«Συνωστισμός» για τις fast track άδειες αντισηπτικών
- 06/04/2020, 12:42
- SHARE
Αυξάνεται ο αριθμός των ελληνικών παραγωγικών εταιρειών που ακολουθούν την τάση της παγκόσμιας βιομηχανίας καλλυντικών στην προσπάθεια καταπολέμησης του κορωνοϊού Covid-19 αναπροσαρμόζοντας τις γραμμές παραγωγής τους σε παραφαρμακευστικά προϊόντα όπως τα αντισηπτικά και απολυμαντικά είδη.
Μετά την Παπουτσάνης και τη Σαράντης, πληροφορίες του “F” θέλουν τουλάχιστον επτά βιομηχανίες καλλυντικών να έχουν επιβεβαιώσει το ενδιαφέρον τους να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους δίνει ο νόμος 4681/ΦΕΚ 74 Α’ της 27ης Μαρτίου, ο οποίος ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για την “άδεια παραγωγής αντισηπτικών για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού Covid-19”.
Ανάμεσά τους φέρεται να είναι η Fresh Line, που δραστηριοποιείται στα φυσικά καλλυντικά, η ZΥΛΙΕΤ ΑΡΜΑΝΤ Α.Ε., με το ομώνυμο brand Juliette Armand, καθώς και η Γ. Παχωπός Α.Ε., με την Yellow Rose Professional Cosmetics να διαθέτει παράδοση άνω των 40 χρόνων στον τομέα των επαγγελματιών αισθητικής ενώ πέρα από τα καλλυντικά προϊόντα η εταιρεία διαθέτει επίσης μηχανήματα και αξεσουάρ επαγγελματικών περιποιήσεων ομορφιάς και ειδικά gels για υπερήχους και laser. Ενδιαφέρον επίσης φέρεται να έχει εκδηλώσει η Farmeco, με δραστηριότητα στα δερμοκαλλυντικά, η Rovel, η οποία παράγει για τρίτους aeorols αναπτύσσοντας πράσινες τεχνολογίες ενώ εισάγει καλλυντικά από το Ισραήλ, η Cosmetia – Σακελλαρίου ΑΒΕΕ (με brands όπως Lee Hatton, Rona Ross, Greenyard κ.α.) αλλά και η Macrovita Α.Ε..
Σημειώνεται ότι ήδη έχουν ενεργοποιήσει σχέδια παραγωγής αντισηπτικών η Lavipharm, που είναι επίσης μέλος του Πανελληνίου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Αντιπροσώπων Καλλυντικών & Αρωμάτων (ΠΣΒΑΚ), όπως και η Uni-pharma, του ομίλου Τσέτη που έχει παρουσία στη βιομηχανία καλλυντικών μέσω της InterΜed, που είναι μέλος του ΠΣΒΑΚ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μεταξύ των μελών του ΠΣΒΑΚ υπάρχουν αρκετές ακόμη βιομηχανίες καλλυντικών που μεθοδεύουν την είσοδο τους στην αγορά αντισηπτικών ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον είναι αμείωτο από συγγενείς κλάδους – από φαρμακευτικές εταιρείες μέχρι εταιρείες βρεφικών ειδών, προϊόντων προσωπικής φροντίδας, ακόμη και νεοσύστατες εταιρείες που διεκδικούν μερίδιο στην αγορά παραφαρμακευτικών ειδών. Για παράδειγμα η Hellas Medical Devices, που έχει αναλάβει την επίσημη διανομή των προϊόντων Lavena, καθώς και των προφυλακτικών Playboy στην Ελλάδα, διαθέτει ήδη αντισηπτικά, σε περίπτερα και καταστήματα λιανικής.
