Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Γουόρεν Μπάφετ

Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Γουόρεν Μπάφετ
Photo: REUTERS

Γιατί άφησε ο μεγαλομέτοχος της Washington Post Co. τα «κλειδιά» της εμβληματικής εφημερίδας στον Τζεφ Μπέζος.

Με το χθεσινοβραδινό κλείσιμο της Wall Street, η τιμή της μετοχής της έκανε άλμα 4,27% στα 593 δολάρια, «χτυπώντας» υψηλό πενταετίας. Για την Washington Post Company ήταν η καλύτερη επίδοση από την απαρχή της οικονομικής κρίσης, το 2008. Μόνον για το 2013, μεταφράζεται σε άνοδο 62,5%!

Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τους επενδυτές της, που φαίνεται ότι αρχίζουν από τώρα να γεύονται «καρπούς» από την πώληση του τίτλου της ιστορικής Washington Post στον CEO της Amazon, Τζεφ Μπέζος. Αυτός που έχει λόγους να χαίρεται περισσότερο είναι ο Γουόρεν Μπάφετ

Ως μεγαλομέτοχος της Washington Post Co., σε ποσοστό 27,9% με συνολικά 1.727.765 «κομμάτια», ο όμιλος του δισεκατομμυριούχου «χρυσού» επενδυτή από την Όμαχα, Berkshire Hathaway, βλέπει αυτήν την επένδυσή του να αγγίζει πια σε αξία το 1 δισεκατομμύριο δολάρια!

Το ποσό φαντάζει αστρονομικό σε απόδοση, εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Μπάφετ αγόρασε το μετοχικό του μερίδιο στην Washington Post Co. έναντι μόλις 10,6 εκατ. δολ., πίσω στη δεκατία του ’70. Στα κέρδη, δε, προσθέστε άλλα 53,5 εκατ. δολάρια, που η Berkshire Hathaway θα εισπράξει από την πώληση της Washington Post στον Μπέζος.

«Εφόσον λοιπόν οι προηγούμενες επιδόσεις είναι δείκτης για μελλοντικά κέρδη, θα πίστευε κανείς ότι η καρδιά του Μπάφετ άρχισε να χτυπά πιο δυνατά για τις εφημερίδες», σχολιάζει σε άρθρο του στο Fortune ο Στίβεν Κάντελ. Για την ακρίβεια, όπως πολλοί επεσήμαναν τις τελευταίες ημέρες, το λογικό θα ήταν ο «μάγος της Όμαχα» -δις μέλος του Δ.Σ. στην Washington Post Co.- να είχε παρέμβει δυναμικά για την εξαγορά της εμβληματικής εφημερίδας του ομίλου, όπως έχει κάνει το τελευταίο διάστημα με τους τίτλους πολλών μικρών, τοπικών εφημερίδων.

«Η Washington Post Co. ανέφερε ότι οι τραπεζίτες της προσέγγισαν έξι άλλους πιθανούς αγοραστές, πριν δώσουν τα χέρια με τον Μπέζος», επισημαίνει ο Κάντελ . «Δεδομένης της μακράς προϊστορίας του Μπάφετ με την εταιρία και του γεγονότος ότι αγόραζε προσφάτως τίτλους εφημερίδων, δεν είναι τραβηγμένο να υποθέσει κανείς ότι ο Μπάφετ ήταν μεταξύ αυτών που βολιδοσκοπήθηκαν. Ή τουλάχιστον ότι ο Ντόναλντ Γκράχαμ, COE της Washington Post Co., να προσπέρασε στο θέμα της πώλησης τον Μπάφετ κι αυτός να συμφώνησε ότι ήταν η ώρα να αφήσουν την ιστορική εφημερίδα».

Διαβάστε ακόμη: Google-Γερμανοί εκδότες: σημειώσατε «Χ»;

Γιατί λοιπόν δεν την αγόρασε; Μια εμπεριστατωμένη απάντηση είχε δώσει… προφητικά η ίδια η Washington Post, από τον περασμένο Μάιο. «Η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ δίνει 142 εκατομμύρια δολάρια για την εξαγορά 63 ημερήσιων κι εβδομαδιαίων τοπικών εφημερίδων από την Media General Inc. Όμως γιατί ανακατεύεται με τον τοπικό Τύπο; Επειδή είναι το πιο αξιόπιστο κομμάτι αυτού του κλάδου», έγραφε τότε σε βασικό της άρθρο.

«Ενώ οι μεγάλες περιφερειακές και πανεθνικής κυκλοφορίες εφημερίδες έχουν μετατρέψει σε εθνική ψύχωση την κρίση στον έντυπο Τύπο -με συνεχείς ενημερώσεις για τις κυκλοφορίες τους, την πτώση των διαφημιστικών εσόδων και όλα τα συναφή- οι μικρές εφημερίδες πατούν γερά στα πόδια τους. Μπορεί να μην έχουν τρελά έσοδα, αλλά βγάζουν τα προς το ζην».

Ωστόσο, «το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι το κόστος», επισημαίνει ο Στίβεν Κάντελ. «Κατά μέσο όρο, ο Μπάφετ πληρώνει 500 δολάρια για κάθε πελάτη των εφημερίδων που έχει αγοράσει. Ο Μπέζος πληρώνει περίπου το ίδιο ποσό για την Washington Post -520 δολάρια ανά πελάτη- ενώ παίρνει επίσης μερικές μικρές εφημερίδες με αυτή τη συμφωνία, μειώνοντας έτσι το κόστος ανά συνδρομητή. Φθάνει, λοιπόν, τα όρια του Μπάφετ».

«Η ουσία του διλήμματος είναι εάν ο Μπάφετ θεωρούσε ότι η απόκτηση μίας εφημερίδας με την μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα, με το μεγάλο της προσωπικό και τις ορέξεις του για ερευνητική δημοσιογραφία, ήταν μία καλή επένδυση. Προφανώς, εκτίμησε πως όχι!».

Διαβάστε ακόμη: H 28χρονη μούσα του Γουόρεν Μπάφετ