Moody’s: Πώς προχωρά η πώληση κόκκινων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες
- 19/03/2018, 12:33
- SHARE
Ο οίκος αξιολόγησης έδωσε τα στοιχεία και τις προβλέψεις μέσα στη διετία για την πορεία των τραπεζών και τις προοπτικές τους.
H υιοθέτηση από τις ελληνικές τράπεζες του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς 9 (IFRS 9) ενισχύει τη δυνατότητά τους να πωλούν προβληματικά δάνεια χωρίς να υφίστανται σημαντικές απώλειες, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε έκθεσή του (Moody’s Credit Outlook).
Την περασμένη Τετάρτη, σημειώνει ο οίκος, ελληνικές τράπεζες – όπως η Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank, η Eurobank και η Attica Bank – ανακοίνωσαν προκαταρκτικά στοιχεία για το αποτέλεσμα της εφαρμογής από τον Ιανουάριο του IFRS. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή του IFRS από τις ελληνικές τράπεζες μεταφράζεται άμεσα σε μία αύξηση των προβλέψεων τους για ζημιές από δάνεια περίπου 10% κατά μέσο όρο, αυξάνοντας το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPEs) σε περίπου 55% από 50% στο τέταρτο τρίμηνο, κάτι που είναι θετικό για την πιστοληπτική τους ικανότητα (credit positive).
Οι πρόσθετες προβλέψεις, σημειώνει ο οίκος, θα βοηθήσουν τις τράπεζες να μειώσουν το μεγάλο απόθεμα των NPEs τους (ύψους περί τα 95 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017) κατά περίπου 40% στην περίοδο 2017-19, σύμφωνα με τη δέσμευσή τους έναντι του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι υψηλότερες προβλέψεις θα διευκολύνουν τη δυνατότητα των τραπεζών να πωλούν NPEs στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να υφίστανται σημαντικές απώλειες καθώς και μελλοντικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δανειστών με υψηλή μόχλευση ή μη βιώσιμων δανειστών, αναφέρει ο Moody’s.
Ωστόσο, προσθέτει, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν έναν κίνδυνο υλοποίησης όσον αφορά τη μείωση των NPEs τους εν μέσω ενός ακόμη δύσκολου αλλά βελτιούμενου λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και καθώς το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα πρέπει να γίνει φέτος και το επόμενο έτος.
Ο Moody’s εκτιμά ότι τα 5,4 δισ. ευρώ, που θα είναι η επίπτωση στην κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών από την εφαρμογή του IFRS 9, θα μειώσει τον δείκτη βασικών κεφαλαίων τους (CET1) κατά μέσο όρο 300 μονάδες βάσης (σ.σ.: τρεις ποσοστιαίες μονάδες) σε μία πενταετία από έναν μέσο δείκτη CET1 ύψους περίπου 16,5% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017.
Το άμεσο αποτέλεσμα για το 2018 θα περιορισθεί σε περίπου 15 μονάδες βάσης, επειδή μόνο το 5% των πρόσθετων αυτών προβλέψεων θα επηρεάσει τα εποπτικά κεφάλαια. Οι ελληνικές ρυθμιστικές Αρχές δίνουν τη δυνατότητα μίας κλιμακωτής πενταετούς περιόδου εφαρμογής, ώστε τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών να μπορούν να απορροφήσουν πλήρως την επίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι το 5% που θα ισχύσει φέτος, θα αυξηθεί στο 15% το 2019, στο 30% το 2020, στο 50% το 2021, στο 75% το 2022 και στο 100% το 2023, σημειώνει ο οίκος.
Πώς αποτιμήθηκε η πώληση των κόκκινων δανείων της Alpha Bank
Την περασμένη Τρίτη, η Alpha Bank ανακοίνωσε την υπογραφή συμφωνίας με τον όμιλο B2Holding, που είναι κορυφαίος εξειδικευμένος στο ευρωπαϊκό χρέος, για την πώληση ενός χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων ανεξασφάλιστων δανείων λιανικής ύψους 3,7 δισ. ευρώ. Η πώληση αυτή είναι θετική για το αξιόχρεο (credit positive) της Alpha Bank, αναφέρει ο οίκος Moody’s, επειδή μειώνει το συνολικό ανεξόφλητο ύψος κεφαλαίου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της (NPEs) κατά περίπου 900 εκατ. ευρώ και βοηθά στην επίτευξη του στόχου της τράπεζας για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της.
Η πώληση αυτή, που είναι η μεγαλύτερη του είδους αυτού στην Ελλάδα, μαζί με άλλες μικρότερες πωλήσεις από την τράπεζα, προοιωνίζεται μεγαλύτερες μελλοντικές πωλήσεις NPE για τη μείωση του υψηλού επιπέδου προβληματικών δανείων της τράπεζας, σημειώνει ο οίκος. Από τα 3,7 δισ. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων ανεξασφάλιστων δανείων, που πωλήθηκαν στη B2Holding, τα 2 δισ. ευρώ αποτελούν το συνολικό ανεξόφλητο ύψος κεφαλαίου, αλλά μόνο τα 900 εκατ. ευρώ βρίσκονται στον ισολογισμό της Alpha Bank. Αν και η τιμή πώλησης των δανείων αυτών ανέρχεται σε περίπου 4,5% του συνολικού ποσού του κεφαλαίου, στα 90 εκατ. ευρώ, η Alpha Bank αναμένει ότι η συναλλαγή θα επηρεάσει θετικά την κεφαλαιακή της βάση, επειδή για τα προβληματικά δάνεια 900 εκατ. ευρώ που βρίσκονται στον ισολογισμό της έχει ήδη σχηματίσει υψηλές προβλέψεις, σημειώνει ο οίκος.
Η διαχείριση των NPEs θα παραμείνει στην εταιρεία CEPAL HELLAS FINANCIAL SERVICES , που είναι η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα με άδεια διαχείρισης NPE και στην οποία η Alpha Bank κατέχει το 43%. Έτσι, σημειώνει ο οίκος, η Alpha Bank θα ωφεληθεί στο μέλλον, από τις όποιες ανακτήσεις των προβληματικών δανείων, με τα τέλη και τις προμήθειες που θα πληρώνει η B2Holding στη CEPAL. Η συμφωνία αυτή, επίσης, θα βοηθήσει την τράπεζα να επιτύχει τον στόχο της μείωσης των NPEs της στην Ελλάδα κατά 5,8 δισ. ευρώ με ρευστοποιήσεις ενεχύρων και πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έως τον Δεκέμβριο του 2019, σύμφωνα με τη δέσμευσή της προς τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την Τράπεζα της Ελλάδος.