Γιατί το Facebook, η Google και η Twitter δεν απέτρεψαν τις ρωσικές διαφημίσεις ενώ μπορούσαν;
- 11/11/2017, 19:00
- SHARE
Το ζήτημα της επιρροής ξένων δυνάμεων σε μια χώρα μέσω της προπαγάνδας δεν είναι νέο. Για την ακρίβεια, συμβαίνει εδώ και αιώνες.
Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε τις πλατφόρμες του Facebook, του Twitter και της Google για να επηρεάσει την πολιτική ζωή στις ΗΠΑ.
Το ζήτημα της επιρροής ξένων δυνάμεων σε μια χώρα μέσω της προπαγάνδας δεν είναι νέο. Για την ακρίβεια, συμβαίνει εδώ και αιώνες.
Το νέο στοιχείο είναι το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, καθώς και η ταχύτητα με την οποία αυτά τα μέσα μπορούν να διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις.
Οι εταιρείες τεχνολογίας αρνούνται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, συσσωρεύοντας παράλληλα κέρδη από την κατάχρηση των μέσων που προσφέρουν οι ίδιες.
Το Twitter, ενδεικτικά, συμφώνησε την προηγούμενη εβδομάδα να απαγορέψει διαφημίσεις από κρατικά υποστηριζόμενες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες της Ρωσίας, αλλά η αμφισβήτηση του περιεχομένου αυτών των ιστοσελίδων από μυστικές υπηρεσίες και άλλους παρατηρητές υπάρχει εδώ και χρόνια.
Οι γίγαντες του tech θα μπορούσαν να έχουν λύσει τα προβλήματα αυτά εδώ και καιρό, με απλά φίλτρα και άλλες τεχνολογικές λύσεις. Για παράδειγμα, είναι ευνόητο ότι θα πρέπει να μπλοκάρονται διαφημίσεις ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων που στοχεύουν σε συγκεκριμένες, κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες. Γιατί άραγε το RT να θέλει να αγοράσει διαφημίσεις σε μερικούς ταχυδρομικούς κώδικες της δυτικής Πενσυλβάνια, αν όχι για να διασπείρει προπαγάνδα;
Μια πτυχή του προβλήματος αφορά τις πολιτικές διαφημίσεις, και δεν πρόκειται για κάτι δυσεπίλυτο. Οι τεχνολογικοί γίγαντες πρέπει να ανταποκρίνονται στα πρότυπα που τηρούν και οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης, και να υποστηρίζουν τη διαφάνεια. Αυτό είναι το τίμημα του να είσαι ένας καλός εταιρικός πολίτης.
Αν τα τηλεοπτικά δίκτυα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είναι σε θέση να αποκαλύπτουν τους αγοραστές διαφημιστικού χρόνου, δεν υπάρχει λόγος να μην μπορούν να κάνουν το ίδιο οι εταιρείες τεχνολογίας.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι οι διαδικτυακές διαφημίσεις είναι αυτοματοποιημένες, και οι διαφημίσεις μέσω τρίτων κάνουν ακόμα δυσκολότερη την αναζήτηση των ιδιοκτητών. Την ίδια στιγμή όμως, η Google, το Twitter και το Facebook θα μπορούσαν απλώς να απαιτήσουν να ορίζεται ένας υπεύθυνος για κάθε διαφήμιση. Αυτό, μάλιστα, θα μπορούσε να επικυρώνεται όπως επικυρώνονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί των εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται οι εταιρείες τεχνολογίας.
Μια δεύτερη πτυχή αφορά την εγκυρότητα του περιεχομένου και τις προθέσεις του δημιουργού του περιεχομένου. Η αξιολόγηση και «αστυνόμευση» αυτών των χαρακτηριστικών είναι δυσκολότερες αλλά όχι αδύνατες. Το ψεύτικο ή αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας περιεχόμενο έχει το δικό του «δακτυλικό αποτύπωμα». Οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν αλγόριθμους για την αξιολόγηση του περιεχομένου και της κατάταξής του. Δεν είναι τόσο δύσκολο να προστεθούν κριτήρια που θα προσδιορίζουν την αξιοπιστία, όπως π.χ. ένα σκορ που θα προκύπτει από παράγοντες όπως η ηλικία της ιστοσελίδας, η προέλευσή της, η σύνδεση της ιστοσελίδας με γνωστά ψεύτικα bots του Twitter, κλπ.
Κάποιοι ίσως θεωρήσουν τις ιδέες αυτές ως απόπειρα λογοκρισίας. Οι συγκεκριμένες προτάσεις όμως δεν σημαίνει ότι θα οδηγήσουν σε μόνιμο αποκλεισμό των ιστοσελίδων με περιεχόμενο που λαμβάνει χαμηλή βαθμολογία. Από τις ιστοσελίδες αυτές θα μπορούσε απλώς να ζητηθεί να δώσουν περισσότερες πληροφορίες ώστε να βγουν από τη …μαύρη λίστα.
Όλο αυτό δεν διαφέρει από τις καθιερωμένες πρακτικές της βιομηχανίας των μέσων ενημέρωσης. Όλα τα μέσα ασκούν το δικαίωμά τους να ορίζουν τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται στην πλατφόρμα τους.
Με άλλα λόγια, δεν λέμε ότι θα πρέπει να απαγορευτεί η δημιουργία ιστοσελίδων από περιθωριακές ομάδες. Λέμε, απλώς, ότι θα πρέπει να γίνεται γνωστή η ταυτότητά τους και να αποτρέπεται η κατάληψη των κοινωνικών μέσων από τις ομάδες αυτές.