Tα «κόκκινα» δάνεια κρίνουν την επόμενη μέρα των τραπεζών
- 20/11/2016, 12:00
- SHARE
Το µεγάλο στοίχηµα της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης, το «βουνό» των µη εξυπηρετούµενων δανείων και η εικόνα καταστροφής που δύσκολα ανατρέπεται.
Του Γιάννη Παπαδογιάννη
Ο βαθµός επιτυχίας της αντιµετώπισης του δυσεπίλυτου προβλήµατος των «κόκκινων» δανείων θα καθορίσει την επόµενη ηµέρα όχι µόνο του τραπεζικού συστήµατος, αλλά και ευρύτερα της εγχώριας οικονοµίας. Οι τράπεζες θα πρέπει πάση θυσία να περιορίσουν δραστικά το «βουνό» των µη εξυπηρετούµενων δανείων, που σήµερα ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ, προκειµένου να µπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να βαδίσουν στη µετά την κρίση εποχή.
Αν και σήµερα, µετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, εµφανίζουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 15% (από τους υψηλότερους στην Ευρώπη), εάν δεν ανακοπεί η ανοδική πορεία των µη εξυπηρετούµενων, τα νέα κεφάλαια θα «καούν» σε προβλέψεις και οι τράπεζες θα µπουν σε περιπέτειες. Και δεν θα είναι η πρώτη φορά.
Είχαν προηγηθεί ακόµα δύο ανακεφαλαιοποιήσεις κατά τις οποίες οι τράπεζες ενισχύθηκαν, άµεσα και έµµεσα, µε 45 δισεκατοµµύρια ευρώ το 2013 και επιπλέον δέκα δισεκατοµµύρια ευρώ το 2014 – κεφάλαια που, όµως, έγιναν «καπνός», λόγω της αναζωπύρωσης της κρίσης το 2015, που έφερε την Ελλάδα ένα βήµα πριν από τον εξοστρακισµό της από την ευρωζώνη και οδήγησε στην επιβολή κεφαλαιακών περιορισµών. Κάπως έτσι, µε τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα σε καθεστώς επιλεκτικής χρεοκοπίας και τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, υποχρεώθηκαν σε νέα –την τρίτη κατά σειρά– ανακεφαλαιοποίηση. Οι νέες αυξήσεις κεφαλαίου ολοκληρώθηκαν τον χειµώνα του 2015 και οι τράπεζες ενισχύθηκαν µε κεφάλαια ύψους 12,5 δισεκατοµµυρίων ευρώ, το µεγαλύτερο µέρος των οποίων (περίπου επτά δισεκατοµµύρια ευρώ) καλύφθηκε από ιδιώτες επενδυτές – κυρίως ξένα χαρτοφυλάκια. Συνολικά το ελληνικό τραπεζικό σύστηµα στην περίοδο 2013 – 2015 ενισχύθηκε µε κεφάλαια περί τα 65 δισεκατοµµύρια ευρώ!
Το µεγάλο στοίχηµα είναι αν τα 12,5 δισεκατοµµύρια ευρώ της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης θα είναι τα τελευταία κεφάλαια στον βωµό της κρίσης ή αν θα απαιτηθούν και νέα κεφάλαια, «στοίχηµα» που θα κριθεί από το πόσο αποτελεσµατικά οι τράπεζες θα αντιµετωπίσουν το µέγα ζήτηµα των «κόκκινων» δανείων.
Ο επίτιµος πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς Μιχάλης Σάλλας µιλώντας στο Fortune υπογράµµισε τις σοβαρές προεκτάσεις σε κοινωνικό, οικονοµικό και πολιτικό επίπεδο που συνδέονται µε το ζήτηµα των «κόκκινων» δανείων. Συγκεκριµένα σηµείωσε ότι τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια αποτελούν πλέον ένα χρόνιο, πολύ µεγάλο πρόβληµα, που προκλήθηκε κυρίως λόγω της πολυετούς ύφεσης, και το οποίο δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί βεβιασµένα και µε όρους λογιστικής διευθέτησης. Δεν πρέπει να υποτιµούµε, προσθέτει, την οικονοµική κατάσταση της χώρας, όπου µέσα σε λίγα χρόνια χάθηκε περίπου το 30% του ΑΕΠ, 1,5 εκατοµµύριο πολίτες έχασαν την εργασία τους και η περιουσία των Ελλήνων αποµειώθηκε κατά ένα –και πλέον– τρισεκατοµµύριο ευρώ.
«Πεποίθησή µου», τονίζει ο Μιχάλης Σάλλας, «είναι ότι οι πλειστηριασµοί κατοικιών οδηγούν σε σοβαρά δυσµενέστερη θέση όλα τα µέρη. Θα πρέπει να σκεφτούµε λύσεις που θα είναι παραγωγικές για τις τράπεζες, για τους πελάτες τους και, κατ’ επέκταση, για την εγχώρια οικονοµία».
