Από μια κλωστή κρέμεται η συμφωνία για το Brexit

Από μια κλωστή κρέμεται η συμφωνία για το Brexit
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ύστερα από τρία χρόνια κρίσης στο Λονδίνο και επώδυνων διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, μια κρίσιμη εβδομάδα συνομιλιών της τελευταίας στιγμής θα μπορούσε να καθορίσει εάν το Brexit θα είναι συντεταγμένο, σκληρό και επίπονο ή θα καθυστερήσει ακόμα μια φορά.

Από μία κλωστή κρέμεται η συμφωνία που στόχο έχει να αμβλύνει την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ αφού διπλωμάτες άφησαν να εννοηθεί ότι το μπλοκ θέλει περισσότερες παραχωρήσεις από τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον και είπαν ότι μια πλήρης συμφωνία είναι απίθανη αυτή την εβδομάδα.

Ύστερα από τρία χρόνια κρίσης στο Λονδίνο και επώδυνων διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, μια κρίσιμη εβδομάδα συνομιλιών της τελευταίας στιγμής θα μπορούσε να καθορίσει εάν το Brexit θα είναι συντεταγμένο, σκληρό και επίπονο ή θα καθυστερήσει ακόμα μια φορά.

Ο Τζόνσον δήλωσε ότι θέλει μια συμφωνία εξόδου με την ΕΕ προκειμένου να επιτραπεί μια συντεταγμένη έξοδος στις 31 Οκτωβρίου. Έχει όμως δηλώσει ότι, εάν δεν είναι δυνατή μια τέτοια διευθέτηση, θα οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο έξω από το κλαμπ- του οποίου έγινε μέλος το 1974- χωρίς μια συμφωνία, αν και ο νόμος του επιβάλλει να ζητήσει αναβολή της εξόδου αυτής.

«Μια συμφωνία είναι δυνατή και είναι δυνατή αυτόν τον μήνα, ίσως ακόμα και αυτή την εβδομάδα και δεν είμαστε ακόμα εκεί… υπάρχει πολλή δουλειά για να γίνει, άρα ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να σημειώσουμε περισσότερη πρόοδο σήμερα», δήλωσε σήμερα ο Ιρλανδός υπουργός Εξωτερικών Σάιμον Κόβενι, φθάνοντας σε συνάντηση με τους Ευρωπαίους εταίρους του στο Λουξεμβούργο.

Η στερλίνα σημείωσε νωρίτερα πτώση 0,6% στο ενδοσυνεδριακό χαμηλό του 1,2568 δολάριο. Έναντι του ευρώ, το βρετανικό νόμισμα υποχώρησε κατά 0,6% στις 87,76 πένες.

Από τότε που οι ψηφοφόροι προκάλεσαν σοκ σε όλον τον κόσμο επιλέγοντας το Brexit στο δημοψήφισμα του 2016, οι Βρετανοί ηγέτες δεν κατάφεραν να βρουν μια συμφωνία διαζυγίου που να είναι αποδεκτή στο κοινοβούλιο, το οποίο αναμένεται να συγκληθεί για έκτακτη συνεδρίαση το Σάββατο.

Το Σαββατοκύριακο συναντήθηκαν Ευρωπαίοι και Βρετανοί διαπραγματευτές σε μια προσπάθεια να αρθεί το αδιέξοδο. Οι υπουργοί ΕΕ συναντώνται στη συνέχεια στο Λουξεμβούργο πριν τη σύνοδο των ηγετών της ΕΕ στις Βρυξέλλες την Πέμπτη και την Παρασκευή, όπου θα μπορούσαν να προσυπογράψουν την όποια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί ή ακόμα και να συζητήσουν το να δοθεί στη Βρετανία παράταση. Ο Τζόνσον, που σήμερα θα παρουσιάσει τις προτεραιότητες της κυβέρνησής του στο Κοινοβούλιο- με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του να περιλαμβάνονται στην παραδοσιακή ομιλία του Θρόνου η οποία θα εκφωνηθεί από την βασίλισσα Ελισάβετ όταν θα συγκληθεί εκ νέου το σώμα- ελπίζει ότι θα μπορεί να καταλήξει σε μια συμφωνία πριν τη σύνοδο της ΕΕ. Ωστόσο, πρέπει στη συνέχεια να βρεθεί αντιμέτωπος με το κοινοβούλιο το Σάββατο, στην πρώτη τέτοια περίσταση μετά τον Πόλεμο των Φόκλαντς το 1982.

Για να υπάρξει μια συμφωνία, ο Τζόνσον πρέπει να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα του γρίφου των ιρλανδικών συνόρων πριν λάβει την έγκριση των μεγαλύτερων δυνάμεων της ΕΕ και στη συνέχεια να ‘πουλήσει’ την όποια συμφωνία στο Κοινοβούλιο, στο οποίο δεν έχει πλειοψηφία και του οποίου τις εργασίες ανέστειλε παράνομα τον περασμένο μήνα.

Εάν ο Τζόνσον δεν είναι σε θέση να πετύχει μια συμφωνία στη δίνη του Brexit, μπορεί να ακολουθήσει ένα δύσκολο και πικρόχολο διαζύγιο που θα διχάσει τη Δύση, θα ταρακουνήσει τις χρηματοοικονομικές αγορές και θα δοκιμάσει τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το βασικό αγκάθι παραμένει το ιρλανδικό σύνορο: πώς να αποτραπεί να αποτελέσει την πίσω πόρτα για την ΕΕ μετά το Brexit χωρίς να επιβληθούν συνοριακοί έλεγχοι που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ειρηνευτική συμφωνία του 1998 η οποία έβαλε τέλος σε τρεις δεκαετίες βίας.

Σε μια προσπάθεια να αρθεί το αδιέξοδο, ο Τζόνσον συναντήθηκε με τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Λίο Βαράντκαρ την περασμένη εβδομάδα. Δεν είναι σαφές τι συμφωνήθηκε, αλλά και οι δύο δήλωσαν ότι βλέπουν έναν δρόμο προς μια συμφωνία.

Οι επιλογές παράτασης κυμαίνονται από μια σύντομη περίοδο ενός μήνα έως ένα διάστημα έξι μηνών ή και περισσότερο και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ θα χρειαστεί να συμφωνήσουν ομόφωνα προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα αυτή.