H παγκοσμιοποίηση υποχωρεί και το λένε οι αριθμοί
- 22/08/2017, 14:03
- SHARE
Οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων το 2016 αντιστοιχούσαν σχεδόν στο ένα τρίτο των αντίστοιχων ροών το 2007.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία, άφησε πολλά οικονομικά και πολιτικά σημάδια και αναδιαμόρφωσε τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων, αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times, με τίτλο: «Σε υποχώρηση η παγκοσμιοποίηση: οι κεφαλαιακές ροές μειώνονται μετά την κρίση».
Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων το 2007 ήταν σχεδόν τριπλάσιες από ό,τι το 2016, παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές κυνηγούν τις αποδόσεις και τροφοδοτούν τις αγορές σε έναν κόσμο χαμηλών επιτοκίων. Οι ροές αυτές ανήλθαν πέρυσι σε 4,3 τρισ. δολάρια έναντι 12,4 τρισ. δολαρίων το 2007, όταν έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους. Κανείς δεν θεωρεί, ωστόσο, ότι μία επιστροφή στα επίπεδα του 2007 θα ήταν υγιής, αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο κυριότερος παράγοντας που συνέβαλε στην εξέλιξη αυτή ήταν η κατάρρευση του διασυνοριακού τραπεζικού δανεισμού, με τις ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην πτώση. Οι τράπεζες, που έβλεπαν κάποτε λαμπρό μέλλον στις χορηγήσεις δανείων στο εξωτερικό, μένουν σήμερα περισσότερο στη χώρα τους. Και τα περισσότερα κεφάλαια που διασχίζουν τα σύνορα έχουν τη μορφή μακροπρόθεσμων άμεσων επενδύσεων, κατά τα φαινόμενα για την κατασκευή εργοστασίων ή την αγορά μετοχών σε υποσχόμενες αγορές.
Σε έναν κόσμο, όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και άλλοι οικονομικοί εθνικιστές απειλούν να εγείρουν νέα εμπόδια στο εμπόριο, οι συζητήσεις για την παγκοσμιοποίηση σήμερα κυριαρχούνται από την εκτίναξη του εμπορίου προϊόντων τον τελευταίο μισό αιώνα και την επίπτωσή της στις κοινωνίες. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναφέρονται στο εμπόριο προϊόντων, όταν εκφράζουν φόβους ότι μπορεί τώρα να αντιστρέφεται η πορεία προς μία μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση. Λιγότερο γίνεται λόγος για τη ροή κεφαλαίων ή την κατάσταση της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, οι υπερβολικές ροές κεφαλαίων αποτέλεσαν μία από τις κύριες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αναφέρει το δημοσίευμα.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο ανθεκτικό σήμερα από ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία, αναφέρει σε έκθεσή του το ινστιτούτο (think tank) McKinsey Global Institute. Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μορίς Όμπσφελντ δηλώνει: «Δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 2000 ως μέτρο σύγκρισης για το τι είναι φυσιολογικό και υγιές».
«Είναι σαφές για εμάς ότι αυτό που προκύπτει είναι πιο σταθερή, ανθεκτική μορφή χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι επωφελής», αναφέρει η Susan Lund, εταίρος της McKinsey και μία από τους συγγραφείς της έκθεσης. «Αυτό που εξαφανίσθηκε είναι ο μεγάλος διατραπεζικός δανεισμός… Και γνωρίζουμε από 20-30 χρόνια χρηματοπιστωτικών κρίσεων στον κόσμο ότι ο διασυνοριακός δανεισμός είναι συχνά η πρώτη μορφή κεφαλαίων που εκρέει από μία χώρα σε μία κρίση».
Το μεγαλύτερο μέρος των ροών κεφαλαίων σήμερα στον κόσμο έχει τη μορφή ξένων άμεσων επενδύσεων, το είδος της μακροπρόθεσμης χρηματοπιστωτικής δέσμευσης εταιρειών σε εργοστάσια και άλλες εγκαταστάσεις που θεωρούνται κανονικά ως παραγωγικές. Μία άποψη, όμως, που εξαπλώνεται σήμερα μεταξύ των οικονομολόγων είναι ότι η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων αντανακλά μία μη υγιή τάση – την αναζήτηση χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών από τις εταιρείες και τον ανταγωνισμό των χωρών να εξυπηρετήσουν τη ζήτηση αυτή. «Εάν νομίζετε ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις κατευθύνονται στο Λουξεμβούργο για την κατασκευή εργοστασίων, κάνετε λάθος», δηλώνει ο Μορίς Όμπστφελντ, προσθέτοντας: «Μεγάλο μέρος αυτών αντιπροσωπεύει μεταφορά των κερδών (εταιρειών) με φορολογικά κίνητρα, η οποία εμφανίζεται στο ισοζύγιο πληρωμών ως ροές ξένων άμεσων επενδύσεων».
Το ΔΝΤ βλέπει ακόμη κινδύνους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η επιδίωξη αποδόσεων από τους επενδυτές, λόγω των επίμονα χαμηλών επιτοκίων, έχει μειώσει το κόστος δανεισμού για τους δανειζόμενους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν αυξάνοντάς τον. «Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ένα επίπεδο ροών και μία αύξηση θέσεων που φαίνεται πιο βιώσιμη, αλλά η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όλα είναι καλά», πρόσθεσε ο Όμπστφελντ.
Πηγή: Financial Times, ΑΠΕ – ΜΠΕ