Τσίπρας στη Le Monde: Να τολμήσουμε ευρωομόλογο χωρίς Γερμανία- Ολλανδία
- 02/04/2020, 11:56
- SHARE
Την άμεση και επιτακτική αναγκαιότητα για συμφωνία και έμπρακτη αλληλεγγύη της ΕΕ με ευρωομόλογο, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων στα κράτη-μέλη από τη διεθνή κρίση του κορωνοϊού, υπογραμμίζει ο Αλέξης Τσίπρας με άρθρο του στη γαλλική Le Monde με τίτλο: «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα (ΙΙ)».
Καλεί μέρος της ευρωπαϊκής ηγεσίας που εμφανίζεται αδιάλλακτη να αλλάξει στάση και εξηγεί ότι υπάρχουν λύσεις «αν το πρόβλημα είναι ο συμβολισμός του ευρωομολόγου». Αν όμως η Άνγκελα Μέρκελ δεν κάνει την «ηγετική υπέρβαση για την ενότητα της ευρωζώνης», προτείνει τα 9 κράτη-μέλη που συνυπέγραψαν την επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να επιβάλουν ευρωπαϊκή λύση. Ευρωομόλογο χωρίς τη Γερμανία και την Ολλανδία, καθώς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη μαζί αντιπροσωπεύουν άνω των 2/3 του ΑΕΠ της ΕΕ.
Ως πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας είχε αρθρογραφήσει το 2015 ξανά στη Le Monde, με τίτλο: «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Τότε που «η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον παραλογισμό της τιμωρητικής λιτότητας» και που «οι περισσότεροι στην Ευρώπη θεωρούσαν ότι ‘αυτή η μικρή χώρα’ θα παρέμενε μια εξαίρεση» από το «παράλογο» που «δεν ήταν το να αλλάξουμε το φάρμακο όταν, αντί να θεραπεύει, επιδεινώνει την κατάσταση του ασθενή, αλλά το να κάνεις πως δεν βλέπεις το προφανές». Δανειζόμενος τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Έρνεστ Χεμινγουέι, κατέληγε στο συμπέρασμα και προειδοποιούσε ότι το ζήτημα δεν αφορούσε μόνον την Ελλάδα, «αλλά ήταν το επίκεντρο της σύγκρουσης μεταξύ δύο διαφορετικών στρατηγικών για το μέλλον της Ευρώπης: Η μια ήταν επικεντρωμένη στην πολιτική ολοκλήρωση βασισμένη στην ισότητα και την αλληλεγγύη. Η άλλη οδηγούσε σε κατακερματισμό και διαίρεση».
Νωρίτερα, σε μια από τις πρώτες συνόδους κορυφής, είχε προσπαθήσει να μεταπείσει τους συναδέλφους του, διαμηνύοντας πως «αν αυτή είναι η μέθοδος να αντιμετωπιστεί η κρίση στην Ελλάδα, θα έρθει η ώρα που θα χρειαστεί οι χώρες τους να έρθουν αντιμέτωπες με την ίδια ‘λογική’».
Πέντε χρόνια μετά, υπό το πρίσμα των εξελίξεων της σημερινής κρίσης, ο κ. Τσίπρας σχολιάζει ότι δεν ξέρει πόσο προφητικό θα αποδειχθεί εκείνο το άρθρο και δεν ξέρει σε ποιο βαθμό κατάφερε να πείσει τότε τους συναδέλφους τους. «Παρόλο που οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας υποστήριζαν την Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι το έκαναν επειδή θεωρούσαν ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος “οι καμπάνες” να χτυπήσουν μια μέρα για αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις γαλλικές προσπάθειες, ο διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης αποδείχθηκε βραχύβιος», αναφέρει.
Στο σημερινό άρθρο του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα (ΙΙ)», σχολιάζει ότι πάλι η περίοδος θυμίζει εκείνη του μυθιστορήματος του Χεμινγουέι και προειδοποιεί εκ νέου: «Όχι, δεν έχουμε σήμερα πραγματικό πόλεμο. Αλλά είναι σαν να έχουμε πόλεμο. Οι οικονομίες μας συρρικνώνονται συμμετρικά και με απόλυτους όρους. Προτεραιότητα, όμως, είναι να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Οι ζωές δεν ξανάρχονται. Τα χρέη ξεπληρώνονται ή και διαγράφονται, όπως έγινε και μετά από πραγματικό πόλεμο, το 1953. Οι ζωές, όμως, δεν ξαναγυρίζουν».
Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρει ότι μέσα στις δραματικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης μέρος της ευρωπαϊκής ηγεσίας έχει καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τις προηγούμενες κρίσεις και επιμένει στις λανθασμένες συνταγές. «Αντί να παραμερίσουν όλοι μπροστά στο μέγεθος της απειλής και να προτάξουν την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, συνεχίζουν στην ίδια λογική: ‘Δε θα πληρώσουμε τα σπασμένα των σπάταλων του Νότου’. Με δυο λόγια, καμία σκέψη για αμοιβαιοποίηση του χρέους, ο καθένας μόνος του και “όποιος θέλει δανεικά, να περάσει από το ταμείο να του κόψουμε κουστούμι”. Όπως έγινε και με την Ελλάδα. Αλλά όπως είπαμε, ‘οι κανόνες είναι κανόνες’».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τον φόβο του ότι «η ακραία επίδειξη αμοραλισμού και αδιαλλαξίας από Ευρωπαίους ηγέτες – όπως ο Μαρκ Ρούτε που δεν κατάλαβε να έχει κάτι αλλάξει τις τελευταίες μέρες που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα του να δεχτεί νέα οικονομικά εργαλεία – ίσως αποβεί μοιραία για την ίδια την ενότητα της Ένωσης. Διότι η ενότητα δεν βασίζεται μόνο σε οικονομικούς όρους, αλλά και σε κοινές αξίες», τονίζει. Αναφέρει πως γνωρίζει καλά ότι «η Ευρώπη κινείται αργά, με μικρές ρήξεις και μεγάλους συμβιβασμούς» και εύχεται «ένας τέτοιος συμβιβασμός να επιτευχθεί τις επόμενες μέρες». Σημειώνει ότι «η μεγάλη ευθύνη βαραίνει την Άνγκελα Μέρκελ που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην υστεροφημία της ως Ευρωπαία ηγέτης και στο εθνικό της ακροατήριο που είναι μολυσμένο, εδώ και χρόνια, από τον ιό του σοβινισμού».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνει πως «αν το πρόβλημα είναι ο συμβολισμός του ευρωομολόγου, λύσεις υπάρχουν. Πάντα υπάρχουν τεχνικές εναλλακτικές με το ίδιο αποτέλεσμα αλλά με διαφορετικό όνομα». Συγκεκριμένα αναφέρει: «θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συμφωνηθεί η έκδοση ενός μεγάλου ομολόγου του EMΣ. Ο ΕΜΣ έχει την πιστοληπτική δυνατότητα να δανείζεται με εξαιρετικούς όρους, ένα μεγάλο αλλά απαραίτητο ποσό κεφαλαίων -ισοδύναμο, για παράδειγμα, του ποσού που συμφώνησαν οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί για την προστασία της οικονομίας των ΗΠΑ. Βάσει αυτού του ομόλογου, ο ΕΜΣ θα μπορούσε στη συνέχεια να δημιουργήσει ανοιχτή πιστοληπτική γραμμή προς τα κράτη μέλη, χωρίς άλλη προϋπόθεση πέραν του να αξιοποιηθούν στην αντιμετώπιση των κρίσεων στην υγεία και την οικονομία».
Ξεκινώντας το άρθρο του με τη ρήση του Τζ.Μ.Κέινς το 1936 ότι «η δυσκολία δεν έγκειται στην ανάπτυξη νέων ιδεών, αλλά στο πώς θα αφήσουμε πίσω μας τις παλιές», αναφέρει ότι λύσεις υπάρχουν, «πολιτική βούληση να αφήσουμε πίσω τις παλιές ιδέες, δεν γνωρίζω αν υπάρχει». Τονίζει ότι «σε κάθε περίπτωση τα κράτη-μέλη που συνυπέγραψαν την κοινή επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ζητώντας το ευρωομόλογο, πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν την επόμενη διαπραγμάτευση, όχι μόνο για να καταγράψουν τη διαφωνία τους, αλλά για να επιβάλουν ευρωπαϊκή λύση». «Και αν η Άνγκελα Μέρκελ, τελικώς προτιμήσει τα θετικά σχόλια του γερμανικού Τύπου, από την ηγετική υπέρβαση για την ενότητα της ευρωζώνης, τότε οι χώρες αυτές δεν πρέπει να διστάσουν να κάνουν τα επόμενα βήματα μαζί», προσθέτει. Επισημαίνει ότι ένα ευρωομόλογο χωρίς τη Γερμανία και την Ολλανδία, δεν θα είναι, βεβαίως, το ίδιο ισχυρό, «αλλά ας μην ξεχνάμε ότι τα υπόλοιπα κράτη-μέλη μαζί, αντιπροσωπεύουν άνω των 2/3 του ΑΕΠ της ΕΕ. Αρκεί να έχουν τη βούληση να προχωρήσουν μπροστά”. “Εξάλλου, αυτός μπορεί να είναι και ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η Ευρώπη μπροστά», τονίζει.