Προ των πυλών τα νέα κινεζικά αντίποινα στις αμερικανικές κυρώσεις
- 07/08/2019, 12:33
- SHARE
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κλιμακώνει την πίεση στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, προκαλώντας σύγχυση στην Wall Street και διακινδυνεύοντας να δρομολογηθούν απρόβλεπτες εξελίξεις, ενώ σταδιακά υπερθερμαίνεται η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2020, με την οικονομία να υποτίθεται ότι είναι το “δυνατό χαρτί” των Ρεπουμπλικάνων, σχολιάζει το “Politico.”
Η κυβέρνηση Τραμπ οδήγησε το βράδυ της Δευτέρας την εμπορική αντιπαράθεση με την Κίνα σε ένα νέο πιο σκληρό επίπεδο, χαρακτηρίζοντας τη χώρα αυτή επίσημα ως χειραγωγό του νομίσματός της, για πρώτη φορά σε 25 χρόνια. Η κίνηση αυτή της Ουάσινγκτον εξόργισε το Πεκίνο προς την κατεύθυνση της εφαρμογής νέων οικονομικών αντιποίνων, με τις συνέπειες να έχουν ήδη πλήξει τους Αμερικανούς αγρότες, ενώ η αμερικανική βιομηχανική παραγωγή πλησιάζει στην περιοχή της ύφεσης.
Ακολουθώντας μία απότομη πτώση στο χρηματιστήριο, με την οποία και άρχισε η εβδομάδα, οι επενδυτές χθες παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Κίνα, αλλά και τις προσπάθειες σταθεροποίησης της αγοράς μετοχών στις ΗΠΑ, μετά την απόφαση του Πεκίνου να παρέμβει ώστε να σταματήσει περαιτέρω πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος γιουάν.
Οι επενδυτές από την πλευρά τους προειδοποίησαν ότι η αστάθεια στην χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ μπορεί να επανέλθει σε οποιαδήποτε στιγμή, με δεδομένο τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Αμερικανού προέδρου, αλλά και τα σοβαρά συμφέροντα που παίζονται γύρω από την εμπορική -οικονομικών διαστάσεων- σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
“Νομίζω ότι η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι αυτό θα κλιμακωθεί και θα γίνει χειρότερο φτάνοντας σε ένα σημείο συμφωνίας ή ολικής εγκατάλειψης,” δήλωσε ο Πουτρί Πασκουάλι, διευθυντής της επενδυτικής εταιρίας PAAMCO Prisma. “Το ρίσκο που αντιμετωπίζει η αγορά είναι πολιτικό και το πολιτικό ρίσκο είναι για τους επενδυτές ένα σοβαρό μειονέκτημα,” παρατήρησε ο ίδιος.
Για την ώρα, οι σύμβουλοι εντός του Λευκού Οίκου που τάσσονται υπέρ μιας ήρεμης και μεθοδευμένης προσέγγισης της Κίνας, μιας προσέγγισης υπέρ της συνεργασίας κι όχι της κλιμάκωσης, εμφανίζονται να χάνουν έδαφος.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ υπό τον Στίβεν Μνούτσιν αντιστάθηκε σε πολλές ευκαιρίες που προηγήθηκαν για να χαρακτηρίσει την Κίνα ως μία χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της, παρά την προεκλογική εξαγγελία του Τραμπ να το πράξει από την πρώτη ημέρα της άσκησης των προεδρικών καθηκόντων του.
Αυτό συνέβη την Δευτέρα, όταν το Πεκίνο επέτρεψε στο γιουάν να υποτιμηθεί πέραν του επιπέδου 1 δολάριο: 7 γιουάν, καθώς το όριο αυτό είχε καθιερωθεί ως το ψυχολογικό όριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων ( η σημερινή ισοτιμία 1 δολάριο: 7,05 γιουάν).
Η εξέλιξη αυτή ακολούθησε την ανακοίνωση που έκανε ο πρόεδρος Τραμπ την προηγούμενη εβδομάδα για την επιβολή δασμών εισαγωγής σε ποσοστό 10% σε όσα κινεζικά προϊόντα εισάγονται στην αγορά των ΗΠΑ και στα οποία δεν έχουν επιβληθεί δασμοί. Στην λίστα αυτή των προϊόντων συμπεριλαμβάνονται καταναλωτικά αγαθά όπως έξυπνα κινητά τηλέφωνα κι ενδύματα.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ προχώρησε στην ανακοίνωση για τον χαρακτηρισμό της Κίνας ως χώρας που χειραγωγεί το νόμισμά της, χωρίς κάποιο δημόσιο σχόλιο από την πλευρά του Μνούτσιν, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε και την συζήτηση του θέματος αυτού από αξιωματούχους του.
Οι επενδυτές από την πλευρά τους αναρωτιούνται γιατί το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ κινήθηκε τώρα, παρά το γεγονός ότι η μείωση της ισοτιμίας του γιουάν εμφανίστηκε να οφείλεται σε δυνάμεις της αγοράς, χωρίς την επέμβαση του Πεκίνου.
Τον Ιούνιο, το ΔΝΤ είχε δηλώσει ότι το κινεζικό νόμισμα “δεν είναι ούτε υπερτιμημένο, ούτε υποτιμημένο.”
Ο Λάρι Σάμερς υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον έγραψε ένα σχόλιο στην εφημερίδα “The Washington Post” σύμφωνα με το οποίο, η Κίνα δεν πληροί τις (αρνητικές) προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της. “Οι παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος τα τελευταία χρόνια ήταν για την ανατίμηση κι όχι την υποτίμηση του νομίσματός της,” έγραψε ο ίδιος.
Μία πηγή που γνωρίζει για τον τρόπο λήψης της απόφασης που έλαβε η κυβέρνηση Τραμπ δήλωσε ότι η κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης έγινε όχι επί τη βάσει μιας κινεζικής ενέργειας, αλλά υπό το συνολικό πλαίσιο της συμπεριφοράς του Πεκίνου, αλλά και τις δημόσιες δηλώσεις για την συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός του.
Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι ο Μνούτσιν έλαβε την απόφασή του έπειτα από διαβούλευση που είχε ο ίδιος με τον πρόεδρο Τραμπ.
Η σχετική νομοθεσία (Trade and Competitiveness Act) αναφέρεται σε χώρες, οι οποίες “χειραγωγούν την ισοτιμία μεταξύ του εθνικού νομίσματός τους και του νομίσματος των ΗΠΑ για σκοπούς που σχετίζονται με την παρεμπόδιση μιας αποτελεσματικής προσαρμογής της ισοτιμίας ή την εξασφάλιση ενός καταχρηστικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στο διεθνές εμπόριο.”