Η Nestlé στοχεύει σε μηδενικές εκπομπές αερίων μέχρι το 2050
- 16/09/2019, 19:30
- SHARE
της Katherine Dunn
Η Nestlé, ο μεγαλύτερος προμηθευτής τροφίμων παγκοσμίως, έχει ως στόχο την εξάλειψη των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου στην τεράστια παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα της έως το 2050, ανακοίνωσε η εταιρεία την περασμένη Πέμπτη, σε μια κίνηση που συμπίπτει χρονικά με τη Διάσκεψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Δράση.
Εάν δεν αντιμετωπιστεί, «η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τη διαθεσιμότητα της γης και τον τρόπο με τον οποίο τρώμε και καταναλώνουμε τρόφιμα», δήλωσε ο Magdi Batato, εκτελεστικός αντιπρόεδρος και επικεφαλής λειτουργιών στον διατροφικό κολοσσό, σε τηλεφωνική επικοινωνία του με δημοσιογράφους. «Κανείς δεν μπορεί να είναι απρόσβλητος από τις συνέπειες».
Η Nestlé είναι το Νο. 76 στην παγκόσμια κατάταξη Global 500 του Fortune, με έσοδα 93,5 δισ. δολάρια το 2018. Η εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε από δύο αδέρφια από τις ΗΠΑ το 1866 ως Anglo-Swiss Condensed Milk Company, πουλάει τώρα τα ροφήματα, τα τρόφιμα για κατοικίδια και τις σοκολάτες της σε 190 χώρες παγκοσμίως. Αν και περισσότερο διάσημη παγκοσμίως για τη μπάρα KitKat, το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης αφορά τα υγρά ποτά και τα ποτά σε σκόνη, συμπεριλαμβανομένου του προϊόντος στιγμιαίου καφέ Nescafé, του brand καφέ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις παγκοσμίως.
Οι λεπτομέρειες του σχεδίου της Nestle να φτάσει σε «καθαρά μηδενικές» εκπομπές – όπου χρησιμοποιούνται μέθοδοι όπως η φύτευση δέντρων για να αντισταθμίζονται οι εναπομένουσες εκπομπές αερίων – θα συγκεκριμενοποιηθούν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Συνεπώς, τα λεπτομερή σχέδια και το δυνητικό κόστος δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, δήλωσε ο Batato, προσθέτοντας ότι το πρότζεκτ θα απαιτήσει σε κάθε περίπτωση νέες επενδύσεις.
Σε γενικές γραμμές, ο στόχος του 2050 θα περιλαμβάνει την εισαγωγή περισσότερων φυτικών τροφίμων και ποτών, τη μετάβαση σε εναλλακτικά υλικά συσκευασίας, την αύξηση της εξάρτησης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την έναρξη προγραμμάτων με τους αγρότες για την αλλαγή της χρήσης γης, και περαιτέρω προσπάθειες για την παύση της αποψίλωσης των δασών. Η αγροτική παραγωγή είναι η κατεξοχήν δραστηριότητα έντασης άνθρακα της εταιρείας, προσέθεσε ο Batato.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η εταιρεία θα τερματίσει την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων – τον πυρήνα της επιχείρησης που έχει ηλικία 153 ετών. Αντ’ αυτού, θα αλλάξει τον τρόπο παραγωγής των ζωικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι γεωργικές εκτάσεις, ενώ προβλέπεται και δραματική αύξηση της γαλακτοπαραγωγικής απόδοσης των αγελάδων.
Η εκτροφή βοοειδών και η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων αποτελούν δύο από τις μεγαλύτερες πηγές εκπομπών λόγω της εκπομπής μεθανίου αλλά και λόγω των ποσοτήτων τροφίμων, νερού και γης που απαιτούνται για την εκτροφή των αγελάδων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κρέατος ή γαλακτοκομικών προϊόντων.
«Αυτό θα οδηγήσει σε μια σημαντική αλλαγή στο πώς παράγονται και από πού προέρχονται τα συστατικά μας, και επομένως θα χρειαστούμε τους προμηθευτές μας να βρίσκονται στο πλάι μας σε αυτό το ταξίδι», δήλωσε ο Batato. Η εταιρεία δεν διστάζει να διακόπτει τη συνεργασία με προμηθευτές που δεν συνεργάζονται πάνω στη βάση αυτών των στόχων, είπε ο ίδιος. Η Nestlé έχει ήδη απομακρύνει 10 προμηθευτές εξαιτίας ανησυχιών που σχετίζονται με το ζήτημα της αποψίλωσης των δασών.
Η Nestlé είχε στο παρελθόν ως στόχο τη μείωση των εκπομπών στα προϊόντα της, ανά μετρικό τόνο, κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μεταξύ 2010 και 2020, σύμφωνα με το Science Based Targets, ένα πρότζεκτ παρακολούθησης των στόχων που σχετίζονται με τις εκπομπές αερίων.
Οι περισσότεροι ανταγωνιστές της Nestle στον τομέα των τροφίμων και των καταναλωτικών αγαθών έχουν επίσης θέσει στόχους για τη μείωση των εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των Kraft Heinz, General Mills και Danone. Η Unilever, που εδρεύει στο Λονδίνο, δήλωσε ότι μέχρι το 2030 στοχεύει να είναι “carbon positive”. Σύμφωνα με την εταιρεία, αυτό σημαίνει ότι θα τελειώσει η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και η ίδια θα παράγει περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια απ’ ό,τι καταναλώνει.