Ενστάσεις του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για το QE της ΕΚΤ- Το χαρακτηρίζει «εν μέρει» αντισυνταγματικό
- 05/05/2020, 12:14
- SHARE
Με την απόφασή του, να κρίνει ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ από το 2015 (PSPP) παραβιάζει εν μέρει το γερμανικό Σύνταγμα, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να μην δικαίωσε όσους κατηγορούσαν την ΕΚΤ ότι χρηματοδοτούσε τις κυβερνήσεις των κρατών με υψηλό χρέος παραβιάζοντας την εντολή της, δημιουργεί ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές, σημαντικά προβλήματα σε ό,τι αφορά την λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η σημερινή απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πολυετούς αντιπαράθεσης σχετικά με τον ρόλο της ΕΚΤ, ωστόσο διευκρινίζεται ότι δεν αφορά το τρέχον πρόγραμμα της Τράπεζας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι συνταγματικοί δικαστές είχαν ήδη το 2017 εκφράσει την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο το πρόγραμμα PSPP να συνιστά εμπλοκή της ΕΚΤ στην άσκηση οικονομικής πολιτικής και απευθείας χρηματοδότηση κυβερνήσεων – και τα δύο απαγορεύονται από την εντολή της ΕΚΤ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφασή του δηλώνει ότι δεν βρήκε αποδείξεις απευθείας χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, αλλά έκρινε ότι η γερμανική κυβέρνηση και η Βουλή απέτυχαν να διερευνήσουν τους στόχους και τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τους δικαστές, δεν έγινε ποτέ ενδελεχής ανάλυση του εάν το PSPP αποτελούσε πράγματι επαρκές μέτρο στην προσπάθεια ενίσχυσης των οικονομιών της Ευρωζώνης.
Η προσφυγή είχε κατατεθεί το 2015, μεταξύ άλλων από τον πρώην αντιπρόεδρο της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Πέτερ Γκαουβάιλερ και πρώην στελέχη της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD), οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ΕΚΤ είχε παραβιάσει την εντολή της.
Το 2017 κάποιοι από τους δικαστές στην Καρλσρούη εξέφρασαν τις ανησυχίες τους σε σχέση με το κατά πόσο το PSPP αποτελούσε πράγματι παραβίαση της εντολής της ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανέλαβε την υπόθεση και το 2018 αποφάσισε ότι η ΕΚΤ ενεργούσε εντός του πλαισίου της εντολής της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στην σημερινή του απόφαση αναφέρει ότι «απλώς δεν μπορεί πλέον να κατανοήσει» την απόφαση του 2018 και την κηρύσσει έτσι αυθαίρετη και μη δεσμευτική. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά το Συνταγματικό Δικαστήριο αποκλίνει από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ενέχει τον κίνδυνο σύγκρουσης σχετικά με τις αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σχολιάζει η Sueddeutsche Zeitung.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι αποφάσεις της ΕΚΤ ελήφθησαν κατά παράβαση των αρμοδιοτήτων της. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η Bundestag παραβίασαν θεμελιώδη δικαιώματα, επειδή απλώς παρακολουθούσαν άπραγοι. Δεν διαπιστώθηκε χρηματοδότηση των κρατών – η οποία απαγορεύεται -, ωστόσο η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ παραβιάζει εν μέρει το γερμανικό Σύνταγμα, διότι οι αποφάσεις δεν ελέγχθηκαν από κυβέρνηση και νομοθέτες.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι «πράξεις και αποφάσεις ευρωπαϊκών οργάνων προφανώς δεν καλύπτονται από την ευρωπαϊκή τάξη αρμοδιοτήτων», δήλωσε ο Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου Αντρέας Φοσκούλε, κατά την ανακοίνωση της απόφασης. Για αυτόν τον λόγο οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν παράγουν αποτέλεσμα στην Γερμανία, πρόσθεσε. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο είναι υποχρεωμένοι να αντιταχθούν στην έως τώρα διαχείριση του PSPP», αναφέρεται στην σημερινή απόφαση και για αυτό απαγορεύεται στην Bundesbank, έπειτα από μια μεταβατική προθεσμία το πολύ τριών μηνών, να συμμετάσχει στην εφαρμογή του προγράμματος αγοράς της ΕΚΤ, εφόσον το Συμβούλιο της ΕΚΤ δεν παρουσιάσει με κατανοητό τρόπο, με μια νέα απόφαση, ότι το πρόγραμμα είναι κατάλληλο. Όπως επισημαίνει η SZ, η σημερινή εξέλιξη «έχει σοβαρές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την δυνατότητα της ΕΚΤ να δράσει, διότι στην Bundesbank, η οποία είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της ΕΚΤ με μερίδιο 26%, αναλογεί ένα σοβαρό μέρος του όγκου των αγορών κρατικών ομολόγων, οι οποίες έχουν εν τω μεταξύ φθάσει στα 2,2 τρισεκατομμύρια ευρώ». Η απόφαση, εκτιμά η εφημερίδα, θα μπορούσε να επηρεάσει και τα νεότερα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, καθώς σε αυτά περιλαμβάνονται μεγάλες αγορές, όγκου 750 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το τέλος του 2020, παρά το γεγονός ότι το τρέχον πρόγραμμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου.