Οι ιχθυοκαλλιέργειες και ο εφιάλτης της σταφίδας

Οι ιχθυοκαλλιέργειες και ο εφιάλτης της σταφίδας

Πως και γιατί ο πλέον εξαγωγικός κλάδος της πρωτογενούς οικονομίας της Ελλάδας κινδυνεύει να γίνει μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία.

«Από το 1909 είχε να εμφανισθεί ελληνική πρωτοκαθεδρία στον πρωτογενή τομέα όταν η ελληνική σταφίδα κυριαρχούσε σε όλο τον πλανήτη. Μία πρωτοκαθεδρία που κράτησε περίπου 15 χρόνια. Σήμερα αυτό το επιτυγχάνουν οι ιχθυοκαλλιέργειες, θα αφήσουμε να χαθεί αυτή η ιστορική στιγμή; Θα κοιτάμε τι έγινε στο παρελθόν; Ή θα αντιληφθούμε την εθνική σημασία της υπόθεσης και θα κοιτάξουμε μπροστά». Με την παρέμβαση αυτή ο Πρόεδρος της Σελόντα, Βασίλης Στεφανής, κατά την ενημέρωση για την «πρόσκληση γάμου» προς την Νηρέας, παρουσίασε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την σημαντικότητα να βρεθεί μια ουσιαστική λύση για τον κλάδο καθώς όπως ανέφερε «οι ιχθυοκαλλιέργειες πρέπει να υπάρχουν για την χώρα ακόμη και εάν φύγουν οι Στεφανίδες και οι Μπελλέδες».

Σίγουρα ο ιστορικός του μέλλοντος θα πιστώσει στον Γιάννη Στεφανή, αντιπρόεδρο της Σελόντα, την προσπάθεια του να δημιουργήσει τον πρώτο ιχθυογεννητικό σταθμό τσιπούρας στην Ελλάδα, και στον Αριστείδη Μπελλέ ότι κατάφερε να δημιουργήσει τον μεγαλύτερο όμιλο σε τσιπούρα και λαβράκι στον κόσμο όμως θα πρέπει να σταθεί και στην πορεία τους από την δεκαετία του ’80 έως σήμερα, πορεία που λίγο πολύ χαρακτήρισε και ολόκληρο τον κλάδο.

Αν πάμε τον χρόνο πίσω ίσως καταλάβουμε γιατί ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών βρίσκεται στη σημερινή του κατάσταση που δεν διαφέρει πολύ από αυτή του συνόλου της χώρας σε όλους της τους τομείς. Έκανε τα πρώτα βήματα του στην δεκαετία του ’80 στηριζόμενος στις επιδοτήσεις της ΕΟΚ η οποία βλέποντας τα ψάρια να μειώνονται στις θάλασσες της Ευρώπης και θέλοντας να υπάρχει επάρκεια στην κοινή αγορά χρηματοδότησε τη δημιουργία μονάδων υδατοκαλλιέργειας.

Διαβάστε ακόμη: H Τουρκία πήρε τα σκήπτρα από την Ελλάδα στις ιχθυοκαλλιέργειες.

Στη συνέχεια, στη δεκαετία του ’90 προστέθηκε το άφθονο και ζεστό χρήμα από την κεφαλαιαγορά. Η Σελόντα γίνεται η πρώτη εταιρεία του κλάδου στην Ευρώπη που θα περάσει το κατώφλι του Χρηματιστηρίου και τα βήματα της θα ακολουθήσει ο Νηρέας κι άλλες μικρότερες εταιρείες του κλάδου.

Οι μεγάλες εταιρείες των ιχθυοκαλλιεργειών υπήρξαν από αυτές που απήλαυσαν όσο λίγες το πάρτι του χρηματιστηρίου της προπερασμένης δεκαετίας. Απότομα σκαμπανεβάσματα μετοχών και ποσοστών μετόχων σε μία εποχή που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είχε «ξυπνήσει» ακόμη.