Το πρώτο βήμα έκαναν Παπουτσάνης και Σαράντης, ελληνικές εταιρείες με διεθνή παρουσία και στρατηγικούς συνεργάτες όπως η L’Occitane για την πρώτη και η Estée Lauder καθώς και η Coty για τη δεύτερη, οι οποίες έχουν μπει ήδη στην παραγωγή αντισηπτικών. Πέρα από τον κοινωφελή σκοπό, η επιχειρηματική κίνηση των ελληνικών εταιρειών έχει ειδικό ενδιαφέρον σε έναν τομέα που συν-δραστηριοποιούνται βιομηχανίες καλλυντικών και φαρμάκων και ο οποίος “καλπάζει” καταλαμβάνοντας σημαντικό μερίδιο στην αγορά των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων – όπου και άλλα είδη καταγράφουν αλματώδη ανάπτυξη λόγω της πανδημίας, όπως π.χ. τα συμπληρώματα διατροφής, που μαζί με τις βιταμίνες τρέχουν με ρυθμό άνω του 50% στα e-shops.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι αγορά των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, που σε παγκόσμια κλίμακα υπολογίζεται, με βάση συγκλίνουσες εκτιμήσεις, κοντά στα 300 δισ. δολ. (η MarkerWatch προβλέπει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 8,5% μέχρι το 2025, οπότε η αγορά αναμένεται να προσεγγίσει τα 500 δισ. δολ.) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι αγγίζει τα 300 εκατ. ευρώ (ακόμη υψηλότερα ανεβάζει τον πήχη report του Statista μιλώντας για 402 εκατ. ευρώ το 2020 με ρυθμό ανάπτυξης 5,1% ως το 2023) και με μερίδιο στα φαρμακεία πάνω από 20%.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι καθώς η περίοδος της καραντίνας επιμηκύνεται και θα απαιτηθούν προφυλάξεις και μετά την χαλάρωση των μέτρων η αγορά των αντισηπτικών, καθαριστικών, σαπουνιών και άλλων σχετικών προϊόντων, που αναπτύσσει η βιομηχανία καλλυντικών, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς. Η τάση αποτυπώνεται ήδη στις αντίστοιχες κατηγορίες των μεγάλων εταιρειών καλλυντικών στην τοπική αγορά (Johnson & Johnson, Ηenkel Hellas, Korres, Unilever, Apivita, Frezyderm, Ηellenica, Βolton Hellas, Rolco κ.α.).
Στην Ευρώπη
Στην ευρωπαϊκή βιομηχανία καλλυντικών πρώτη ενεργοποιήθηκε η γαλλική βιομηχανία ομορφιάς LVMH, όταν στα μέσα Μαρτίου ανακοίνωσε ότι θα προσαρμόσει την μονάδα παραγωγής αρωμάτων και καλλυντικών που διαθέτει (Christian Dior, Guerlain και Givenchy) για την παραγωγή απολυμαντικών, ενώ εδώ και λίγες εβδομάδες τα εργοστάσια του ομίλου L’Oreal έχουν αρχίσει να παράγουν αντισηπτικό χεριών εντείνοντας την παραγωγή τους στο πλαίσιο ενός Πανευρωπαϊκού Προγράμματος Αλληλεγγύης. Μάλιστα η La Roche-Posay δεσμεύθηκε να εξοπλίσει με αντισηπτικά χεριών συνεργαζόμενα νοσοκομεία, φαρμακεία και γιατρούς στην Ελλάδα ενώ η Garnier θα δωρίσει αντισηπτικά χεριών σε εργαζόμενους στα super market με τα οποία συνεργάζεται στη χώρα μας, μόλις τα εργοστάσια του ομίλου παραδώσουν τα σχετικά προϊόντα.
