Η Μυτιληναίος ξεκινά την κατασκευή νέου σταθμού παραγωγής ενέργειας- Το 2021 σε λειτουργία
- 17/07/2019, 10:13
- SHARE
Ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο φυσικό αέριο (CCGT) στην Ευρώπη, ετοιμάζεται να μπει σε φάση κατασκευής. Η Mυτιληναίος ολοκληρώνοντας όλες τις απαιτούμενες αδειοδοτικές διαδικασίες και με τη συνδρομή και εμπειρία του Τομέα Έργων EPC- METKA, ξεκινά το φθινόπωρο τις κατασκευαστικές εργασίες.
Όπως ανακοίνωσε η Mυτιληναίος, ο νέος σταθμός CCGT θα είναι ισχύος 826MW και θα κατασκευαστεί στο Ενεργειακό Κέντρο της εταιρείας στον Αγ. Νικόλαο.Ο Τομέας Έργων EPC- METKA, έχει άλλωστε αναλάβει με μεγάλη επιτυχία δεκάδες σταθμούς συνδυασμένου κύκλου παγκοσμίως, κάτι που αποτελεί εγγύηση τόσο για την ποιότητα, όσο και για την ταχύτητα κατασκευής.
Ο σταθμός, ο οποίος θα έχει ως βασικό προμηθευτή την GE, θα έχει αεριοστρόβιλο τεχνολογίας class H, με θερμική απόδοση μεγαλύτερη από 63%, γεγονός που θα τον καθιστά τον πιο αποδοτικό στην Ευρώπη, αυτή τη στιγμή.
Το προβλεπόμενο κόστος επένδυσης, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Mυτιληναίος, είναι της τάξεως των 300 εκ. ευρώ, ενώ αναμένεται να δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες- κατά πάγια πρακτική της Mυτιληναίος- θα καλυφθούν κυρίως από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του σταθμού (commissioning) τοποθετείται στο δ’ τρίμηνο του 2021.
Έχοντας στο χαρτοφυλάκιό της και αυτόν τον σταθμό, η ισχύς ηλεκτρικής ενέργειας που θα διαθέτει η Mυτιληναίος θα ξεπερνά τα 2000MW (πλέον του χαρτοφυλακίου ΑΠΕ), συμβάλλοντας σημαντικά με αυτόν τον τρόπο στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και με προϋποθέσεις εξαγωγών σε γειτονικές χώρες στο πλαίσιο του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου (target model).
Ταυτόχρονα, η Mυτιληναίος συμβάλλει αποτελεσματικά στην παραγωγή «καθαρής» ενέργειας, καθώς με τη χρήση του φυσικού αερίου ελαχιστοποιούνται οι εκπομπές ρύπων και οι επιπτώσεις τους. Το φυσικό αέριο κατά την καύση του εκπέμπει λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου από τα υπόλοιπα συμβατικά καύσιμα, ενώ ένας σταθμός CCGT υπολογίζεται ότι εκπέμπει κάτω από το ένα τέταρτο των εκπομπών μιας θερμικής λιγνιτικής μονάδας.