Market test για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ
- 21/12/2017, 08:47
- SHARE
Εταιρίες ηλεκτρισμού και μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας έχουν κληθεί να συμμετάσχουν στο market test για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Εταιρίες ηλεκτρισμού, αλλά και μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας από Ελλάδα, Κίνα, ΗΠΑ, Τσεχία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κληθεί μέχρι στιγμής να συμμετάσχουν στο market test για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ (Μεγαλόπολη και Φλώρινα), προκειμένου να καθοριστούν οι προδιαγραφές του διαγωνισμού που θα ακολουθήσει.
Όπως ανέφερε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μ. Παναγιωτάκης, στο περιθώριο της εκδήλωσης για την υπογραφή δανειακής σύμβασης με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η προκήρυξη αναμένεται τον Ιούνιο.
Ωστόσο, στο μεταξύ, θα πρέπει να επιλυθεί σειρά εκκρεμοτήτων που υπάρχουν με τις άδειες των μονάδων και των ορυχείων, με το καθεστώς του ορυχείου της Βεύης Φλώρινας που έχει ανακοινωθεί ότι θα επαναπροκηρυχθεί αλλά και με τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό που θα καταδείξει το ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή τα επόμενα χρόνια και θα προσδιορίσει έτσι έμμεσα τα μερίδια στο καλάθι της ενέργειας.
Πάντως, οι μελέτες της ΡΑΕ, όπως και οι εκτιμήσεις της ΔΕΗ, δείχνουν ότι είναι απαραίτητη για την ασφάλεια εφοδιασμού, η παράταση ζωής του λιγνιτικού σταθμού στο Αμύνταιο, η οποία ωστόσο προϋποθέτει την περιβαλλοντική του αναβάθμιση με κόστος περί τα 100 εκατ. ευρώ. Επένδυση για την οποία η ΔΕΗ επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή τρίτου επενδυτή.
Ο πρόεδρος της ΔΕΗ σημείωσε ακόμη ότι τα “σενάρια” που έχει εξετάσει η επιχείρηση δείχνουν πως η επένδυση στις λιγνιτικές μονάδες είναι κερδοφόρα, ακόμη και αν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα φτάσουν στα 25 με 30 ευρώ ανά τόνο.
Στο μεταξύ, χθες η ΔΕΗ έστειλε επιστολές στις μεγάλες βιομηχανίες που τροφοδοτούνται από το δίκτυο υψηλής τάσης με τις οποίες καλούνται σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή των νέων συμβολαίων για το 2018. Οι υφιστάμενες συμβάσεις λήγουν στο τέλος του χρόνου, ωστόσο παρατάθηκαν για δύο μήνες προκειμένου να υπάρξει επαρκές χρονικό περιθώριο για διαπραγματεύσεις.