οικονοµικών Jack Lew, ο οποίος, µετά τη γνωστοποίηση της υπόθεσης, έκανε λόγο για επίθεση των ευρωπαϊκών Aρχών κατά των αµερικανικών εταιρειών.

«Η ατζέντα της Επιτροπής δεν ενεπλάκη σε κανένα είδος πολιτικής εκµετάλλευσης. Όλα όσα µας αφορούν ελέγχονται αποκλειστικά από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» απαντά µέσω του Fortune, διά της εκπροσώπου της, η Margrethe Vestager. Σύµφωνα µε όσα υποστηρίζει η επίτροπος, οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν στη συγκεκριµένη περίπτωση βασίζονται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, οι οποίοι ισχύουν από το 1958. «Οι αποφάσεις περί ανταγωνισµού βασίζονται αποκλειστικά στα γεγονότα και τον νόµο. Εποµένως, οι πρακτικές µας στηρίζονται σε κάτι θεµελιώδες, το οποίο µάλιστα, ισχύει εδώ και αρκετά χρόνια» σηµειώνει η Επιτροπή.

«Η τήρηση των κανόνων είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα µετά την παγκόσµια οικονοµική κρίση. Ο κόσµος είναι περισσότερο οργισµένος από ποτέ» σηµειώνει ο Nicholas Shaxson. Την άποψη του συγγραφέα του βιβλίου Offshore – Τα νησιά των θησαυρών επιβεβαιώνει στην πρόσφατη ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου και της Παγκόσµιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον ο Wolfgang Schäuble. Μιλώντας σε πάνελ στο πλαίσιο της συνόδου, ο Γερµανός υπουργός Οικονοµικών σηµείωσε ότι «ο κόσµος εµπιστεύεται όλο και λιγότερο την ελίτ του. Δεν εµπιστεύονται ούτε τους οικονοµικούς ούτε τους πολιτικούς ηγέτες τους». Οι λαϊκιστές, που προωθούν την αντιευρωπαϊκή ατζέντα τους, εκµεταλλεύονται αυτήν την κατάσταση, η οποία προδικάζει µια νέα εσωτερική διαµάχη για τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει µιλώντας στο Fortune ο Γερµανός ευρωβουλευτής των Πρασίνων Sven Giegold.

Sven Giegold
Sven Giegold
Sven Giegold

Ο κίνδυνος ανατροπής µιας ολόκληρης βιοµηχανίας

Με βάση τις προαναγγελίες της Apple και της Ιρλανδίας, η δικαστική διαµάχη αναµένεται να διαρκέσει χρόνια. Όπως δήλωσε στο Fortune ο εκπρόσωπος του ιρλανδικού υπουργείου Οικονοµικών, η υπόθεση είναι εξαιρετικά µπερδεµένη όσον αφορά το πρόστιµο. Κι αυτό διότι δεν βασίζεται µόνο σε απευθείας κοινοτικές παρεµβάσεις στη φορολογική νοµοθεσία της χώρας, αλλά και στο γεγονός ότι, εάν άλλες χώρες θεωρήσουν ότι θίγονται από τα φοροδιαφεύγοντα κέρδη, θα διεκδικήσουν µερίδιο από τα 13 δισεκατοµµύρια ευρώ.

