Οι «προβλέψεις» της UBS για τις εκλογές αλλά και για την οικονομία
- 24/06/2019, 14:00
- SHARE
Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει η UBS, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί, ακόμη και αν περιοριστεί από τις παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, στην Ελλάδα είναι ακόμη ιδιαίτερα ορατό το πρόβλημα του υψηλού χρέους. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, θα είναι καθοριστική.
Παρ’ όλα αυτά, σε ό,τι αφορά στις επιχειρηματικές συνθήκες, δεν αναμένονται ιδιαίτερες εξελίξεις, μέχρι και μετά τις προεδρικές εκλογές, που πρέπει να γίνουν τον ερχόμενο Ιανουάριο.
Η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι η μεσοπρόθεσμη προοπτική της Ελλάδας θα εξαρτηθεί περισσότερο από την οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές έχουν θέσει ισχυρά κίνητρα για τη δημοσιονομική συμμόρφωση της χώρας. Εάν υπάρξει σταθερή οικονομική ανάκαμψη, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί γρήγορα. Ακόμη και σε περίπτωση μέτριας παγκόσμιας ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 2020, με την οικονομία της Ευρωζώνης να υποχωρεί κατά 2%, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι αισθητά κάτω από τα σημερινά επίπεδα μέσα σε πέντε χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, σε μια σοβαρή παγκόσμια ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 2020, και με το δεδομένο του ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα μειωθεί κατά 6% -7%, αναμένεται ότι το χρέος προς το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παραμείνει στα ίδια με τα σημερινά επίπεδα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ δεν αποκλείεται, σε αυτή την περίπτωση, η χώρα να χρειαστεί ένα νέο μνημόνιο.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι η πλειοψηφία τίθεται υπέρ του ευρώ, καθώς και η καλή σχέση με τους πιστωτές, που υφίσταται, θα πρέπει να εξασφαλίσουν την παροχή ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ακόμη και αν απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή σε περίπτωση σοβαρής παγκόσμιας ύφεσης. Συνεπώς, η UBS αναμένει ότι, σε αυτό το σενάριο, η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ.
Αναφορικά με την αποδυνάμωση της αγοράς εξαγωγών το 2019, αυτός είναι ένας παράγοντας που αποτελεί πρόκληση για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι εξαγωγές αναμένεται να κρατηθούν σε καλά επίπεδα, λόγω της χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης των βασικών εξαγωγών της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, αρκετοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την εγχώρια ζήτηση. Επί παραδείγματι, η κατανάλωση θα κερδίσει από την αύξηση του κατώτατου μισθού και ο υποτονικός πληθωρισμός θα στηρίξει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Κάνοντας λόγο για τις επενδύσεις, η UBS βλέπει ενθαρρυντικά σημάδια.
Συγκεκριμένα, εκτιμά πως οι ελληνικές επιχειρήσεις τείνουν να επενδύουν περισσότερο, καθώς και να αντισταθμίζουν τη συμπίεση στα περιθώρια κέρδους που προκύπτει από το υψηλότερο κόστος εργασίας. Αυτό θα πρέπει επίσης να στηρίξει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί κατά 1% το 2019, καθώς και το 2020. Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται γύρω στο 2% το 2019. Πέρα από το τρέχον έτος, όμως, μία φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση, θα μπορούσε ταυτόχρονα να στηρίξει περαιτέρω τις επενδύσεις, ενώ και η ανάπτυξη αναμένεται να δεχθεί ώθηση από την άρση των ελέγχων κεφαλαίων μέχρι το τέλος του 2019, στοιχείο που έχει σημειώσει και η ΤτΕ.
Ο υφιστάμενος εμπορικός πόλεμος, σε μια κακή εξέλιξή του, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη συρρίκνωση των εξαγωγών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, επίσης, ότι τα δημοσιονομικά κίνητρα από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μειώσεων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και των υψηλότερων κοινωνικών παροχών, ενδέχεται να προκαλέσουν δημοσιονομική απόκλιση κατά 1% του ΑΕΠ το 2019. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αντισταθμιστικά μέτρα μετά τις γενικές εκλογές. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι η Κομισιόν θα επανεξετάσει την κατάσταση μετά τις εκλογές το φθινόπωρο, ενώ πολλές δικαστικές υποθέσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μερική αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα υψηλότερες δημοσιονομικές υποχρεώσεις.
Στα θετικά, εκτιμάται ότι η ολοκλήρωση των γενικών εκλογών θα μπορούσε να οδηγήσει την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει πλήρως τα συμφωνηθέντα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού. Αυτό θα υποστήριζε σημαντικά τις κυβερνητικές επενδύσεις και την κρατική κατανάλωση. Κάτι τέτοιο θα εξαρτηθεί, εν μέρει και από τα αποτελέσματα των εκλογών, καθώς η δημοσιονομική στάση σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό θα μπορούσε να αλλάξει ανάλογα με το ποιος θα είναι στην κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που καταγράφονται στην έκθεση της UBS, οι ευρωπαϊκές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έδωσαν ένα σαφές μήνυμα ότι η Νέα Δημοκρατία πρόκειται να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης.
Εξελίξεις, όπως η συμφωνία των Πρεσπών, έχουν λειτουργήσει αρνητικά στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας δύσκολο το εγχείρημα κάλυψης αυτού του χάσματος. Έτσι, η UBS θεωρεί, σε ποσοστό 60-70%, ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις εκλογές στις 7 Ιουλίου. Όπως εκτιμά, είναι πολύ πιθανή η αυτοδυναμία, ωστόσο σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί είναι πιθανός ένας κυβερνητικός συνασπισμός με το ΚΙΝΑΛ. Η Νέα Δημοκρατία θα έχει ένα μεγάλο κίνητρο να συνεργαστεί με το ΚΙΝΑΛ, κατά την άποψη της UBS, λόγω και των προεδρικών εκλογών, που πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Ιανουάριο του 2020.
