Γιατί η Ευρώπη πολλών ταχυτήτων μοιάζει με αυταπάτη
- 07/03/2017, 18:03
- SHARE
Η ιδέα για μια θεσμοθετημένη Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι πλέον επίσημα στο τραπέζι. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Μέρκελ, Ολάντ, Ραχόι και Τζεντιλόνι δήλωσαν τη Δευτέρα από τις Βερσαλλίες πως μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων είναι στην ουσία το όραμά τους για την Ευρωπαϊκή Ένωση του μέλλοντος, περιγράφοντας με τον πλέον ηχηρό τρόπο την εικόνα που αναμένεται να δούμε υπό τη μορφή Διακήρυξης, στην επετειακή Σύνοδο των 60 ετών από τη ίδρυση της ΕΟΚ στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου.
Μέσα σε έναν μήνα ο οποίος περιλαμβάνει το επίσημο αίτημα της Βρετανίας για την έξοδο από την ΕΕ, τις εκλογές στην Ολλανδία και την προετοιμασία για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, η επερχόμενη επετειακή Σύνοδος της Ρώμης έχει ήδη στιγματιστεί από τη θέληση των ισχυρότερων κρατών της Ένωσης για τη δημιουργίας μιας Ευρώπης, η οποία στους καλοπροαίρετους φαίνεται «ευέλικτη», όμως στους κακοπροαίρετους μοιάζει με την αρχή μιας θεσμοθετημένης (αν)ισότητας.
«Η ενότητα δεν σημαίνει ομοιομορφία», είπε ο απερχόμενος και καταποντισμένος δημοσκοπικά Ολάντ. «Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να έχουν το θάρρος να αποδεχτούν ότι ορισμένες χώρες προχωρούν πιο γρήγορα από τις άλλες», είπε η Άνγκελα Μέρκελ, βλέποντας για πρώτη φορά μετά από πολλές εκλογικές αναμετρήσεις ότι η μάχη με το SPD δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο παλιά. Μια Ευρώπη με «διαφορετικά επίπεδα ολοκλήρωσης», ζήτησε ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας -και δεύτερος κατά σειρά μη εκλεγμένος μετά τον Ματέο Ρέντσι- Πάολο Τζεντιλόνι. «Η Ισπανία είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στην ολοκλήρωση με όλους εκείνους που θα θελήσουν να την ακολουθήσουν», είπε ο Μαριάνο Ραχόι, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση μειοψηφίας της Μαδρίτης -μετά από απανωτές εκλογές και μεγάλη αβεβαιότητα- βρίσκεται υπό διαρκή και αυξανόμενη πίεση.
Κοινός παρανομαστής των σχολίων των τεσσάρων ηγετών είναι η πολιτική αστάθεια, η αβεβαιότητα, αλλά και το άγνωστο που διακρίνει το πολιτικό τους μέλλον. Κι αν ο Ολάντ έχει ήδη δηλώσει ότι αποχωρεί, ο Ραχόι και η Μέρκελ βρίσκονται για χρόνια στον αφρό των ευρωπαϊκών εξελίξεων και θέλουν να παραμείνουν εκεί, ενώ ο Τζεντιλόνι φέρει την ταμπέλα του «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» όπως τρεις από τους τέσσερις τελευταίους πρωθυπουργούς της Ιταλίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όλα όσα ακούγονται και θα ακουστούν τις επόμενες ημέρες για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους συγκεκριμένους πολιτικούς ηγέτες, θα πρέπει να μπαίνουν σε ένα πρίσμα προεκλογικό. Εδώ, όμως, τίθεται κι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα. Μπορούμε να μιλάμε με αοριστίες για το μέλλον μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, αφήνοντας τη φαντασία καθενός να οργιάζει για το τι πραγματικά εννοούν οι θιασώτες της;
Οι αναφορές για μια ισχυρή Ευρώπη λίγων, ικανών και προθύμων, έναντι μιας υπόλοιπης Ευρώπης των ανίσχυρων ή αδύναμων, ακούγεται σαν μελωδία στα αυτιά των ευρωσκεπτικιστών. Διότι η επιβεβαίωσή τους για την πλήρη αποτυχία της πολυπόθητης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενοποίησης ή οποιασδήποτε σχετικής ιδέας που κυριάρχησε στα στόματα των περισσότερων ηγετών στις αρχές του 21ου αιώνα, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά σοβαρό επιχείρημα.