Σύµφωνα µε τις δύο κυριότερες απόψεις για τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει αν όντως η θέση της Κοµισιόν για αποκλειστική εξασφάλιση της φοροαποφυγής για την Apple ήταν προϊόν παράνοµης συµφωνίας της χώρας µε την εταιρεία ή εάν η πλουσιότερη επιχείρηση στον κόσµο καταφέρει να πείσει ότι δεν φέρει καµία ευθύνη για τις ιρλανδικές πρακτικές και πως το ίδιο το πρόστιµο έχει βασιστεί πάνω σε θολούς υπολογισµούς, οι οποίοι µπορεί να ανατραπούν. Όµως, στην ουσία, οι δικαστές καλούνται να κρίνουν αν αυτό το µοντέλο της ελεύθερης επιλογής φορολογικών κανόνων θα περιχαρακωθεί µε ενιαίες πολιτικές, που θα παύσουν να νοµιµοποιούν τέτοιου είδους πρακτικές ή θα επιτρέψουν στις ακραίες φωνές να επιχειρηµατολογούν περί µιας Ευρώπης η οποία από τη µία κηρύττει τη νοµιµότητα ενώ από την άλλη στέκει αµέτοχη µπροστά στις εξελίξεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, στην περίπτωση που η υπόθεση κλείσει ευνοϊκά για την Κοµισιόν, τότε θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για δεκάδες αµερικανικές εταιρείες. Σύµφωνα µε έρευνα του Reuters το 2013, το 74% από τις 50 µεγαλύτερες αµερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις χρησιµοποιούν την ίδια πρακτική µε την Apple. Όπως αναφέρεται στη συγκεκριµένη έρευνα, κεντρική αρχή αυτού του συστήµατος είναι ότι οι εταιρείες δεν φορολογούνται µε τους συντελεστές των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται, αλλά ανάλογα µε το πού πραγµατοποιούν τις τελικές συµφωνίες µε τους πελάτες. «Σύµφωνα µ’ αυτό το µοντέλο, µια εταιρεία φορολογείται µε µηδενικό συντελεστή για κέρδη τα οποία έβγαλε, για παράδειγµα, από τους Έλληνες καταναλωτές» υποστηρίζει ο ευρωβουλευτής Sven Giegold.

Βασιζόµενη σ’ αυτό το σκεπτικό, η Κοµισιόν και η επίτροπος Vestager άρχισαν να δείχνουν τα «δόντια» τους από τη στιγµή που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους. Το 2014 η Επιτροπή καταδίκασε την Google και την Gazprom για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Το 2015 η Starbucks υποχρεώθηκε να πληρώσει στις ολλανδικές Αρχές φόρους οι οποίοι φτάνουν τα 30 εκατοµµύρια δολάρια και η Fiat να αποδώσει το ίδιο περίπου ποσό στις Αρχές του Λουξεµβούργου. Λίγο αργότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε ότι 35 πολυεθνικές µε παραρτήµατα στο Βέλγιο τιµωρήθηκαν µε πρόστιµο ύψους 700 εκατοµµυρίων ευρώ, καθώς χρησιµοποίησαν µια τεχνική µεταφοράς των κερδών τους σε µια «εταιρεία χωρίς κράτος», υπό εξαιρετικά ευνοϊκούς φορολογικούς όρους. «Το υπάρχον διεθνές φορολογικό σύστηµα συµπεριφέρεται σε κάθε παράρτηµα σαν να πρόκειται για µια ξεχωριστή εταιρεία» εξηγεί ο Nicholas Shaxson. Στη λίστα της Vestager υπάρχουν κι άλλοι αµερικανικοί, κυρίως, κολοσσοί. Η McDonald’s βρίσκεται στο στόχαστρο για πιθανή φοροδιαφυγή µέσω των συµφωνιών της µε το Λουξεµβούργο για τη µη καταβολή δικαιωµάτων εκµετάλλευσης από το 2009. Επιπλέον, κατά την Κοµισιόν, η Google εξακολουθεί να είναι υπόλογη για κατάχρηση της κυρίαρχης θέσης της στη διαδικτυακή αγορά έναντι των ανταγωνιστών της, ενώ και η Facebook αντιµετωπίζει πολύ σηµαντικά ζητήµατα σχετικά µε την παραβίαση προσωπικών δεδοµένων µετά την εξαγορά του WhatsApp.

Πραγµατική ανησυχία ή πολιτικός εντυπωσιασµός; Κοινό παρoνοµαστή των µεγαλύτερων υποθέσεων που απασχόλησαν τα δύο τελευταία χρόνια την Κοµισιόν αποτελούν οι αντιδράσεις των εµπλεκόµενων κρατών-µελών. Στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεµβούργου, οι κυβερνήσεις αποφάσισαν να προσφύγουν ενάντια στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιστροφή δεκάδων εκατοµµυρίων ευρώ από απλήρωτους φόρους – πρακτική την οποία εκµεταλλεύονται ακραία κόµµατα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε να προωθήσουν τη δική τους αντιευρωπαϊκή ρητορεία.

