Πιο κοντά σε λύση για το ελληνικό χρέος
- 13/05/2017, 11:04
- SHARE
Ο «χρυσός» συμβιβασμός ΔΝΤ – Γερμανίας, το επικρατέστερο σενάριο για συνολική συμφωνία και η μέση λύση για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σε μια «ισχυρή ώθηση» προς μια συνολική συμφωνία ως το Eurogroup της 22ας Μαΐου, που θα περιλαμβάνει και το θέμα του χρέους, κατέληξαν την Παρασκευή οι συζητήσεις για την Ελλάδα, στο περιθώριο του G7 των υπουργών Οικονομικών στο Μπάρι της Ιταλίας.
Το επόμενο βήμα αναμένεται να γίνει στο Euroworking Group της Δευτέρας και το βασικό σενάριο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι θα περιέχει επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους –ακόμα και μέχρι 20 χρόνια–, κάτι το οποίο βρίσκει επί της αρχής σύμφωνη τη γερμανική πλευρά.
Δεν θα περιέχει όμως τον ορισμό πλαφόν στα επιτόκια, όπως αναφέρει η Καθημερινή. Το πάγωμα των επιτοκίων υποστήριζε το ΔΝΤ, ώστε οι αποπληρωμές της Ελλάδας να μην επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων των επόμενων δεκαετιών. Το Ταμείο δέχεται να μην υπάρχει «πάγωμα», καθώς υπάρχουν άλλες τεχνικές για να διατηρηθούν οι τόκοι κάτω από ένα επίπεδο.
Δεδομένου ότι όλες οι πλευρές επιθυμούν μια αξιόπιστη συμφωνία για την Ελλάδα, επιδιώκεται οι παρεμβάσεις για το χρέος να είναι αφενός συμβατές με το πνεύμα του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016, αφετέρου να είναι αξιόπιστες κι επαρκώς φιλόδοξες προκειμένου να καθησυχάζουν για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Παρότι τα μέτρα στο χαρτί είναι σχεδόν έτοιμα από το επιτελείο του ESM, σε εκκρεμότητα παραμένει η χρονική διάρκεια που η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018. Η αρχική άποψη του Βερολίνου ήταν δέκα χρόνια (ως το 2028) και του ΔΝΤ τρία χρόνια (ως το 2021), ενώ συμβιβασμός είναι πιθανό να βρεθεί στα πέντε χρόνια (έως το 2023).
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τον στόχο του 1,75% του πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος και του 3,5% τον επόμενο χρόνο» τόνισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Ο Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι η τρέχουσα αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων μπορεί να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 22 Μαΐου, όταν θα γίνει το επόμενο συμβούλιο του Eurogroup. «Επιτεύχθηκε συμφωνία (με το ΔΝΤ) για τις πολιτικές προϋποθέσεις (policy conditionality)», ανέφερε, χρησιμοποιώντας έναν όρο που σημαίνει ότι η Ελλάδα έπραξε όσα της ζητούσαν οι πιστωτές της.
Η Ελλάδα πάντως χρειάζεται να εφαρμόσει κάποιες ακόμη μεταρρυθμίσεις πριν από το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, συμπλήρωσε ο Βάλντις Ντομπρόβσκις. «Αλλά όλα συντείνουν στο ότι μπορεί να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και να γίνει η επόμενη εκταμίευση», επέμεινε.
Τι όριζε η απόφαση του Eurogroup για το χρέος
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup του περασμένου Μαΐου, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, τα μέτρα που μπορούν να εξεταστούν είναι:
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, το Eurogroup αναμένει την πιθανή εφαρμογή του δεύτερου μέρους των προαπαιτούμενων μέτρων, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM.
Αυτά τα μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή εάν η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους την οποία θα συντάξουν οι θεσμοί στο τέλος του προγράμματος δείξει ότι είναι απαραίτητα ώστε να επιτευχθεί το όριο του GFN.
Tα μέτρα υπόκεινται στη θετική αξιολόγηση των θεσμών και του Eurogroup για την εφαρμογή του προγράμματος.
– Κατάργηση της αύξησης του επιτοκιακού περιθωρίου για την αποπληρωμή της δόσης για το χρέος του 2018.
– Χρήση των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομόλογα από τον λογαριασμό του ESM, την παροχή στην Ελλάδα των κερδών από ANFA και SMPs (από το δημοσιονομικό έτος 2017) και την χρήση τους ως «μαξιλάρι» για τη μείωση των μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών,
– Διαχείριση παθητικού – πρόωρη μερική αποπληρωμή των υπαρχόντων επισήμων δανείων προς την Ελλάδα, με μείωση του επιτοκιακού κόστους και επέκτασης της περιόδου ωρίμανσης.
– Εφόσον απαιτηθεί αναδιάρθρωση για ορισμένα δάνεια του ESFF (π.χ. παράταση του χρόνου αποπληρωμής, αναδιάρθρωση των αποσβέσεων του EFSF και της επιτοκιακής διαφοράς) ώστε το ύψος του GFN να παραμείνει στο επίπεδο που έχει ορισθεί, για να είναι σύμφωνο το ΔΝΤ αλλά χωρίς εξτρά επιβάρυνση του EFSF ή των κρατών που συμμετείχαν αρχικά στο πρόγραμμα.