Εκτοξεύτηκαν οι επιθέσεις κατά των «έξυπνων» συσκευών – Τι να κάνετε εάν «μολυνθείτε»

Εκτοξεύτηκαν οι επιθέσεις κατά των «έξυπνων» συσκευών – Τι να κάνετε εάν «μολυνθείτε»
Photo: pixabay.com

Οδηγίες της Kaspersky Lab για τις περιπτώσεις που έχετε πέσει θύμα ψηφιακής επίθεσης.

 

Το πρώτο εξάμηνο του 2018, οι συσκευές ΔτΠ (=Διαδίκτυο των Πραγμάτων/Internet of Things) δέχθηκαν περισσότερες από 120.000 επιθέσεις τροποποιημένων κακόβουλων λογισμικών, σύμφωνα με σχετική έκθεση της ρωσικής εταιρείας κυβερνοασφάλειας Kaspersky Lab. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, ο αριθμός αυτός είναι τριπλάσιος από τον αντίστοιχο που καταγράφηκε για ολόκληρο το 2017. Η Kaspersky Lab προειδοποιεί ότι η ραγδαία αύξηση στην ευρύτερη οικογένεια των κακόβουλων λογισμικών που στοχεύουν έξυπνες συσκευές, είναι η συνέχεια μίας επικίνδυνης τάσης. Επίσης, όπως επισημαίνει, το 2017, δεκαπλασιάστηκε ο αριθμός των απειλών που αφορούσαν έξυπνες συσκευές σε σχέση με το 2016.

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έκθεσης, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, ο αριθμός των τροποποιήσεων κακόβουλου λογισμικού, με στόχο συσκευές ΔτΠ που έχουν καταχωρηθεί από ερευνητές, ήταν τριπλάσιος από τον αριθμό που καταχωρήθηκε σε ολόκληρο το 2017. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η πιο δημοφιλής μέθοδος διάδοσης του κακόβουλου λογισμικού εξακολουθεί να είναι η επαναλαμβανόμενη χρήση κωδικών πρόσβασης σε διάφορους συνδυασμούς. Αυτή η τακτική χρησιμοποιείται στο 93% των εντοπισμένων επιθέσεων.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «για να μειωθεί ο κίνδυνος “μόλυνσης”, συνιστάται στους χρήστες:

– Να εγκαθιστούν ενημερώσεις για το υλικολογισμικό που χρησιμοποιούν το συντομότερο δυνατόν. Μόλις βρεθεί μία ευπάθεια, μπορεί να διορθωθεί, μέσω ενημερώσεων.

– Να αλλάζουν πάντα τους προεγκατεστημένους κωδικούς πρόσβασης και να χρησιμοποιούν περίπλοκους κωδικούς πρόσβασης που περιλαμβάνουν κεφαλαία και μικρά γράμματα, αριθμούς και σύμβολα.

– Να επανεκκινούν μία συσκευή, μόλις νομίζουν ότι ενεργεί παράξενα. Μπορεί να βοηθήσει να απαλλαγούν από το υπάρχον κακόβουλο λογισμικό, αλλά αυτό δεν μειώνει τον κίνδυνο να πάθει άλλη “μόλυνση”».