Γιατί Στουρνάρας και θεσμοί λένε ότι δεν μπορεί να υπάρξει καθαρή έξοδος

Γιατί Στουρνάρας και θεσμοί λένε ότι δεν μπορεί να υπάρξει καθαρή έξοδος
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας συναντάται με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, στο γραφείο του στη Βουλή, Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014.Με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα είχε συνάντηση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Η σειρά δηλώσεων ανώτατων στελεχών και οι πληροφορίες που έρχονται από το εξωτερικό για την επόμενη ημέρα του προγράμματος.

 

Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είπε ανοιχτά αυτό που μέχρι πρότινος έλεγαν ανωνύμως πολλά στελέχη των θεσμών, αλλά και τίποτα διαφορετικό σε σχέση με τα όσα επωνύμως και με κάθε επισημότητα δήλωσαν προ εβδομάδων, αρχικά ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στο κουαρτέτο, Ντέκλαν Κοστέλλο και στη συνέχεια ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι.

Η καθαρή έξοδος δεν είναι αυτό που συζητάμε για την Ελλάδα“, ήταν η δήλωση του κ. Κοστέλλο. Λίγες εβδομάδες πριν, άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΕ, μιλώντας σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες είχε επισημάνει πως “η καθαρή έξοδος μπορεί να συμφέρει πολιτικά, αλλά έχει κινδύνους, που πρέπει να αποφευχθούν”.

Αλλά και ο κ. Ντράγκι, με τον πιο επίσημο τρόπο, στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου, πέταξε τη μπάλα στην κυβέρνηση για να αποφασίσει “εάν θα ζητήσει ένα τέταρτο πρόγραμμα”.

Τι το διαφορετικό είπε ο κ. Στουρνάρας και προξένησε την οργή της κυβέρνησης; Απλούστατα, όπως λέει και η παροιμία, “όταν δεν μπορείς να χτυπήσεις το γαϊδούρι, χτυπάς το σαμάρι”. Ο Πρωθυπουργός, κατά τα δικά του και μόνο λεγόμενα, απάντησε στον κ. Ντράγκι “να λείπει το βύσσινο”. Ωστόσο, δεν έχουμε μάθει ακόμη το τι απάντησε στον Έλληνα Πρωθυπουργό ο πρόεδρος της ΕΚΤ. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι αυτή η συνομιλία ήταν πραγματική, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η αντίδραση του κ. Τσίπρα ήταν εξόχως ηπιότερη εκείνης που επεφύλαξε η κυβέρνησή του στον Έλληνα κεντρικό τραπεζίτη. Ας μην ξεχνούμε πως καμία κυβερνητική απάντηση δεν υπήρξε στον κ. Κοστέλλο, ο οποίος ουσιαστικά ξεκαθάρισε πως κανείς στην Ευρώπη δεν συζητά την “καθαρή έξοδο”.

Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, τη στιγμή που, ενώ όλοι πανηγυρίζουν για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, εκείνη δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και, όπως φαίνεται η Αθήνα θα φθάσει στο παρά ένα του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου προκειμένου να ψηφίσει όλα τα εκκρεμή προαπαιτούμενα. Μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι παρακολουθούν τη βροχή τροπολογιών με παροχές, που “μυρίζουν εκλογές”, εκφράζοντας την ανησυχία τους. Πηγές των θεσμών κάνουν λόγο για “δείγματα γραφής, που δείχνουν για ποιο λόγο η Ελλάδα δεν μπορεί να αφεθεί ανεξέλεγκτη μετά τη λήξη του προγράμματος”. Οι ίδιες πηγές μιλούν για μεταρρυθμίσεις του τρίτου Μνημονίου, οι οποίες θα “τρέχουν” για αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του, ενώ θυμίζουν την υποχρέωση για τα μέτρα του 2019 και του 2020. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δεν έχει ακόμη δημιουργήσει το αναγκαίο μαξιλάρι διαθεσίμων, που θα έδινε μία αίσθηση ασφάλειας στις αγορές ότι η χώρα είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της για τους επόμενους 12 μήνες, συμπληρώνοντας, μάλιστα, με νόημα πως “αυτός δεν είναι ο πιο σημαντικός παράγων για να αποφασίσουν οι επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα”.

