Δέκα χρόνια μετά την κρίση, η έλλειψη ρευστότητας και οι φόροι «πνίγουν» τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
- 17/04/2019, 19:25
- SHARE
Το κόστος της κρίσης δεν κατανεμήθηκε ισομερώς σε όλους τους κλάδους, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ότι η ανάκαμψη των τελευταίων ετών είναι εξίσου ανισομερής.
Αυτό προκύπτει από την έκθεση του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ υπογραμμίζεται η ύπαρξη μίας αξιοσημείωτης δυναμικής των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά εμπόδια. Στην έρευνα αποτυπώνεται ότι το κυριότερο εμπόδιο (με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
«Όπως φαίνεται στην Ελλάδα έχει πλέον διαμορφωθεί ένα στρεβλό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να ελέγχουν την συντριπτική πλειοψηφία των ροών κεφαλαίου στην οικονομία. Είναι, επομένως, επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών υποδομών της χώρας, προκειμένου να έρθουμε πιο κοντά στον πολυπόθητο στόχο μιας υγιούς, μακροπρόθεσμης, σταθερής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» καταλήγει ο πρόλογος της έκθεσης.
Η ελληνική οικονομία, όπως σημειώνεται: «εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα με τα πιο αδύναμα σημεία της να είναι η στρεβλή χρηματοοικονομική αγορά και το δυσμενές και ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις. Αντιθέτως, παρουσιάζει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και στις υποδομές. Το σημαντικότερο πρόβλημα των ΜΜΕ αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στην υψηλή φορολογία και στο φορολογικό πλαίσιο εν γένει. Ίσως, η μόνη θετική απόρροια της κρίσης υπήρξε η πρωτοφανής βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου η οποία όμως οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών. Εν τούτοις, φαίνεται πως τα τελευταία δύο έτη αναπτύσσεται μία δυναμική επέκτασης των εξαγωγών η οποία μένει να φανεί αν θα διατηρηθεί και στα επόμενα έτη».
Το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής
Ειδικά σε ό,τι αφορά στο κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως αναφέρεται, αυτή συντελέστηκε κυρίως μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Σχεδόν τα 2/3 (67,47%) της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής της δεκαετίας 2010- 2019 ύψους 173,6 δισ. ευρώ προήλθε από το σκέλος των φορολογικών εσόδων. «Έτσι, δημιουργήθηκε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης και ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις» όπως υπογραμμίζεται.
Η «Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» αποτελεί ένα είδους απολογισμού των δέκα και πλέον ετών που έχουν παρέλθει από την εκδήλωση της κρίσης και της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Βασική επιδίωξη της έκθεσης είναι η αποτύπωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η ανάδειξη των διαρθρωτικών μεταβολών της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα προβλήματα ρευστότητας και άντλησης χρηματοδότησης, που σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία αναδεικνύονται ως τα σημαντικότερα εμπόδια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα σήμερα.
Όπως προκύπτει, η κύρια συνιστώσα της οικονομικής δραστηριότητας που έχει πληγεί περισσότερο είναι αυτή των επενδύσεων. «Αυτό είναι και ένα από πιο ανησυχητικά ευρήματα της έκθεσης, καθώς η απομείωση του κεφαλαίου της χώρας υπονομεύει τις μελλοντικές αναπτυξιακές της προοπτικές ενώ η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας είναι ένας από τους πιο δύσκολους στόχους σε μία οικονομία» όπως υπογραμμίζεται.
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις με κριτήριο το μέγεθος της απασχόλησης εντοπίζονται στους κλάδους του χονδρικού και λιανικού εμπορίου.
Αναφορικά με την επίδραση της κρίσης στη δομή της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, υπήρξε μία μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων κατά 9,4% ενώ παράλληλα μειώθηκε το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν έως τέσσερα άτομα ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων. Η υποχώρηση του ρόλου των μικρών επιχειρήσεων αντικατοπτρίζεται και σε κλαδικό επίπεδο αφού από τους επτά κλάδους στους οποίους ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης μόνο ο κλάδος του τουρισμού συγκεντρώνει μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η μείωση των επιχειρήσεων είχε σαφές αντίκτυπο στην απασχόληση η οποία μειώθηκε κατά 17% στη δεκαετία, με τον τομέα της μεταποίησης να υφίσταται τη μεγαλύτερη συρρίκνωση. Όσον αφορά στη θέση στο επάγγελμα ως κυρίαρχη τάση αναδεικνύεται η μείωση των εργοδοτών με προσωπικό και η αύξηση των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.
Τα εμπόδια
Στην έκθεση περιλαμβάνεται παρουσίαση έρευνας γνώμης, που διεξήχθη με ευθύνη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με τη MARC Α.Ε. σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Τα ευρήματα αναφέρονται κυρίως σε διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η ανάλυση του λειτουργικού κόστους, η ιεράρχηση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ο βαθμός εξωστρέφειας, τα δίκτυα συνεργασίας και η ενσωμάτωση «μικρο-καινοτομιών».
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων:
– 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,8%) έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.
– 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,5%) έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή/και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή/και για κοινή αποθήκη.
– 1 στις 6 επιχειρήσεις (16,7%) εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.
Ενώ οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν αξιοσημείωτη δυναμική στη διεύρυνση του επιχειρηματικού τους ορίζοντα, σημαντικά εμπόδια φαίνεται να παραμένουν.
Ως κυριότερο εμπόδιο – με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση- για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) αναδεικνύεται η έλλειψη ρευστότητας και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Εστιάζοντας στα δύο παραπάνω σημεία, μέρος της έκθεσης, αφιερώνεται στην ανάλυση της χρηματικής οικονομίας.
Εντυπωσιακή, όπως αναφέρεται, είναι η μείωση της συνολικής ποσότητας χρήματος στα χρόνια της ύφεσης και η μείωση της συνολικής χρηματοδότησης από το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα παραπάνω συνιστούν ένα φαινόμενο βίαιης απομόχλευσης της ελληνικής οικονομίας με συνεχώς μειούμενα υπόλοιπα χρηματοδοτήσεων και αρνητικές πιστωτικές επεκτάσεις.
Επίσης, προκύπτει πως το επίπεδο των επιτοκίων χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα της ευρωζώνης, χαρακτηριστικό που έχει αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.