Πόσες ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν «πειρατικό» λογισμικό
- 20/06/2018, 16:00
- SHARE
Η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Ποιοι οι κίνδυνοι για την εταιρική ασφάλεια.
Για τη μείωση του κινδύνου των κυβερνοεπιθέσεων και την προαγωγή του τελικού αποτελέσματος, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξαλείψουν το μη αδειοδοτημένο λογισμικό που βρίσκεται εγκατεστημένο στα δίκτυά τους και να εισάγουν σύστημα Διαχείρισης Πόρων Λογισμικού (Software Asset Management), σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα λογισμικού της BSA-The Software Alliance.
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην Ελλάδα, το 61% του λογισμικού που βρίσκεται εγκατεστημένο σε υπολογιστές δεν ήταν νομίμως αδειοδοτημένο, το οποίο είναι το υψηλότερο ποσοστό στη Δυτική Ευρώπη, ενώ είναι υψηλότερο ακόμη και από το μέσο όρο στο σύνολο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό αντιπροσωπεύει μία μείωση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα της BSA που δημοσιεύτηκε το 2016. Η εμπορική αξία του μη αδειοδοτημένου λογισμικού που βρίσκεται εγκατεστημένο στην Ελλάδα βρέθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 173.000.000 δολαρίων ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την έρευνα, η μείωση του ποσοστού της πειρατείας λογισμικού οφείλεται στις συγκροτημένες ενέργειες προς επιβολή του νόμου τόσο εκ μέρους της BSA όσο και των κρατικών οργάνων και είναι αποτέλεσμα της αύξησης της διαχείρισης πόρων λογισμικού εκ μέρους των επιχειρήσεων (Software Asset Management), της αύξησης της χρήσης συνδρομητικού λογισμικού και της περιορισμένης οικονομικής ανάκαμψης.
Σε όλο τον κόσμο, οι επιχειρήσεις κάνουν χρήση λογισμικού, προκειμένου να βελτιώσουν τον τρόπο που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά, να αυξήσουν τα κέρδη τους, να προσεγγίσουν νέες αγορές και να κερδίσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι διευθυντές συστημάτων πληροφορικής (CIOs) και όπως επιβεβαιώνεται από την ανάλυση της έρευνας που πραγματοποιήθηκε, εάν το λογισμικό είναι μη αδειοδοτημένο, οι επιχειρήσεις διατρέχουν έναν σημαντικό κίνδυνο να αντιμετωπίσουν συχνά-σοβαρές απειλές κατά της ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, οι CIOs παρατήρησαν ότι η κλοπή προσωπικών και εταιρικών δεδομένων είναι το πρωταρχικό μέλημά τους αναφορικά με το κακόβουλο λογισμικό που μπορεί να συνοδεύει μη αδειοδοτημένο λογισμικό. Κατά συνέπεια, περισσότεροι από τους μισούς CIOs που συμμετείχαν στην έρευνα, ανέφεραν τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας ως το νούμερο ένα λόγο για τον οποίο πρέπει να αποφεύγεται το μη αδειοδοτημένο λογισμικό (54 %), με δεύτερο λόγο το μικρότερο κίνδυνο που διατρέχουν, λόγω νομικών ζητημάτων (43%).
Για καλύτερη κατανόηση των συνεπειών της χρήσης μη αδειοδοτημένου λογισμικού, η BSA δημοσίευσε την παγκόσμια έρευνα λογισμικού 2018: Διαχείριση Λογισμικού: Επιτακτική Ανάγκη Ασφάλειας, Επαγγελματική Ευκαιρία. Η έρευνα ποσοτικοποιεί την ένταση και την αξία του μη αδειοδοτημένου λογισμικού που βρίσκεται εγκατεστημένο σε προσωπικούς Η/Υ σε περισσότερες από 110 χώρες και περιοχές και περιλαμβάνει σχεδόν 23.000 απαντήσεις από καταναλωτές, εργαζόμενους και CIOs.
Σύμφωνα με τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας:
«Η χρήση μη αδειοδοτημένου λογισμικού, αν και ελαφρώς μειωμένη, είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη. Το μη αδειοδοτημένο λογισμικό εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο σε ανησυχητικά επίπεδα, με ποσοστό 37% να αφορά λογισμικό εγκατεστημένο σε προσωπικούς Η/Υ (σημειώνεται πτώση μόνο δύο μονάδων από το 2016).
Οι CIOs αναφέρουν ότι το μη αδειοδοτημένο λογισμικό είναι όλο και περισσότερο επικίνδυνο και ακριβό. Το κακόβουλο λογισμικό που προέρχεται από μη αδειοδοτημένο λογισμικό κοστίζει στις εταιρείες, παγκοσμίως, σχεδόν 359 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.
Η όλο και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς το αδειοδοτημένο λογισμικό αναδεικνύεται σήμερα σε οικονομικό παράγοντα και ταυτόχρονα σε επιτακτική ανάγκη ασφάλειας. Όταν οι εταιρείες κάνουν πρακτικά βήματα προς την ενίσχυση της διαχείρισης του λογισμικού τους, μπορούν να αυξήσουν τα κέρδη τους έως και σε ποσοστό 11%.
Οι επιχειρήσεις σήμερα μπορούν να κάνουν ουσιαστικά βήματα, για να βελτιώσουν τη διαχείριση του λογισμικού τους. Έρευνες δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να πετύχουν εξοικονόμηση μέχρι και 30% στα ετήσια έξοδα λογισμικού, εφαρμόζοντας ένα δυναμικό πρόγραμμα διαχείρισης πόρων λογισμικού και βελτιστοποίησης της αδειοδότησης λογισμικού».
Μέσω της σε βάθος ανάλυσης, η έρευνα δείχνει ότι οι εταιρείες μπορούν να εφαρμόσουν ισχυρά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων διαχείρισης πόρων λογισμικού, προκειμένου να βελτιώσουν τον τρόπο που διαχειρίζονται το λογισμικό και, ως εκ τούτου, να αυξήσουν τα κέρδη, να μειώσουν τους κινδύνους ασφαλείας και να αυξήσουν τις ευκαιρίες.