Συγχωνεύσεις εισηγμένων που θα μπορούσαν να γίνουν με απλή ανταλλαγή μετοχών πραγματοποιούνταν με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ώστε οι μέτοχοι να αλληλοεξαγοράσουν τις μετοχές τους. Κεφάλαια που θα μπορούσαν να γίνουν δίκτυα διανομής ώστε σήμερα να μην εξαρτώνται από τους μεσάζοντες έγιναν εξαγορές σε τυροκομεία, γλυκά του κουταλιού και τσίχλες. Παράλληλα κεφάλαια κατευθύνονταν για αθρόες εξαγορές ομοειδών επιχειρήσεων που θα πρόσφεραν απλώς την πολυπόθητη πρωτιά στον κλάδο.

Στις παραπάνω δύο χρηματοδοτήσεις (Χρηματιστήριο, Ε.Ε. αλλά και εθνικοί πόροι) προσθέστε και τον τραπεζικό δανεισμό ο οποίος δινόταν επίσης απλόχερα τις περασμένες δεκαετίες σε έναν κλάδο ο οποίος θεωρούνταν αιχμής και πρωταγωνιστούσε σε εξαγωγές. Πρώτη και καλύτερη η πάλαι ποτέ Αγροτική, η οποία αφού γέμισε με χρεοκοπημένες μονάδες τις πωλούσε με συνοπτικές διαδικασίες στους μεγάλους του κλάδου για να συμμαζέψει τον ισολογισμό της.

Διαβάστε ακόμη: Παγκόσμιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με μυστικό το ελληνικό λάδι

Ποια είναι η εικόνα σήμερα μετά από όλο αυτό το χρήμα που πέρασε τα χέρια των υπευθύνων των επιχειρήσεων του κλάδου; Οι εταιρείες τριάντα χρόνια μετά από την δημιουργία των πρώτων μονάδων παραμένουν, στο μεγαλύτερο βαθμό, απλές «γεωργικές» μονάδες. Αν και ξεκίνησαν από πλεονεκτική θέση σε επίπεδο ποσοστών στην παγκόσμια αγορά δεν διαφέρουν σε τίποτα από κλάδους όπως αυτούς της ελαιοκομίας ή της βαμβακοπαραγωγής. Το προϊόν φεύγει χύμα προς όλο τον πλανήτη για να φθάσει καθημερινά σε 650.000 πιάτα όμως μόνο το 10% είναι προστιθέμενης αξίας (φιλετοποιημένο ή έτοιμο φαγητό). Το υπόλοιπο ανταγωνίζεται την διεθνή παραγωγή που όλο και αυξάνεται και πιέζει τις τιμές.

Ο κλάδος χρωστάει σε τράπεζες και προμηθευτές 600 εκατ. ευρώ· μέσω έμμεσης συμμετοχής το Ταμείο Χρηματοδοτικής Σταθερότητας κατέχει υψηλά ποσοστά στις εισηγμένες εταιρείες: για παράδειγμα, 43% στην Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες, 21% στην Σελόντα, ενώ τις επόμενες ημέρες αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο και με την Νηρέας. Οι προμηθευτές από την πλευρά τους σε αρκετές περιπτώσεις έχουν διακόψει την παροχή ιχθυοτροφών με αποτέλεσμα είτε να χάνονται παραγωγές την τελευταία στιγμή (σ.σ. ο κύκλος ζωής από τη γέννηση του ψαριού ως την πώληση του είναι δύο χρόνια) είτε τα ελληνικά ψάρια να πωλούνται ως ελλιποβαρή σε πολύ χαμηλότερες τιμές στις ευρωπαϊκές αγορές.

Στο χρηματιστήριο οι μετοχές –οι περισσότερες σε επιτήρηση ή σε ειδική διαπραγμάτευση– ακολουθούν αντίθετη πορεία από την ανοδική πορεία του Γενικού Δείκτη καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους που οι επενδυτές δεν πείθονται ότι θα έχει θετική πορεία.

Διαβάστε ακόμη: Το λιµάνι που κέρδισε το στοίχηµα της κρουαζιέρας

Σε επίπεδο παραγωγής η πολυδιαφημιζόμενη παντοκρατορία των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης εάν ήδη έχει απολεσθεί από την Τουρκία, ή αν αυτό θα γίνει σε ένα ή δύο χρόνια.

