Ένα fund με ελληνικό «DNA» στην καρδιά της Νέας Υόρκης
- 16/06/2017, 19:00
- SHARE
Οι Chris Habachy και Brett Martin «τρέχουν» την Charge Ventures, δίνοντας πρόσβαση σε ελληνικά κεφάλαια στη µεγαλύτερη αγορά του κόσµου.
Ζούµε στην εποχή των «µονόκερων», των εταιρειών δηλαδή µε αξία µεγαλύτερη τους ενός δισ. ευρώ, και των startups, που σιγά σιγά κολλούν τον πυρετό των αρχικών δηµόσιων προσφορών και δοκιµάζουν την τύχη τους στα διεθνή χρηµατιστήρια. Οι επενδυτές παγκοσµίως δείχνουν να έχουν βρει ξανά τον ενθουσιασµό τους, σε µια περίοδο τεχνολογικής άνθησης µε αιχµή το διαδίκτυο και την ψηφιοποίηση της οικονοµίας.
Σίγουρα θα έχετε ακούσει ή διαβάσει πολλές φορές τον όρο «Venture Capital» − ή, αλλιώς, επενδύσεις κεφαλαίων επιχειρηµατικών συµµετοχών. Αν και το συγκεκριµένο χρηµατοδοτικό εργαλείο έχει µπει στο οικονοµικό λεξιλόγιο τα τελευταία χρόνια, πρέπει να γυρίσουµε αρκετά πίσω για να εντοπίσουµε την πρώτη αναφορά στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1950, και αρκετά αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Στην Ελλάδα είναι πολύ νέος ως θεσµός, αναπτύσσεται όµως θεαµατικά ειδικά την τελευταία πενταετία, ακολουθώντας την έξαρση στη δραστηριότητα νεοφυών επιχειρήσεων, µε καινοτόµες ιδέες ιδιαίτερα στον χώρο της τεχνολογίας.
Θα λέγαµε ότι τα Venture Capitals είναι ο ορισµός της παγκοσµιοποίησης στην οικονοµία, καθώς αποτελούν «οχήµατα» για να επενδύσει κάποιος χωρίς σύνορα. Έτσι και η Charge Ventures είναι µια εταιρεία επιχειρηµατικών κεφαλαίων µε έδρα στις ΗΠΑ, που στοχεύει στην αγορά της Νέας Υόρκης, αλλά έχει και ελληνικό DNA! Συναντήσαµε στην Αθήνα τον Chris Habachy και τον Brett Martin, General Partner του fund, σε µια περίοδο που «στήνουν» τη συνέχεια του επενδυτικούς τους οχήµατος, συγκεντρώνοντας κεφάλαια προς επένδυση για το Charge Ventures II.
«Έχουµε ισχυρό ελληνικό DNA ως εταιρεία VC, καθώς µερικοί από τους µάνατζερ, τους επενδυτές και τους συµβούλους µας είναι Έλληνες. Το δεδοµένο που τροφοδότησε την προσπάθεια ήταν ότι οι επενδυτές απ’ αυτή την πλευρά του Ατλαντικού έχουν ελάχιστη −ή καθόλου− πρόσβαση σε αµερικανικές επενδύσεις στον χώρο της τεχνολογίας» αναφέρει ο Chris, περιγράφοντας το σκεπτικό της δράσης τους. Η Νέα Υόρκη, στην οποία επικεντρώνεται η Charge Ventures, είναι η δεύτερη µεγαλύτερη αγορά επιχειρηµατικών ευκαιριών παγκοσµίως, και πλέον αναπτύσσεται σχεδόν δύο φορές πιο γρήγορα από τη Silicon Valley. Παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη, παρουσιάζει ακόµη χαµηλό βαθµό διείσδυσης. Χαρακτηριστικά µόνο 12 από τις 100 κορυφαίες εταιρείες επιχειρηµατικών κεφαλαίων πρώιµου σταδίου έχουν έδρα στη Νέα Υόρκη.
