Η επένδυση που ενισχύει ακόμη περισσότερο τη Dimand στην αγορά ακινήτων
- 22/01/2020, 13:39
- SHARE
Στην εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Dimand επενδύει η αμερικανική επενδυτική εταιρεία H.I.G. Capital, σύμφωνα με ανακοίνωση. Πρόκειται για επενδυτική εταιρεία με με έδρα το Μαϊάμι που διαχειρίζεται κεφάλαια άνω των 35 δισ. δολαριών. Το ύψος της επένδυσης δεν ανακοινώθηκε, με την H.I.G Capital να αναφέρει πως τα κεφάλαια θα αξιοποιηθούν κυρίως για την ολοκλήρωση κτηρίων γραφείων και ξενοδοχείων που αναπτύσσει η Dimand.
H H.I.G. έχει επενδύσει σε περισσότερες από 300 επιχειρήσεις παγκοσμίως ενώ στο σημερινό της χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνονται 100 εταιρείες. Όπως αναφέρει η εταιρεία το real estate funds της επενδύουν σε ακίνητα που μπορούν να δώσουν προστιθέμενη αξία και να γίνουν κερδοφόρα μέσα από βελτιωμένες πρακτικές διαχείρισης.
Η Dimand, η ελληνική εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται ο Δημήτρης Ανδριόπουλος, έχει σε ανάπτυξη μια σειρά από έργα με βασικότερο την ανάπλαση των κτηρίων της Παπαστράτος στον Πειραιά. Ακόμη, στο Σαρόγλειο Μέγαρο στην Ομόνοια αναπτύσσει το πρώτο ξενοδοχείο της αλυσίδας Moxy Hotels στην Αθήνα, στη λεωφόρο Συγγρού μαζί με τη Prodea Investments σχεδιάζει την κατασκευή συγκροτήματος γραφείων επιφάνειας 24.000 τμ, ενώ μαζί με την Grivalia έχει αγοράσει το παλαιό κτήριο της Ελευθεροτυπίας που και αυτό προορίζεται για κτήριο γραφείων. Παράλληλα, τρέχει και τουριστικό project στα Χανιά και πάλι μαζί με τη Prodea Investments.
«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα προσφέρει καλές ευκαιρίες σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς ακινήτων που ανακάμπτει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επενδύσαμε σε μια εταιρεία υψηλής ποιότητας και ισχυρή περιουσιακή βάση, ενώ το μετοχικό ποσοστό που αποκτήσαμε έχει επαρκείς εξασφαλίσεις», σχολίασε ο επικεφαλής H.I.G. Europe Realty Riccardo Dallolio σε δήλωση του για την επένδυση.
Ο Στέλιος Θεοδοσίου, διευθυντής της H.I.G. Ευrope Realty στο Λονδίνο, πρόσθεσε: «Η συναλλαγή αναδεικνύει την δυνατότητα που έχουμε να βρίσκουμε ευκαιρίες στην Ελλάδα και να ολοκληρώνουμε περίπλοκες συναλλαγές στα μέτρα και τις ανάγκες τις τοπικής αγοράς».