Tο µεγάλο στοίχηµα και οι «κακοπληρωτές»
Στελέχη τραπεζών αναγνωρίζουν ότι, εάν το πρόβληµα των µη εξυπηρετούµενων δανείων δεν αντιµετωπιστεί µε ταχύτητα και αποτελεσµατικά, τότε οι τράπεζες θα βρεθούν, µε µαθηµατική ακρίβεια, σε αδιέξοδο, κάτι που θα είχε πολλαπλές επιπτώσεις.
Ωστόσο, προς το παρόν, οι διοικήσεις αισιοδοξούν. Σηµειώνουν ότι το τρίτο πρόγραµµα διάσωσης έχει υπερψηφιστεί από τη µεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών κοµµάτων, εξασφαλίζει σταθερότητα (που είναι προϋπόθεση για τη βελτίωση της οικονοµίας), ενώ το νοµικό πλαίσιο έχει εκσυγχρονιστεί και εµπλουτιστεί µε νέα «εργαλεία», δίνοντας µεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων στις τράπεζες.
Επιπλέον, εκτιµάται ότι σηµαντικό κοµµάτι από όσους χρωστούν αποτελείται από «στρατηγικούς κακοπληρωτές», δηλαδή δανειολήπτες που, ενώ µπορούν, δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Οι τράπεζες εκτιµούν ότι το 20% των µη εξυπηρετούµενων δανείων, δηλαδή δάνεια 20 δισεκατοµµυρίων ευρώ, αφορά «στρατηγικούς κακοπληρωτές», οι οποίοι µπορούν να αντιµετωπιστούν σχετικά εύκολα.
Σηµειώνεται ότι οι διοικήσεις έχουν δεσµευτεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισµό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (SSM) ότι µέχρι το τέλος του 2019 θα µειώσουν το ύψος των µη εξυπηρετούµενων δανείων, από 100 δισεκατοµµύρια ευρώ, σε τουλάχιστον 60 δισεκατοµµύρια ευρώ. Ωστόσο, η µεγάλη πρόκληση για το τραπεζικό σύστηµα µακροπρόθεσµα είναι αλλού: πώς τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που κατά τη διάρκεια της κρίσης βρέθηκαν στο «κόκκινο» θα µπορέσουν να θεραπευτούν, να αναµορφωθούν και σε εύλογο διάστηµα να αποκτήσουν και πάλι πρόσβαση σε τραπεζική χρηµατοδότηση. Είναι µάταιο να µιλάµε για βιώσιµη ανάκαµψη, εάν ο µισός ενεργός πληθυσµός παραµείνει αποκλεισµένος από τη χορήγηση πιστώσεων λόγω των προβληµάτων που εµφάνισε στα χρόνια της κρίσης.
Eικόνα καταστροφής
Ακόµα και στο καλύτερο σενάριο, εάν οι τράπεζες καταφέρουν να αντιµετωπίσουν µε επιτυχία τα «κόκκινα» δάνεια και η οικονοµία επιστρέψει σε ισχυρή ανοδική πορεία, οι επιπτώσεις της κρίσης είναι δραµατικές και µη αναστρέψιµες.
Η σύγκριση της τρέχουσας κατάστασης των τραπεζών σε σχέση µε την προ κρίσης διάρθρωση του κλάδου, όπως διαµορφωνόταν το 2008, παραπέµπει σε Βατερλό, καθώς δεκάδες τράπεζες έχουν «σβήσει» από τον χάρτη, δάνεια και καταθέσεις έχουν µειωθεί στο µισό, έχουν χαθεί πάνω από 45.000 θέσεις εργασίας, το δίκτυο καταστηµάτων έχει περιοριστεί κατά 3.500 σηµεία και έχουν καταργηθεί περισσότερα από 2.000 ΑΤΜs.
Η κρίση εξαφάνισε ορισµένα από τα παλαιότερα τραπεζικά ιδρύµατα της χώρας, όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο, η Εµπορική Τράπεζα, η Γενική Τράπεζα, καθώς και τράπεζες που δηµιουργήθηκαν στις ηµέρες της ευφορίας της δεκαετίας του 2000 (Probank, Proton, Aspis, Marfin – Εγνατία και FBB).
Επίσης, τερµάτισε η επέκταση της πορτογαλικής Millenium Bank αλλά και της Τράπεζας Κύπρου στη χώρα µας. Από τις 19 τράπεζες, διέκοψαν τη λειτουργία τους οι 12, ενώ από τις 22 ξένες τράπεζες που διατηρούσαν παρουσία στην Ελλάδα, µέσω υποκαταστηµάτων ή αντιπροσώπων, έχουν αποµείνει µόλις τέσσερις!