«Οι βαθιές ρίζες µας στη Νέα Υόρκη µάς προσφέρουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα. Εργάζοµαι στον κλάδο της τεχνολογίας στην πόλη εδώ και πάνω από µια δεκαετία, είτε δηµιουργώντας τις δικές µου startup είτε επενδύοντας σε άλλες. Επιπλέον, διδάσκω στο Columbia Business School και ο εταίρος µας, Θάνος Παπαδηµητρίου, διδάσκει στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Stern του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης» προσθέτει ο Brett.
Η Charge Ventures επενδύει σε early stage επίπεδο και στο χαρτοφυλάκιό της βρίσκονται αυτή τη στιγµή 19 εταιρείες, µε το µέγεθος κάθε επένδυσης να κυµαίνεται µεταξύ 50.000 και 500.000 δολαρίων. Οι κύριοι τοµείς στους οποίους εστιάζει το fund, µεταξύ άλλων, είναι τα marketplaces, τα logistics, το healthcare, η εικονική πραγµατικότητα, η τεχνητή νοηµοσύνη, η κυβερνοασφάλεια και οι πλατφόρµες ανταλλαγής µηνυµάτων. «Η πρώτη µας επένδυση ήταν η Snaps, η πρώτη εταιρεία που χρηµατικοποίησε τις πλατφόρµες ανταλλαγής µηνυµάτων όπως το Facebook Messenger και το Whatsapp. Οι πελάτες της περιλαµβάνουν εταιρείες της λίστας Fortune 500, όπως η Nike, η Starbucks και η L’Oréal, καθώς και διασηµότητες όπως η Kim Kardashian και η Lady Gaga» επισηµαίνει ο Chris.
Ο Brett συµπληρώνει ότι η δουλειά τους ως Venture Capital είναι να επενδύσουν σε εταιρείες που πρόκειται να αλλάξουν τον κόσµο, οπότε ξοδεύουν πολύ χρόνο για να σκεφτούν τα µεγάλα προβλήµατα. Ενδεικτικά αναφέρει τη Lexent Bio, µια εταιρεία γενετικής που προσπαθεί να δώσει λύσεις την ώρα που οι σύγχρονες τεχνολογίες παρακολούθησης του καρκίνου εξακολουθούν να είναι απαγορευτικά δαπανηρές. «Μια άλλη πρώιµη επένδυσή µας είναι η Transfix, µια εταιρεία εφοδιασµού/µεταφορών επόµενης γενιάς. Η ιδέα είναι απλή: η Uber χρησιµοποιεί κενό χώρο στα αυτοκίνητα για να µετακινεί ανθρώπους, η Transfix χρησιµοποιεί κενό χώρο στα φορτηγά για να µετακινεί εµπορεύµατα» συµπληρώνει.
Το κριτήριο για την επιλογή της εταιρείας στην οποία θα επενδύσουν παραµένει το βασικό, όσο κοινότοπο και να ακούγεται αυτό: η οµάδα και η δέσµευση που δείχνουν τα µέλη της, µια σχέση που παροµοιάζουν µε γάµο. «Θέλουµε να ξέρουµε ότι επενδύουµε σε ανθρώπους που κατέχουν τον τοµέα όπου δραστηριοποιούνται, που είναι ηθικοί, και που δεν δέχονται ‘‘όχι’’ για απάντηση. Στην Charge, θέλουµε να συνεργαζόµαστε µε ανθρώπους που θαυµάζουµε, και µε τους οποίους ταιριάζουµε. Και αυτό ισχύει για το σύνολο του ανθρώπινου κεφαλαίου που εµπλέκεται: µάνατζερ, επενδυτές, επιχειρηµατίες» αναφέρει σχετικά ο Chris.
Η Charge Ventures είναι ακόµη σε νεαρή ηλικία, καθώς έχει καταγράψει µια πορεία 18 µηνών στην πιο δύσκολη αγορά του κόσµου. Ωστόσο, το 70% των εταιρειών στις οποίες έχει επενδύσει έχουν καταφέρει να «σηκώσουν» επιπλέον χρηµατοδότηση. «Είµαστε µόλις 18 µήνες στο πρώτο µας δεκαετές fund, αλλά έχουµε ήδη δύο ισχυρά µηνύµατα, που δείχνουν ότι κάνουµε τις σωστές κινήσεις: πρώτον, επενδύοντας παράλληλα µε εταιρείες όπως η NEA (Groupon, Salesforce) Y-Combinator (Dropbox και AirBnB), η First Round Capital (Uber, Square) και η DFJ (SpaceX), βάζουµε τα χρήµατά µας εκεί όπου τα βάζουν fund managers που έχουν εσωτερικούς ρυθµούς απόδοσης άνω του 30% τα τελευταία 20 χρόνια· δεύτερον, παρά τη νεαρή ηλικία του fund µας, έχουµε ήδη επιτύχει ρυθµό follow on άνω του 66%. Αυτό είναι πέρα από τον µέσο όρο του κλάδου» σχολιάζει ο Brett.
