Ποιοι αγόρασαν το ελληνικό ομόλογο: Το προφίλ των επενδυτών που στήριξαν την έξοδο στις αγορές
- 30/01/2019, 10:51
- SHARE
Η στήριξη των μεγάλων τραπεζών, ο περιορισμός των κερδοσκόπων και ο ρόλος της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Πιο «μακροπρόθεσμοι» ήταν οι επενδυτές που αποφάσισαν να στηρίξουν την πρώτη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο ότι στην έκδοση του 5ετούς τίτλου η παρουσία των κερδοσκοπικού χαρακτήρα hedge funds διαμορφώθηκε στο 11%, επίπεδο εξαιρετικά μειωμένο σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη ελληνική έκδοση του 7ετούς ομολόγου που έγινε πριν από έναν χρόνο και στο οποίο τα hedge funds απορρόφησαν το 32%.
Στόχος της κυβέρνησης και των αναδόχων τραπεζών, μεταξύ των οποίων για πρώτη φορά δέσποζαν τέσσερις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, ήταν να προσελκύσουν μακροπρόθεσμα επενδυτικά επενδυτικά κεφάλαια, περιορίζοντας τη συμμετοχή των ακραία κερδοσκοπικών hedge funds, που είχαν καλύψει μεγάλο μέρος της περυσινής έκδοσης των 7ετών ομολόγων, με πολύ δυσμενή αποτελέσματα, καθώς στόχος τους ήταν να ρευστοποιήσουν γρήγορα τους τίτλους.
Οι προσφορές των επενδυτών για το πενταετές ομόλογο υπερκάλυψαν κατά πέντε φορές το ζητούμενο ποσό (2 δισ. ευρώ) και ξεπέρασαν τα 10 δισ. ευρώ. Δεδομένου ότι οι προσφορές προήλθαν από εξαιρετικής ποιότητας επενδύτες, όπως asset managers, αμοιβαία κεφάλαια και θεσμικούς, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έκανε αποδεκτές προσφορές συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 500 εκατ. ευρώ περισσότερα από όσα αρχικά ζητούσε.
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία των επενδυτών, το 67,5% αφορά διαχειριστές κεφαλαίων, το 19% τράπεζες/ιδιωτικές τράπεζες, το 11% hedge funds και το 2,5% ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία.
Σε ό,τι αφορά την γεωγραφική κατανομή, το 42% προήλθε από επενδυτές του Ηνωμένου Βασιλείου, το 13% από Γερμανία/Αυστρία, το 11% από Ιταλία, το 10,5% από Ελλάδα, το 6% από Γαλλία, το 4,5% από σκανδιναβικές χώρες, το 4% από άλλες χώρες της Ευρώπης, το 8,5% από τις ΗΠΑ και το υπόλοιπο 0,5% από άλλες χώρες.
Το κόστος δανεισμού κινήθηκε αισθητά χαμηλότερα από το ενδεικτικό κουπόνι των 3,75% – 3,875% που είχε δοθεί ως σημείο εκκίνησης στους αναδόχους και τελικά έκλεισε στο 3,6%.
Η επιτυχία του πενταετούς ομολόγου είχε ως αποτέλεσμα να κινηθούν χαμηλότερα οι αποδόσεις όλων των ελληνικών ομολόγων.
Το τετραετές ομόλογο λήξεως 30 Ιανουαρίου 2023 σημείωσε απόδοση 2,994% και το ομόλογο λήξεως 30 Ιανουαρίου 2028 κατέγραψε απόδοση 3,994%.
Ήδη, όπως τόνισε χθες και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχει καλυφθεί με τη χθεσινή έκδοση περισσότερο από το 1/3 του ετήσιου στόχου δανεισμού που έχει θέσει ο ΟΔΔΗΧ, που είναι 7 δισ. ευρώ. «Η Ελλάδα αλλάζει κατηγορία», τόνισε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών.
Πώς βλέπουν την έξοδο τραπεζικά στελέχη
Οι παραπάνω επιδόσεις δείχνουν μια πρώτη μεταστροφή του διεθνούς επενδυτικού κλίματος για την Ελλάδα με τη βοήθεια και των μεγάλων τραπεζικών ονομάτων της Wall Street. Το επίτευγμα, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, δεν είναι αμελητέας σημασίας, καθώς η Ελλάδα δεν έχει σήμερα αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες προσέλκυσης των μεγάλων επενδυτικών και συνταξιοδοτικών funds.
Πρόκειται για «ένα βήμα προς την κανονικότητα για την Ελλάδα», όπως εύστοχα σχολίασε, μιλώντας στους Financial Times στέλεχος της Aberdeen Standard Investments. Πίσω από αυτή την επιτυχία δεν κρύβεται μόνο το βελτιωμένο κλίμα στις αγορές ομολόγων και η δίψα των επενδυτών για ομόλογα υψηλής απόδοσης, αλλά και πολιτικοί παράγοντες:
Όπως τονίζουν οι FT, η ελληνική κυβέρνηση οργάνωσε προσεκτικά την επιστροφή της στην αγορά, στον απόηχο του θετικού κλίματος, μετά τις πρόσφατες διπλωματικές προσπάθειες για το Μακεδονικό, αξιοποιώντας στο μέγιστο τις υποστηρικτικές συνθήκες της αγοράς. Οι προσπάθειες από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να «κλείσει» το ονοματολογικό, τερματίζοντας μια διένεξη 28 ετών, αποδείχθηκαν υποστηρικτικές για το ελληνικό χρέος, σημειώνει η βρετανική εφημερίδα.
Τραπεζικά στελέχη κάνουν λόγο για… γεωπολιτικό μέρισμα από την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ελλάδας μετά τη συμφωνία για τη διευθέτηση μιας εκκρεμότητας που απασχολούσε έντονα το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο των προσπαθειών ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.