Φυσικά, δεν πρέπει να καλλιεργούμε αυταπάτες για το παρόν της φύσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομόκεντροι κύκλοι και προνομιακές σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της υπήρχαν από την αρχή και συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Είτε μιλάμε για τις Βenelux, είτε για τις χώρες των βορειοδυτικών Βαλκανίων και την Αυστρία, είτε για τις χώρες της Βαλτικής και τις σχέσεις τους με τη Γερμανία. Το ζήτημα είναι εάν η θέληση να υπάρξουν ισορροπίες που θα σέβονται μια σειρά από κεκτημένα θα θαφτεί υπό το βάρος μιας πρωτοφανούς έλλειψης υπομονής για θεμελιώδη ενωσιακά δικαιώματα – όπως αυτό του βέτο. Άλλωστε, η αντιμετώπιση του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος από τους ίδιους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι έσπευσαν από τις πρώτες κιόλας ώρες να ζητήσουν επίμονα μια έξοδο εδώ και τώρα, σκιαγράφησε με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο τα επίπεδα πολιτικής ανοχής που διαθέτουν.
Μια μέρα μετά από τη δήλωση των τεσσάρων για μια Ευρώπη στην οποία, κατά τον Ολάντ, ορισμένες χώρες θα μπορούν «να προχωρήσουν γρηγορότερα και ισχυρότερα χωρίς οι άλλες να αποκλείονται, αλλά και χωρίς να μπορούν να αντιταχθούν», ο υπουργός Οικονομικών του, Μισέλ Σαπέν, έσπευσε να τη μαζέψει λέγοντας από τη Λισαβόνα ότι «δεν πρόκειται για μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων όπου θα υπάρχουν οι μεγάλες χώρες που θα προχωρούν γρήγορα και οι “μικρές χώρες” που θα προοδεύουν λιγότερο γρήγορα. Το θέμα, πάνω απ’ όλα, δεν είναι να κάνουμε αποκλεισμούς». Είπε, επίσης, ότι εύχεται πως και η Πορτογαλία θα είναι μεταξύ των χωρών της «πρώτης γραμμής», με τον Πορτογάλο ομόλογό του να απαντά ότι «η χώρα του δεν πιστεύει σε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων».
Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα του τι πρόκειται να ακολουθήσει εάν μπούμε σε μια διαδικασία χωρισμού των προθύμων από τους απρόθυμους, και των ικανών από τους λιγότερο (sic) ικανούς. Κι αυτό διότι το –κατά Μέρκελ- «θάρρος» της παραδοχής που αναζητά σε μια πηγή 500 εκατ. ανθρώπων για το ποιες χώρες μπορούν να τα πάνε καλύτερα και ποιες χειρότερα, μπορεί πάρα πολύ εύκολα να μετατραπεί σε μια παγίδα στην οποία οι πολιτικοί ηγέτες θα ζητήσουν από δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους να αποδεχθούν τη «λιγότερη» ικανότητά τους. Κι έχουμε μάθει από την πολύ πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, πως όταν ζητάς από έναν λαό να παραδεχτεί ότι είναι «λιγότερο ικανός» από κάποιον άλλο, τότε ο εθνικισμός όχι απλά φουντώνει, αλλά στο τέλος απειλεί ευθέως τη δημοκρατία χρησιμοποιώντας με στρεβλό τρόπο τα δικά της όπλα.
Ο Βασίλης Σαμούρκας είναι αρχισυντάκτης του www.FortuneGreece.com