Το να είσαι διαχειριστής ενός venture capital είναι µια δουλειά που αµείβεται καλά, δίνει πρόσβαση σε ένα µεγάλο επιχειρηµατικό δίκτυο, αλλά παράλληλα έχει στοιχεία όπως «ρίσκο» και πίεση για µεγάλες αποδόσεις. Τόσο ο Chris όσο και ο Brett έχουν βρεθεί και στις δύο πλευρές του τραπεζιού, ως επιχειρηµατίες και ως επενδυτές.
Χρησιµοποιώντας τη φράση του Steve Jobs «Focus is saying no to 1.000 good ideas», ο Brett προσπαθεί να περιγράψει πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις καθηµερινά τους πραγµατικά παθιασµένους επιχειρηµατίες, που «χτίζουν» καλές εταιρείες και πρέπει να φέρουν δέκα φορές πίσω τα χρήµατα που θα λάβουν ως επένδυση. Προσθέτει, όµως, ότι η δηµιουργία του δικού του fund ήταν κάτι αυτονόητο, καθώς µέχρι τώρα στην καριέρα του «έστηνε» ή επένδυε χρήµατα σε εταιρείες τεχνολογίας. «Άρχισα ως ερευνητικός αναλυτής στην Thomas Weisel Partners και πιο πρόσφατα εργάστηκα στην Primary Venture Partners, την εταιρεία VC που επένδυσε στην Jet.com, που πωλήθηκε στη Walmart για 3,4 δισ. δολάρια. Το να ξεκινήσω το δικό µου fund ήταν το φυσικό επόµενο βήµα». Ο Chris, από την πλευρά του, εστιάζει στην περίοδο των πανεπιστηµιακών του χρόνων στο Σαν Φρανσίσκο, όταν και έκανε µια γνωριµία κοµβική για τη µετέπειτα πορεία του. «Γνώρισα σε πολύ νεαρή ηλικία την άνοδο και την πτώση της εποχής του dot com. Τότε συνάντησα πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους και συνεργάστηκα στενά για ένα από τα πρότζεκτ µου µε έναν από τους θεµελιωτές του διαδικτύου, τον Norman Abramson. Αυτό ήταν το σηµείο ενεργοποίησής µου. Από τότε θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο µε ανθρώπους που είναι πιο έξυπνοι από µένα. Και ένας τρόπος για να το πετύχεις αυτό είναι να επενδύεις σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Καταλήγουν να σε συµπαθούν περισσότερο τότε».
Κλείνοντας τη συζήτησή µας, ζητάω τις προβλέψεις τους για τους κλάδους που θα µας απασχολήσουν τα επόµενα χρόνια. Ο Chris αναφέρεται στον τοµέα της αντιγήρανσης / µακροζωίας, αλλά και στο «καθαρό φαγητό». «Μεγάλα κεφάλαια διοχετεύονται στην επαναστατικοποίηση του τρόπου µε τον οποίο αντιλαµβανόµαστε τα τρόφιµα» σχολιάζει.
«Το µυστικό για την επένδυση προλειτουργικού σταδίου (seed investing) είναι να γνωρίζουµε τι θα είναι hot σε 18-24 µήνες από τώρα. Όταν οι άλλοι θα αρχίσουν να ενθουσιάζονται, εσύ θα έχεις ήδη βρει και υποστηρίξει τους καλύτερους επιχειρηµατίες στον χώρο. Θα ακούσετε πολλά περισσότερα σχετικά µε την προγραµµατιζόµενη βιολογία µέσα στα επόµενα δύο χρόνια» καταλήγει ο Brett.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Ιουνίου που κυκλοφορεί