Η εικόνα καταστροφής του τραπεζικού συστήµατος αποτυπώνεται στην εξέλιξη των καταθέσεων και των δανείων. Από τα επίπεδα των 240 δισεκατοµµυρίων ευρώ που διαµορφώνονταν οι καταθέσεις το 2009, σήµερα έχουν συρρικνωθεί στα 124 δισεκατοµµύρια ευρώ! Το υπόλοιπο δανείων διαµορφώνεται µεν στα 199 δισεκατοµµύρια ευρώ, θεωρητικά µειωµένο κατά 45 δισεκατοµµύρια από το επίπεδο του 2009, όµως η µείωση είναι πολύ µεγαλύτερη. Από τα περίπου 200 δισεκατοµµύρια ευρώ, που είναι το υπόλοιπο δανείων, τα 100 δισεκατοµµύρια ευρώ δεν εξυπηρετούνται! Έτσι, η εικόνα των τραπεζών είναι ότι διαθέτουν καταθέσεις κάτι παραπάνω από 120 δισεκατοµµύρια ευρώ και εξυπηρετούµενα δάνεια άνω των 100 δισεκατοµµύρια ευρώ – νούµερα µειωµένα κατά 50%, σε σχέση µε τα υπόλοιπα του 2008.
Παρά τη δραµατική συρρίκνωση του κλάδου, οι περικοπές θα έχουν συνέχεια, καθώς µέχρι το τέλος του 2017 οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν µειώσει το προσωπικό τους κατά 4.300 άτοµα. Ο νέος γύρος περιστολής δαπανών, µε µείωση προσωπικού, καταστηµάτων και άλλων λειτουργικών δαπανών των τραπεζών γίνεται στο πλαίσιο των σχεδίων αναδιάρθρωσης που έχουν συµφωνήσει οι διοικήσεις µε τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισµού της Κοµισιόν µετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.
Bαλκάνια τέλος
Η κρίση ενταφίασε και τις διεθνείς φιλοδοξίες των τραπεζών. Στο τέλος του 2007 τα εγχώρια χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα είχαν παρουσία σε 15 χώρες (πέραν της Ελλάδας), διατηρώντας στον έλεγχό τους ένα δίκτυο καταστηµάτων που αριθµούσε τα 3.500 σηµεία και απασχολούσαν πάνω από 42.000 εργαζοµένους!
Το ενεργητικό τους στο εξωτερικό ανερχόταν στα 90 δισεκατοµµύρια ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις δανείων ξεπερνούσαν τα 60 δισεκατοµµύρια ευρώ. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες, από µια βάση 10 εκατοµµυρίων κατοίκων µε ετήσιο ΑΕΠ, τότε, της τάξης των 210 δισεκατοµµυρίων ευρώ, αναδείχθηκαν σε αξιόλογο περιφερειακό «παίκτη», έχοντας σηµαντική παρουσία σε µια εκτεταµένη περιοχή, που οριοθετούνταν βόρεια από την Ουκρανία και την Πολωνία, περιλαµβάνοντας σχεδόν όλες τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και την Τουρκία, µε νότιο σύνορο την Αίγυπτο. Η δυνητική αγορά των νέων χωρών αριθµούσε σχεδόν 300 εκατοµµύρια κατοίκους µε ΑΕΠ 3,4 τρισεκατοµµύρια ευρώ. Δηλαδή, την τότε ελληνική οικονοµία επί 16 φορές, καλλιεργώντας µεγάλες προσδοκίες για το µέλλον!
Όλα αυτά µοιάζουν σήµερα µε µακρινό όνειρο. Το χαρτοφυλάκιο δανείων στο εξωτερικό από το επίπεδο των 60 δισεκατοµµυρίων ευρώ έχει περιοριστεί στα 27,4 δισεκατοµµύρια ευρώ, παρουσιάζοντας µείωση κατά 54%. Η µεγάλη αυτή µείωση οφείλεται στην αποχώρηση των εγχώριων τραπεζών από τις αγορές της Τουρκίας και της Πολωνίας, που αντιπροσώπευαν το 36% της διεθνούς τους παρουσίας, αλλά και στη µείωση κατά 21% του υπολοίπου δανείων στις χώρες που διατηρούν παρουσία. Και έπεται συνέχεια. Οι τράπεζες είναι υποχρεωµένες να προχωρήσουν σε περαιτέρω σηµαντική µείωση των διεθνών τους δραστηριοτήτων – ειδικά η Πειραιώς και η Εθνική, που έλαβαν τη µεγαλύτερη κρατική βοήθεια, στο πλαίσιο της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης. Σηµειώνεται ότι η µείωση των διεθνών δραστηριοτήτων αποτελούσε προϋπόθεση για την έγκριση των σχεδίων αναδιάρθρωσης και τη λήψη της κρατικής βοήθειας.
«Εποµένως», σηµειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, «οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών αναµένεται να διαδραµατίσουν εφεξής ελάσσονα ρόλο στη διαµόρφωση των συνολικών τους µεγεθών».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Νοεμβρίου που κυκλοφορεί