Tην ίδια στιγμή η Bulgari αναλαμβάνει δράση στην δοκιμαζόμενη Ιταλία, καλώντας τον συνεργάτη της στον τομέα της αρωματοποιίας, ICR Cosmetics, να παράγει υδροαλκοολικό τζελ ενώ η Unilever φέρεται να μπαίνει στην παραγωγή, μέσω της ρωσικής θυγατρικής της. Το ίδιο και Clarins και αρκετές ακόμη ισχυρές βιομηχανίες καλλυντικών ενώ πίσω από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς στοιχίζονται και μικρότερες βιομηχανίες. Η τάση κλιμακώνεται και στην Ελλάδα, όπου μετά την Παπουτσάνης και τη Σαράντης που γνωστοποίησαν την έναρξη παραγωγής αντισηπτικών διαλυμάτων, εισέρχονται ολοένα νέες εταιρείες, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι ήδη έχουν κατατεθεί περί τις 60 αιτήσεις στον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκου (ΕΟΦ), που είναι και ο αρμόδιος φορέας αδειοδότησης στην Ελλάδα.
Οι fast track άδειες
Σημειώνεται ότι με το νέο πλαίσιο, σε συνέχεια της ΠΝΠ που απλοποιεί τις διαδικασίες αδειοδότησης, δίνεται η δυνατότητα αντιμετώπισης τόσο του παρεμπορίου, καθώς πληροφορίες θέλουν την οικονομική αστυνομία να διερευνά καταγγελίες με ακατάλληλα προϊόντα από αντισηπτικά μέχρι μάσκες και γάντια, όσο και φαινόμενα αισχροκέρδειας, με ενδεικτικό το γεγονός ότι από τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου η ισχυρή ζήτηση αντισηπτικών, που αποτυπώθηκε στα άδεια ράφια φαρμακείων και super market, οδήγησε σε μεγάλη άνοδο των τιμών. Τα ατομικά τζελ έφτασαν να πωλούνται προς 6 ευρώ κατά μ.ο. τα 30 ml, από 2,5 – 3 που πωλούνταν νωρίτερα. Ως αποτέλεσμα, άρχισαν να παράγουν και οι φαρμακοποιοί σκευάσματα, προς 2 ευρώ ανά 50 ml, αναπαράγοντας την συνταγή του ΠΟΥ, μέχρι που εξαντλήθηκαν τα αποθέματα πρώτης ύλης.
Υπενθυμίζεται ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ELPEN, Pharmathen, IASIS Pharmaceuticals Hellas, Lavipharm, Help Pharmaceuticals, Unipharma και Rafarm, που έχουν ήδη μπει στη μάχη για να καλύψουν τις έκτακτες ανάγκες στη εγχώρια αγορά μαζί με ειδικές μονάδες του Στρατού, αξιοποιούν ως πρώτη ύλη ποσότητες αιθυλικής αλκοόλης που έχουν δεσμευθεί από τις τελωνιακές αρχές (122,6 τόνοι), σε συνέχεια σχετικής απόφασης του διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή.
Προδιαγραφές και προοπτικές
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μαζική παραγωγή αντισηπτικών απαιτεί συγκεκριμένες προδιαγραφές στις εργοστασιακές υποδομές των επιχειρήσεων και από τις δεκάδες αιτήσεις που εξετάζει ο ΕΟΦ θα πρέπει να δούμε ποιες θα λάβουν πράσινο φως με τις διαδικασίες fast track που θέσπισε η κυβέρνηση.
Πάντως καλλιεργούνται προσδοκίες στον κλάδο καλλυντικών, η αξία του οποίου σταθεροποιείται τα τελευταία χρόνια πάνω από το 1 δισ. ευρώ.
Eν κατακλείδι, το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς αντισηπτικών και απολυμαντικών, που αποτιμάται σε πάνω από 17 δισ. δολ., με βάση εκτιμήσεις για το 2019, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 6-7% έχει ήδη απογειωθεί. Η παγκόσμια ζήτηση που έλαβε ώθηση τα τελευταία χρόνια από την αύξηση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και την τάση αυξημένης ατομικής και οικιακής υγιεινής, πλέον με τον Covid-19 έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ και πέρα από τις προκλήσεις, το τρέχον περιβάλλον αναδύει και επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Photo by Kelly Sikkema on Unsplash