Γιάννης Αρτινός: Ο άνθρωπος που ανανέωσε τον κλάδο της ποτοποιίας
- 03/06/2017, 16:00
- SHARE
Ο Γενικός Διευθυντής της ΑΜΒΥΞ μιλά για τα νέα του καθήκοντα.
Το δυνατό βιογραφικό αλλά και η πολυετής εμπειρία σε μερικούς από τους ισχυρότερους ομίλους της ελληνικής αγοράς, ήταν το εφαλτήριο που έδωσε στον Γιάννη Αρτινό το εισιτήριο να αναλάβει τα ηνία της ΑΜΒΥΞ.
Έχοντας διατελέσει Διευθύνον Σύμβουλος της Vivartia, Αντιπρόεδρος τους διοικητικού συμβουλίου της MIG, αλλά και Γενικός Διευθυντής της P&G, η είσοδος του στον κλάδο του ποτού συνιστά μια πρόκληση, αλλά και ένα μεγάλο προσωπικό «στοίχημα» τόσο για τον ίδιο, όσο και για την οικογένεια Ρεβάχ που του εμπιστεύτηκε την τύχη της οικογενειακής επιχείρησης.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων δραστηριοποίησης της ΑΜΒΥΞ στην ελληνική αγορά, ο κ. Αρτινός μίλησε στο fortunegreece.com για τα νέα του καθήκοντα, ως Γενικός Διευθυντής, αλλά και για το πώς βλέπει να εξελίσσεται ο κλάδος της ποτοποιίας στη χώρα μας.
«Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ενδιαφέρον κλάδο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κομμάτι της διασκέδασης και τον τουρισμό. Νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής που αναλαμβάνω τη διοίκηση μιας εταιρείας που κουβαλά έναν αιώνα ιστορία και έχει δυναμική παρουσία στην αγορά. Αυτό από μόνο του υπογραμμίζει ότι μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία» ανέφερε ο κ. Αρτινός.
Για τον ίδιο το πιο σημαντικό βήμα, αλλά και το στοιχείο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την είσοδό του στο δυναμικό της ΑΜΒΥΞ, ήταν η στάση της οικογένειας Ρεβάχ και η συνειδητή απόφασή της να φύγει από τα κλασικά λειτουργικά μοντέλα και δώσει ελευθερία κινήσεων και χώρο σε έναν μάνατζερ προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. «Στην περίπτωση της ΑΜΒΥΞ η οικογένεια εξακολουθεί να έχει έντονη και επιτυχημένη παρουσία στους κόλπους της εταιρείας. Όμως δέχτηκε για το καλό της επιχείρησης να αφήσει τα ηνία σε ένα στέλεχος που δεν ήταν της οικογένειας».
Αναμφίβολα, η ευθύνη που φέρει κανείς όταν από τις αποφάσεις του εξαρτάται η τύχη και η ευημερία 130 εργαζομένων είναι μεγάλη. Λαμβάνοντας υπόψη του αυτό ο κ. Αρτινός στον ενάμιση χρόνο που είναι μέλος της ΑΜΒΥΞ έχει προβεί σε αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση των υφιστάμενων λειτουργικών δομών και την αξιοποίηση νέων εργαλείων. «Το 2017 θα συνεχιστεί η αναπτυξιακή μας πορεία. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να καταστούμε η πρώτη ελληνική εταιρεία του κλάδου. Ήδη κατέχουμε το ¼ της αγοράς και διαρκώς διεκδικούμε αύξηση μεριδίων».
Το να διοικείς πάντως μια οικογενειακή επιχείρηση αντί για ένα μεγάλο όμιλο ή μια πολυεθνική έχει σίγουρα και τα καλά του. Σύμφωνα με τον κ. Αρτινό το μεγαλύτερο προτέρημα της ΑΜΒΥΞ είναι η ευελιξία της να παίρνει γρήγορα αποφάσεις. Ο ίδιος εξηγεί πως οι πολυεθνικές έχουν μεγαλύτερη επιρροή στις διεθνείς αγορές, χάρη στο μέγεθος και το ισχυρό τους brand, ωστόσο, οι θυγατρικές τους δεν μπορούν να επιδείξουν γρήγορα αντανακλαστικά διότι όλα πρέπει να πάρουν την τελική έγκριση της μητρικής εταιρείας που είναι και το κέντρο λήψης αποφάσεων.
«Στην ΑΜΒΥΞ παίρνω καθημερινά μαθήματα. Πεποίθησή μου είναι πως για να πετύχει κάποιος πρέπει να διαθέτει τόλμη. Όταν πρωτοπορεί και δημιουργεί κάτι ξεχωριστό, η ταχύτητα με την οποία τον αντιγράφουν είναι μεγάλη, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Η ταχύτητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα και η λήψη ρίσκου είναι που κάνουν μια εταιρεία να ξεχωρίζει».
Για να κατανοήσει κανείς τη δυναμική της ΑΜΒΥΞ, αλλά και το τι ακριβώς έχει πετύχει στον έναν αιώνα που δραστηριοποιείται στη χώρα μας, αρκεί να επισημάνουμε ότι συνεργάζεται με 20 οίκους που αντιπροσωπεύουν, παγκοσμίως, ετήσιο τζίρο πάνω από 80 δισ. ευρώ και διαχειρίζεται 70 και πλέον κορυφαία διεθνή και ελληνικά brands αλκοολούχων ποτών. Τα τελευταία δέκα χρόνια η ΑΜΒΥΞ, η οποία διαθέτει ένα ευρύ δίκτυο διανομής, που αποτελείται από 700 χονδρεμπόρους και περίπου 5.000 σημεία πώλησης, έχει ενισχύσει την ελληνική οικονομία με 375 εκατ. ευρώ σε άμεσους φόρους.
Επίσης, διανέμει 70 και πλέον μάρκες στην ελληνική αγορά, από πέντε διαφορετικές ηπείρους και από 20 διαφορετικές χώρες, ενώ διακινεί 15.000.000 φιάλες κάθε χρόνο.
Την τελευταία τετραετία ο τζίρος της ενισχύθηκε κατά 60%, ενώ αύξηση 15% σημειώθηκε και στο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, οι πωλήσεις το 2016 διαμορφώθηκαν σε 54,5 εκατ. ευρώ, ενώ το ‘α τετράμηνο του τρέχοντος έτους «τρέχουν» με ρυθμό ανάπτυξης 45%, μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από τις πωλήσεις των προϊόντων της Bacardi.