«Πόρτα» στην Αχτσιόγλου για τα εργασιακά από τους θεσμούς
- 14/12/2016, 09:28
- SHARE
Πλέον, η υπουργός Εργασίας έχει «απέναντί» της εκτός από το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Όχι μόνο το ΔΝΤ αλλά και τους Ευρωπαίους έχει απέναντι της η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, όσον αφορά το βασικό αίτημά της για συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό επίπεδο.
Έτσι και η έσχατη κυβερνητική “κόκκινη γραμμή”, δηλαδή η επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων (και στα μη μέλη των εργοδοτικών ενώσεων) και της αρχής της ευνοϊκότερης αντιμετώπισης των εργαζομένων (δηλαδή η μη υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών) βρίσκεται στον “αέρα”.
Η ίδια από την πλευρά της σημείωσε πως «οι εκπρόσωποι της Κομισιόν στις αίθουσες του Χίλτον, είναι διστακτικοί να υποστηρίξουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο απέναντι στο ΔΝΤ». Υπό αυτές τις συνθήκες, μόνο τυχαίο δεν φαίνεται είναι το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα οριστεί συνάντηση μεταξύ της Ε. Αχτσιόγλου και των ανωτάτων κλιμακίων των θεσμών, αν και αυτά βρίσκονται για τρίτη μέρα στην Αθήνα.
Η απόσταση μεταξύ της υπουργού Εργασίας και των ευρωπαϊκών θεσμών (και όχι μόνο με το ΔΝΤ, όπως συνεχώς υπενθυμίζει η ελληνική πλευρά) δεν είναι νέο.
Σήμερα, αναμένεται να υπάρξει άλλη μία ευκαιρία οριοθέτησης εν γένει της ευρωπαϊκής πλευράς σε σχέση με το νέο Εργασιακό, δεδομένου ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπενθυμίζεται πάντως πως θέση της διεθνούς επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, στο πόρισμα το οποίο παρέδωσαν στους θεσμούς και στην κυβέρνηση τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι πως ναι μεν πρέπει να έχουν καθολική ισχύ οι κλαδικές συμβάσεις, αλλά πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα απόκλισης σε επιχειρησιακό επίπεδο (αρκεί αυτή να συμφωνείται μέσα από μία συλλογική σύμβαση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων), εφόσον μία επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.
Συνεπώς, οι εμπειρογνώμονες στους οποίους ανέθεσαν οι θεσμοί και η κυβέρνηση να καταλήξουν σε ένα πόρισμα –οδηγό για τις επικείμενες αλλαγές στο Εργασιακό, δέχονται την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά όχι την καθολική ισχύ –δηλαδή χωρίς καμία εξαίρεση- της αρχής της ευνοϊκότερης αντιμετώπισης των εργαζομένων.