Κατά τον Nicholas Shaxson, αυτή η πρακτική βρήκε ευήκοα ώτα και στην περίπτωση του βρετανικού δηµοψηφίσµατος, µε τον διαχωρισµό όµως της θέσης από την ιδέα περί µιας ευρύτερης διαµάχης µεταξύ κρατών. «Θεωρώ ότι είναι λάθος να το δούµε µε γεωγραφικούς όρους. Αυτό δεν είναι παρά µια µάχη µεταξύ των µεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των απλών φορολογούµενων και καταναλωτών. Κατά κάποιον τρόπο είναι µια παλιά διαµάχη µεταξύ πολυεθνικών και δηµοκρατίας. Αυτό είναι απλώς ένα πρόσφατο στάδιο το οποίο τυγχάνει να περιλαµβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Γιατί η Ευρώπη χρειάστηκε τόσα χρόνια προκειµενου να βρει µια λύση; Ένα εύλογο ερώτηµα που προέκυψε µετά την επιθετική φορολογική πολιτική της Vestager, είναι «γιατί τώρα;». Τι ήταν αυτό που άλλαξε µετά το 2014, όταν η Επιτροπή ανέλαβε τα καθήκοντά της; Κατά την εκπρόσωπο της επιτρόπου, «δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα». Ωστόσο, ο έµπειρος ευρωβουλευτής των Πρασίνων Sven Giegold καταγγέλλει κάτι εξαιρετικά σοβαρό: «Στο τέλος της πρώτη θητείας Barroso υπήρχε ήδη ένα τµήµα στην Επιτροπή το οποίο εργαζόταν πάνω στη δηµιουργία ενός επιθετικού σχεδίου φορολόγησης και ελέγχου παραβίασης των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Αυτό το τµήµα έκλεισε το 2010 µε απόφαση στην οποία εµπλέκεται η πρώην επίτροπος Ανταγωνισµού Neelie Kroes – κάτι που οδήγησε σε πέντε χαµένα χρόνια».

Η Neelie Kroes διετέλεσε για ένα διάστηµα επίτροπος για θέµατα Ανταγωνισµού υπό τον José Manuel Barroso. Λίγο καιρό µετά τη θητεία της και ως επικεφαλής της ψηφιακής πολιτικής της Επιτροπής, άρχισε να εργάζεται για την Uber – απασχόληση την οποία υπενθύµισε µε εξαιρετικά καυστικό τρόπο σε µια συνέντευξη Τύπου ο εκπρόσωπος του Jean-Claude Juncker, Μαργαρίτης Σχοινάς, κληθείς να σχολιάσει την αντίθεση της πρώην επιτρόπου στην απόφαση για την Apple. Πρόσφατα, δηµοσίευµα της γερµανικής Süddeutsche Zeitung αποκάλυψε ότι η Kroes υπήρξε παράλληλα µε τη θητεία της στην Επιτροπή διευθύντρια της υπεράκτιας Mint Holdings Limited, µε έδρα στις Μπαχάµες. Στοιχεία τα οποία προέκυψαν από τη µελέτη των λεγόµενων Panama Papers.

Απευθυνόµενος στον τότε επίτροπο Ανταγωνισµού Joaquin Almunia για να λάβει εξηγήσεις για την κατάργηση του Tµήµατος Eρευνών της Επιτροπής Ανταγωνισµού, ο Giegold υποστηρίζει ότι δεν πήρε κάποια πειστική απάντηση. Τελικά, όπως σηµειώνει ο ίδιος, η νέα οµάδα που θα διερευνούσε το ενδεχόµενο παραβίασης της κοινοτικής νοµοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων συστάθηκε και πάλι το 2013, αρχίζοντας τις έρευνες από την αρχή.

Με ένα τοπίο εξαιρετικά θολό, όπου η πρόσφατη επιλογή του Barroso να εργαστεί για λογαριασµό της Goldman Sachs προκάλεσε την οργή του διαδόχου του, Jean-Claude Juncker, η νέα πολιτική ηγεσία της Ευρώπης οφείλει να δώσει µεν τα κίνητρα στις πολυεθνικές να συνεχίσουν να επενδύουν στην ευρωπαϊκή αγορά, χωρίς, όµως, αυτό να αναγκάζει τους Ευρωπαίους αξιωµατούχους να πελαγοδροµούν πατώντας ασταθώς σε δύο βάρκες εν µέσω δοµικών τρικυµιών που απειλούν τη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Νοεμβρίου που κυκλοφορεί στα περίπτερα.