Η πρώτη startup που κάνει αίτηση πτώχευσης

Η πρώτη startup που κάνει αίτηση πτώχευσης

Κάτι φαίνεται να αλλάζει στη σχέση νεοφυών επιχειρήσεων και πτωχευτικής διαδικασίας στις ΗΠΑ.

 

της Έριν Γκρίφιθ

Η Plastc, μια εταιρεία που συγκέντρωσε εκατομμύρια δολάρια μέσω crowdfunding υποσχόμενη ότι θα έφερνε την επανάσταση στις πληρωμές, έκλεισε.

Αυτό από μόνο του δεν είναι, φυσικά, αξιοσημείωτο. Νέες startup με μεγάλα όνειρα και τόνους ρευστού αποτυγχάνουν συνεχώς. Αλλά αυτή εδώ η επιχείρηση δεν παύει απλά τη λειτουργία της. Σύμφωνα με ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της εταιρείας, «εξετάζει όλες τις επιλογές» για να κάνει αίτηση πτώχευσης.

Υπάρχει μια ολοένα και αυξανόμενη βούληση μεταξύ των επιχειρήσεων που υποστηρίζονται από venture capitalists να κάνουν αίτηση υπαγωγής στην πτωχευτική διαδικασία.

Συνήθως, όταν κλείνει μια εταιρεία, η πτώχευση δεν έχει κανένα νόημα εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Για παράδειγμα, οι νεοφυείς επιχειρήσεις λογισμικού σπανίως έχουν στοιχεία ενεργητικού για εκποίηση. Επιπλέον, οι επενδυτές κεφαλαίου και οι ιδρυτές προτιμούν να αποφεύγουν τη δημοσιοποίηση της αποτυχίας τους.

Τέλος, η πτώχευση κοστίζει. Αν η εταιρεία δεν έχει χρήματα, ποιος θα πληρώσει; Εννοείται πως δεν πρόκειται να το κάνουν οι VCs – έτσι και αλλιώς, αυτοί θα πληρωθούν τελευταίοι. «Η λογική τους είναι η αποφυγή της πτωχευτικής διαδικασίας με κάθε κόστος» λέει ο Τζεφ Κοέν, εταίρος στη Lowenstein Sandler. «Είναι ταμπού η χρησιμοποίηση των προβλέψεων του πτωχευτικού κώδικα».

Αλλά πλέον η πτώχευση αρχίζει και γίνεται δημοφιλής, για δύο λόγους κυρίως. Καταρχήν, έχουν αυξηθεί οι πιστωτές που επιλέγουν τη σύνδεση των δανείων τους με περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Ακόμα και startup που εξασφάλισαν χρέος με ελάχιστες εγγυήσεις, πρέπει να προσπαθήσουν να καλύψουν ένα μέρος των απαιτήσεων των πιστωτών τους.

Επίσης, πλέον αρχίζει και κυριαρχεί η άποψη ότι μια startup διαθέτει στοιχεία ενεργητικού, ακόμα κι αν αυτά δεν αφορούν υλικά περιουσιακά στοιχεία. Για παράδειγμα, τα χαρτοφυλάκια πατεντών και οι λίστες πελατών θεωρούνται πλέον πολύτιμα στοιχεία ενεργητικού. Και εταιρείες όπως η Hilco Streambank, με έδρα τη Βοστώνη, ειδικεύονται στη χρηματικοποίηση αυτών των στοιχείων.

Ένας άλλος λόγος που καθιστά αξιοσημείωτη την αποτυχία της Plastc είναι ότι δείχνει για άλλη μια φορά τους κινδύνους του crowdfunding. Οι ενθουσιώδεις οικονομικοί υποστηρικτές έχουν διδαχθεί πλέον την εξής αλήθεια: ότι οι περισσότερες μορφές crowdfunding τούς εξασφαλίζουν ελάχιστα πράγματα.

Το κλασικό παράδειγμα αυτού του πράγματος είναι η πώληση της Oculus VR στη Facebook το 2014. Οι θαυμαστές που συνεισέφεραν στην εκστρατεία της Oculus στο Kickstarter εξέφρασαν τον θυμό τους όταν η Facebook ξόδεψε δισεκατομμύρια για να αγοράσει ένα προϊόν στο οποίο είχαν επενδύσει οι ίδιοι, συναισθηματικά και οικονομικά. Οι πρώιμοι υποστηρικτές της Oculus δεν πήραν τίποτα, ενώ οι ιδρυτές και οι επενδυτές venture capital έγιναν πολύ πλούσιοι.

Πηγή: