Τι θα σημάνει το τέλος της συμφωνίας για τα πυρηνικά
- 23/10/2018, 10:33
- SHARE
Ο Τραμπ επιβεβαίωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία INF, με την οποία είχε προαναγγελθεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Για τον Ρώσο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ενδέχεται να είναι κάτι σαν επανάληψη. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοινώνει ότι θα εγκαταλείψει μια σημαντική συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών ανάμεσα σε Ουάσιγγκτον και Μόσχα.
Τον Δεκέμβριο του 2001 ο Βλαντιμίρ Πούτιν άκουσε τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο να αναγγέλλει την έξοδο των ΗΠΑ από τη Συμφωνία Αντιβαλλιστικών Πυραύλων ABM, την οποία είχαν συνυπογράψει ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, το 1972. Ο Πούτιν είχε χαρακτηρίσει λάθος του Μπους την εν λόγω κίνηση, συμπληρώνοντας πάντως ότι η απόφαση του τότε αμερικανού προέδρου δεν συνιστά απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας. Έτσι, παρά την έξοδο των ΗΠΑ από τη Συμφωνία ABM, αμφότερες οι χώρες περιόρισαν τα οπλοστάσιά τους.
Σχεδόν 17 χρόνια αργότερα ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία INF για τα πυρηνικά όπλα μεσαίου βεληνεκούς. Εάν η διαφαινόμενη απόσυρση της Ουάσιγκτον και από αυτή τη συμφωνία κυλήσει με παρόμοια ανώδυνο τρόπο, όπως είχε συμβεί το 2001, είναι αβέβαιο. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001 οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι οι κύριες απειλές κατά της αμερικανικής ασφάλειας προέρχονται από το Ιράκ, το Ιράν και άλλες μουσουλμανικές χώρες.
Η Ρωσία είχε εξελιχθεί στο μεταξύ σε σύμμαχο των ΗΠΑ. Αυτό το στάτους όμως έπαψε να ισχύει για τη Ρωσία το αργότερο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα. «Η σημερινή συγκυρία (σ.σ. αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία INF) είναι εντελώς διαφορετική», επισημαίνει ο Ματίας Ντεμπίνσκι, ειδικός αναλυτής για θέματα που αφορούν το ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή πολιτική εξωτερικών σχέσεων και ασφάλειας στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη και τις Διενέξεις (HSFK) στην Έσση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Συμφωνία INF αποτελεί «μια πρωτοποριακή συμφωνία μείωσης των εξοπλισμών» και το ενδεχόμενο κατάργησής του θα είχε κατά τη γνώμη του σοβαρές επιπτώσεις.
Συμφωνία με μεγάλη «υλική και συμβολική σημασία»
Στις 8 Δεκεμβρίου 1987 οι σημαντικές προσπάθειες που είχαν καταβληθεί απέδωσαν καρπούς. Ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν και ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συνυπέγραψαν στην Ουάσιγκτον τη Συμφωνία INF. Αμφότερες οι πλευρές ανέλαβαν την υποχρέωση να εξουδετερώσουν τους πυρηνικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς και να μην κατασκευάσουν νέους στο εξής. Η συμφωνία ισχύει από την κύρωσή της, τον Ιούνιο του 1988. Ο αναλυτής Ματίας Ντεμπίνσκι χαρακτηρίζει τη συμφωνία «επαναστατική διότι δεν μεριμνούσε μόνον για έλεγχο των εξοπλισμών, αλλά έθεσε στο περιθώριο μια ολόκληρη σειρά επικίνδυνων πυραυλικών συστημάτων».
Τα δύο κράτη κατέστρεψαν συνολικά 2.692 πυραύλους -846 η αμερικανική πλευρά και 1846 η σοβιετική. «Ήταν η απαρχή μιας διαδικασίας που οδήγησε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η υλική και συμβολική σημασία της συμφωνίας δεν θα πρέπει να υποτιμάται καθόλου», τονίζει στην DW ο Ματίας Ντεμπίνσκι.
Ο γερμανός ειδικός επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ –μάλιστα τόσο η προηγούμενη όσο και η νυν κυβέρνηση- καταγγέλλουν παραβιάσεις της συμφωνίας εκ μέρους της Μόσχας. Την ίδια ώρα ρώσοι βουλευτές αντικρούουν τις αιτιάσεις, λέγοντας ότι η Ουάσιγκτον δεν διαθέτει τεκμήρια. Η Ρωσία από την πλευρά της εγείρει συγκεκριμένες κατηγορίες κατά των ΗΠΑ.
Αυτές αφορούν αμερικανικά οπλικά συστήματα που έχουν σταθμευθεί στη Ρουμανία. Αν και πρόκειται για αμυντικά όπλα που συγκαταλέγονται στην αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ, τα συστήματα αυτά είναι παρόμοια με εκείνα που διαθέτουν τα πλοία του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και τα οποία έχουν τη δυνατότητα να εκτοξεύουν και βαλλιστικούς πυραύλους. Ως εκ τούτου, από τη σκοπιά της Ρωσίας οι ΗΠΑ ήδη παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές της συμφωνίας INF.
Τι έπεται;
Ο Ντόναλντ Τραμπ διατύπωσε την πρόθεση των ΗΠΑ να κατασκευάσουν νέους βαλλιστικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς εάν δεν καταστεί δυνατή η υπογραφή μιας διάδοχης συμφωνίας μετά την INF, στην οποία θα συμμετείχε εκτός της Ρωσίας και η Κίνα. Με αυτήν την κίνηση η Ουάσιγκτον επιχειρεί να λάβει υπόψη της τις γεωπολιτικές εξελίξεις από την εποχή του ψυχροπολεμικού διπόλου ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης. Οι ΗΠΑ λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τους τις εδαφικές διεκδικήσεις του Πεκίνου στην Νοτιοκινεζική Θάλασσα και τις αξιώσεις που θέτει με ολοένα πιο επιθετικό τρόπο έναντι των γειτόνων της.
Οι ΗΠΑ θέτουν ζήτημα κατάργησης της Συμφωνίας INF εάν δεν είναι δυνατή η διεύρυνση της ισχύος της με την συμπερίληψη κρατών όπως η Κίνα και η Ινδία. Γεγονός είναι πάντως ότι στο διάστημα του Ψυχρού Πολέμου είχαν αποτύχει παρόμοια εγχειρήματα, τονίζει ο αναλυτής Ματίας Ντεμπίνσκι, υπογραμμίζοντας ότι και σήμερα απουσιάζει η πολιτική βούληση και υπάρχουν σοβαρά εμπόδια.
«Θα πρέπει (σ.σ. οι ΗΠΑ) να συμπεριλάβουν στη συμφωνία μια σειρά κρατών που δεν θέλουν καν να συμπεριληφθούν», παρατηρεί ο ειδικός. Ο Ματιας Ντεμπίνσκι διατυπώνει τον φόβο ότι «θα παρασυρθούμε σε έναν νέο ανταγωνισμό πυρηνικών εξοπλισμών».
Πηγή: Deutsche Welle