Ο φόβος ότι με τη λήξη του προγράμματος η κυβέρνηση θα αρχίσει ρεσιτάλ παροχών και θα ακυρώσει μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών παραμένει κυρίαρχος. Και, όπως υποστηρίζουν πηγές σε Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και Ουάσινγκτον, “οι αγορές μπορεί τώρα να είναι bullish, ωστόσο, μόλις διαπιστώσουν πισωγυρίσματα, η τάση θα ανατραπεί και τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού θα ανέβουν και πάλι σε μη βιώσιμα επίπεδα”.

Το άλλο σημαντικό ζήτημα είναι το χρέος. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν τίποτα παραπάνω από κάποιες επιμηκύνσεις και αυτό σημαίνει πως το ΔΝΤ θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει το ελληνικό χρέος “εξαιρετικά μη βιώσιμο”. Το πώς θα υποδεχθούν οι αγορές μια “μη λύση” τον Αύγουστο του 2018, μένει να φανεί.

Κρίσιμο ζήτημα είναι εκείνο των ελληνικών τραπεζών. Τα αποτελέσματα των stress tests και, κυρίως, η αποδοχή τους ή όχι από το ΔΝΤ θα αποτελέσουν το επίκεντρο της σύγκρουσης Ευρωπαίων-Ταμείου.

Ο Διοικητής της ΤτΕ θέτει και ένα άλλο πρόβλημα που θα παρουσιαστεί σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν καλυφθεί από ένα πρόγραμμα “ομπρέλα” μετά τον Αύγουστο του 2018. Είναι το ζήτημα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών. Για να συνεχίσει η ΕΚΤ να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εχέγγυα για να δανείζει τις ελληνικές τράπεζες, θα πρέπει απαραίτητα είτε να βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα είτε η χώρα να είναι ενταγμένη σε ένα πρόγραμμα προσαρμογής . Αυτή τη στιγμή τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται στην κατηγορία “σκουπίδια” και για να φθάσουν στην επενδυτική βαθμίδα θα πρέπει να αναβαθμιστούν κατα έξι βαθμίδες, κάτι που φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο μέσα στους επόμενους οκτώ μήνες. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες με αύξηση του κόστους χρήματος, το οποίο φυσικά θα μετακυλιστεί στην πραγματική οικονομία.

Για όλους τους παραπάνω λόγους οι Ευρωπαίοι έχουν προεξοφλήσει πως η “επόμενη ημέρα” δεν θα είναι χωρίς έλεγχο για την Ελλάδα. Ακόμη και εάν το πρόγραμμα δεν ονομαστεί προληπτική πιστοληπτική γραμμή, τα χαρακτηριστικά του θα είναι τα ίδια. Ένα ποσό, που θα καθοριστεί στο τέλος του προγράμματος, θα παραμείνει σε έναν κουμπαρά ασφαλείας του ESM, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί εάν η χώρα δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές. Η εγγύηση θα συνοδεύεται από την υποχρέωση της χώρας για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων. Παράλληλα, εξετάζεται, στο σενάριο της πιθανής άρνησης της κυβέρνησης να αιτηθεί κάποιας μορφής πιστοληπτική γραμμή, η τελευταία δόση του τρίτου Προγράμματος να σπάσει σε “υποδόσεις”, οι οποίες θα συνδεθούν με τα προαπαιτούμενα μέτρα του 2019. Σε κάθε περίπτωση, από τις αρχές του 2018 οι Ευρωπαίοι θα αρχίσουν να συζητούν πιο εντατικά την επόμενη ημέρα, ώστε να έχουν ολοκληρωμένο σχέδιο έως το Μάιο. Άλλωστε και το ΔΝΤ έχει προετοιμαστεί για την επόμενη ημέρα με ένα νέο πρόγραμμα το PCI, το οποίο είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ελλάδας και προβλέπει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με εξαμηνιαίους ελέγχους από το ΔΝΤ, χωρίς την χορήγηση δανείου.