Σε περίπτωση επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, η UBS εκτιμά ότι αναμένεται να κάνει χρήση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού και να συνεχίσει την τρέχουσα κυβερνητική στάση.
Στην πιο πιθανή περίπτωση, που η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τις εκλογές, θα δούμε μεγαλύτερη εστίαση στη μετανάστευση και τους συνοριακούς ελέγχους, περισσότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση και μία φορολογική μεταρρύθμιση. Η φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει μείωση των φόρων που χρηματοδοτούνται από περικοπές δαπανών και διεύρυνση της διεθνούς φορολογικής βάσης μέσω κινήτρων, η οποία θα στηρίξει την ανάπτυξη. Η μεγαλύτερη χρήση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού είναι επίσης πιθανή με τη Νέα Δημοκρατία, κάτι το οποίο επίσης θα στηρίξει την ανάπτυξη.
Συνολικά, η UBS αναμένει συνεχιζόμενη δημοσιονομική πειθαρχία κατά τη διάρκεια της θητείας της επόμενης κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα που θέτουν οι πιστωτές, ακόμη και αν οι δικαστικές αποφάσεις (π.χ σχετικά με την ανατροπή των συνταξιοδοτικών περικοπών του 2012-2015) θέσουν σημαντικούς κινδύνους (κοστίζουν έως και 9 δισ. ευρώ).
Το σύνολο των 15,7 δισ. ευρώ του cash buffer της Ελλάδας προέρχεται από τις εκταμιεύσεις του ESM, οι οποίες θα αξιοποιηθούν πλήρως μέχρι το τέλος του 2023. Επιπλέον, ο ESM σκοπεύει να εκταμιεύσει τα κέρδη επί ελληνικών ομολόγων (κέρδη SMP και ANFA) αξίας περίπου 5 δισ. ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2022 μέσω εξαμηνιαίων δόσεων ύψους 640 εκατ. ευρώ. Επίσης, πληρωμές τόκων ύψους 220 εκατ. ευρώ ετησίως πραγματοποιούνται σε εξαμηνιαία βάση και μόνιμα μετά το 2022. Έτσι, η UBS εκτιμά ότι ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός κίνδυνος έως το 2022/2023 είναι τα οικονομικά σοκ παρά η δημοσιονομική κακοδιαχείριση.
Σε βάθος χρόνου, οι προοπτικές θα εξαρτηθούν από τις επόμενες γενικές εκλογές, που αναμένεται να διεξαχθούν το 2023.
Επίσης, από το 2023 θα ισχύει το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, δηλαδή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το Δημοσιονομικό Σύμφωνα, όπως και για όλα τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Επιπλέον, το Eurogroup συμφώνησε σε έναν μηχανισμό έκτακτης ανάγκης για το χρέος, στην περίπτωση δυσμενών μακροοικονομικών διαταραχών, οι οποίες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συνεπάγονται με περαιτέρω re-profiling του χρέους και ανώτατο όριο και αναβολή πληρωμών τόκων στον EFSF για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης του 15-20%.
Η ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού έκτακτης ανάγκης εξαρτάται από τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά σύμφωνα, όπως από τη συμμόρφωση θα εξαρτηθούν τα πιθανά μελλοντικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στο τέλος της περιόδου χάριτος του EFSF το 2032. Συνεπώς, είναι πιθανότερο η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας να κινηθεί εντός του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου και οι τυχόν σημαντικές αποκλίσεις πιθανόν να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στις εγκρίσεις του Eurogroup, ενώ και η κατάσταση γύρω από την Ιταλία σήμερα αναμένεται να αυξήσει την πίεση για δημοσιονομική συμμόρφωση στην Ελλάδα.
Με αυτό τον τρόπο, η UBS αναλύει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις, για το ελληνικό δημόσιο χρέος, για την χρονική περίοδο 2020-2025. Τα σενάρια μέτριας και σοβαρής ύφεσης υποθέτουν μια παγκόσμια ύφεση. Για την Ελλάδα, μια πιθανή κάμψη πριν το 2023 αναμένεται να επηρεάσει σοβαρά τις εξελίξεις. Δεδομένου ότι οι πιστωτές έχουν θέσει τους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής σε ό,τι αφορά τα πλεονάσματα μέχρι το 2022, η απαίτηση είναι να παραδώσει δημοσιονομική πειθαρχία ανεξάρτητα από τον επιχειρηματικό κύκλο. Μόνο από το 2023 και μετά ο επιχειρηματικός κύκλος λαμβάνεται υπόψη.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης πριν από το 2023, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να μπει σε ένα νέο πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας.
Ωστόσο, η UBS θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να το διαπραγματευτεί αυτό με τους πιστωτές, με την επιτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων να είναι αβέβαιη, ενώ μπορεί επίσης να εξαρτάται από τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές, το 2021/2022. Σε μια σοβαρή ύφεση, θα υπήρχε επίσης υψηλός κίνδυνος ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Η UBS, πάντως, δεν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα πέσει ξανά σε ένα βαθύ αποπληθωριστικό σπιράλ, δεδομένου ότι η δημοσιονομική της θέση είναι πλέον πολύ ισχυρότερη. Έτσι, ακόμα και σε ένα τέτοιο σενάριο το ελληνικό δημόσιο χρέος σε πέντε χρόνια θα είναι παρόμοιο με τα τρέχοντα επίπεδα. Σε ένα πιο θετικό σενάριο για τις οικονομικές προοπτικές, το χρέος θα μειωθεί ραγδαία λόγω του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος.