Ανάπτυξη μόνο 1% μετά το 2022 για την Ελλάδα βλέπει η Κομισιόν
- 25/06/2018, 11:03
- SHARE
Τι αναφέρει η Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους που ολοκλήρωσε και δημοσίευσε η Κομισιόν για ανάπτυξη, χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα.
Θετικά σχολιάζει η Κομισιόν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup για τη βιωσιμότητα του χρέους στην Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους που ολοκλήρωσε και δημοσίευσε ως μέρος της έκθεσης συμμόρφωσης (DSA) μετά τις αποφάσεις του Eurogroup.
Το ελληνικό χρέος υποχώρησε από το 180,8% το 2016 στο 178,6% το 2017 και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω από το 2019 αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση με τις προβλέψεις να υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει ληξιπρόθεσμες οφειλές φέτος, ώστε έως το τέλος του 2018 θα έχει εξοφλήσει όλες τις εναπομείνασες οφειλές, μετά και την εκταμίευση της δόσης των 15 δισ. ευρώ.
Ωστόσο υποχωρεί σημαντικά η πρόβλεψη για μακροχρόνια ανάπτυξη σε μόλις 1% μετά το 2022. Τον Μάρτιο η αντίστοιχη έκθεση έκανε λόγο για ανάπτυξη 1,5% από το 2023 ως το 2030 και 1,25% στη συνέχεια. Η εξέλιξη αυτή φέρνει πιο κοντά τους Ευρωπαίους στα συμπεράσματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το οποίο επιμένει σε χαμηλή ανάπτυξη μακροπρόθεσμα και ζητούσε μια μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους που θα διασφάλιζε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Συγκεκριμένα τα βασικά σενάρια της νέας έκθεσης (DSA) είναι τα εξής:
Η πρόβλεψη για το βραχυπρόθεσμο πραγματικό ΑΕΠ έχει αναβαθμιστεί, σε ευθυγράμμιση και με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν. Μακροχρόνια, η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί περί το 1% μετά το 2022, καθώς θα κλείσει το παραγωγικό κενό και θα αντανακλώνται και οι επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού. Ο πληθωρισμός αναμένεται να ενισχυθεί από 0,9% το 2018 περίπου στο 2% το 2023 και να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα. Ως εκ τούτου, η ονομαστική ανάπτυξη θα κινηθεί περίπου στο 3% μακροχρόνια.
Τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις εκτιμώνται περίπου στα 14 δισ. μεταξύ του 2018 και του 2060, εκ των οποίων τα 11,5 δισ. αναμένεται να προέλθουν από μη τραπεζικά assets. Δεν προβλέπεται άλλη τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση σε αυτή τη φάση και εκτιμάται ότι περισσότερο από το 75% των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015 μπορούν να ανακτηθούν από την ιδιωτικοποίηση τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού (4,5 δισ.)
Όσον αφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα, η ανάλυση υποθέτει ότι η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο του 3,5% το 2018. Η χώρα αναμένεται να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022. Εν συνεχεία, το πλεόνασμα αναμένεται να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως, για να διαμορφωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ το 2025.
Υψηλότερα αναμένονται και τα επιτόκια της αγοράς τα επόμενα χρόνια (ορίζονται ως το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους).
Υπολογίζεται αύξηση από το 4,1% το 2019 στο 5,4% το 2030 (αντί για 5,2% προηγουμένως) και στο 5,1% το 2060 (αντί για 4,5% προηγουμένως). Μεσοσταθμικά αναμένεται επιτόκιο στο 5,1% (περίοδος 2018- 2060) αντί για 4,9% προηγουμένως.
Εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει σταδιακά μέρος από το μαξιλάρι διαθεσίμων, ούτως ώστε να καλύπτει μερικώς τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της. Εκτιμάται έτσι ότι το μαξιλάρι διαθεσίμων από τα 24,1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο, θα περιοριστεί στα 12 δισ. ευρώ έως το 2022.
Με βάση τις ανωτέρω υποθέσεις, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 188,6% το 2018, στο 169,9% το 2020, στο 136,6% το 2030 και στο 127% το 2060. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης προβλέπονται στο 21,8% του ΑΕΠ το 2018, προτού υποχωρήσουν στο 9,6% το 2020. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να αυξηθούν εκ νέου μετά το 2020, φτάνοντας το 28,1% το 2060. Αυτό είναι πάνω από το όριο που θεωρεί βιώσιμο το Eurogroup.