Ακόμη και σήμερα που η κατάσταση έχει φτάσει στον απροχώρητο, η εικόνα στον κλάδο και στον σύνδεσμο θυμίζει το χωριό του Αστερίξ σε καιρό ειρήνης όπου όλοι τσακώνονται και έρχονται στα χέρια με όλους. Η πρόσκληση της Σελόντα προς τον Νηρέα για συζήτηση άνευ όρων και η σχεδόν θετική ανταπόκριση του τελευταίου δεν είναι παρά μόνο δύο καρέ στην όλη ιστορία που συνεχίζει να είναι περιπέτεια επιβίωσης καθώς πέρα από τα προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν στο εσωτερικό του κλάδου πληθαίνουν και οι αρνητικοί εξωγενείς παράγοντες που τον επηρεάζουν.

Οι τράπεζες, αν και δείχνουν κατανόηση ότι πρόκειται για κλάδο ζωικής παραγωγής όπου κινδυνεύει να χαθεί η «ψαριά», αν δεν δανείσουν στους ιχθυοκαλλιεργητές για να αποπληρώσουν τους προμηθευτές τους συνεχίζουν να έχουν -όπως και για τους υπόλοιπους κλάδους- «καβούρια στις τσέπες».

Από την άλλη σε επίπεδο εθνικής διοίκησης η υπηρεσία για τις ιχθυοκαλλιέργειες στο Υπουργείο Γεωργίας είναι πλήρως αποδεκατισμένη. Στελέχη του κλάδου αναφέρουν ότι έχουν απομείνει πλέον μόνο δύο άτομα να χειρίζονται τις υποθέσεις του πλέον εξωστρεφούς γεωργικού τομέα. Ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζει και η πολιτεία τις ιχθυοκαλλιέργειες είναι ότι το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας 2007-2013 άνοιξε μόλις πέρυσι και κανένα επενδυτικό σχέδιο δεν είχε πληρωθεί. Αντίστοιχα για το επιχειρησιακό σχέδιο 2014 – 2020 που πρέπει να υποβληθεί στην Ε.Ε. μέχρι την άνοιξη του 2014 δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί Επιτροπή Σύνταξης.

Διαβάστε ακόμη: H Ελλάδα εξάγει (κουλτούρα) καφέ

Τριάντα χρόνια μετά η Ελλάδα δεν έχει ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο για τις ιχθυοκαλλιέργειες, κάτι που πονάει τον κλάδο κυρίως στο χωροταξικό. Με το σύνολο των παραλιών της χώρας να μπορούν να θεωρηθούν τουριστικά αξιοποιήσιμες, στη «μάχη» τουρισμός ή παραγωγή η τελευταία χάνει κατά κράτος για πολλούς και διάφορους λόγους. Αντίθετα οι Τούρκοι που μπήκαν πολύ αργότερα στο παιχνίδι έχουν καταφέρει να βρουν την χρυσή τομή και να ξεπεράσουν την χώρα μας και στους δύο τομείς. Στην Ελλάδα οι όποιες εξελίξεις για νέες άδειες αναμένεται να μπουν για ένα διάστημα στο συρτάρι εξαιτίας των αυτοδιοικητικών εκλογών.

Σήμερα μπορεί οι ιχθυοκαλλιέργειες να μην αντιπροσωπεύουν το 50% ή 60% της εθνικής οικονομίας, όπως είχε συμβεί με την παραγωγή σταφίδας στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μπορεί να μην φτάσουμε σε μία χρεοκοπία επειδή τα ψάρια που παράγονται στην Ελλάδα δεν βρήκαν αγοραστές όπως έγινε το 1880 με την σταφίδα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μόνο που στην προκείμενη περίπτωση οι πρωταγωνιστές της είναι πολύ περισσότεροι, και ο χρόνος και δεν είναι με το μέρος τους.

Φωτογραφία: Δημήτρης Ιωάννου