Αριστοτέλης Νινιός (Euroxx) στο Fortune: Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις – Κρίσιμη η ταχύτητα, καθώς και η συνέπεια στην προσπάθεια επανόδου
- 17/05/2020, 11:36
- SHARE
Την ώρα που τα στοιχεία δείχνουν ένα παγκόσμιο «κραχ» στην οικονομία, μεγαλώνει η ανησυχία για την πορεία και της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με σημαντική ύφεση το 2020. Η συζήτηση έχει ήδη περάσει στο σχέδιο ανάκαμψης από το 2021, καθώς η φετινή χρονιά θεωρείται από πολλούς σε μεγάλο βαθμό «χαμένη» σε διάφορους τομείς, την ώρα που βρίσκονται σε εξέλιξη τα πρώτα βήματα επαναλειτουργίας μετά από ένα «lockdown» τριών μηνών, λόγω της πανδημίας Covid-19.
Ενδεικτικά, μόνο τον Απρίλιο, παρακαλουθήσαμε επιδόσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη που μας γυρίζουν 90 χρόνια πίσω και δείχνουν σκηνικό 1930. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 11.2% τον Απρίλιο, ακολουθώντας μια μείωση 4,5% τον προηγούμενο μήνα. Πρόκειται για την μεγαλύτερη μηνιαία υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής από το 1919. Οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν κατά 16,4% τον Απρίλιο, σημειώνοντας την μεγαλύτερη μείωση από το 1992, όταν και άρχισαν να γίνονται σχετικές μετρήσεις ( μεγαλύτερη από τη μείωση 8,7% που καταγράφηκε τον Μάρτιο). Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια έκρηξη ανεργίας. Το προηγούμενο δίμηνο έχασαν τη δουλειά τους 33 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 10% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ.
Αλλά και στην Ευρώπη τα στοιχεία είναι ανησυχητικά. Η Eurostat ανακοίνωσε την εκτίμηση της για το ΑΕΠ και την απασχόληση στην ΕΕ στο πρώτο τρίμηνο του 2020: η εκτίμηση είναι για ύφεση 3,8% στην Ευρωζώνη και 3,3% για την ΕΕ συνολικά σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Είναι η μεγαλύτερη ύφεση από το τρίτο τρίμηνο του 2009 όταν είχαμε ύφεση 4,5% στην Ευρωζώνη και 4,4% συνολικά στην Ευρώπη. Μόνο που τώρα μιλάμε για ένα τρίμηνο κατά το οποίο μόνο ο Μάρτιος εντάσσεται στα περιοριστικά μέτρα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα που διαμορφώνεται, η πολιτεία και ο ιδιωτικός τομέας ξεκινούν έναν αγώνα ανάκαμψης. Μιλήσαμε με τον Αριστοτέλη Νινιό, Αντιπρόεδρο ΔΣ της Euroxx ΑΧΕΠΕΥ, ο οποίος τονίζει ότι όλα θα εξαρτηθούν «από την ταχύτητα επανόδου της οικονομικής δραστηριότητας όσο το δυνατόν εγγύτερα στα προ πανδημίας επίπεδα».
Ακόμη επισημαίνει ότι στην παρούσα φάση «δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και η Ελλάδα για να διεκδικήσει ό,τι τυχόν της αναλογεί από την παγκόσμια οικονομική πίτα, θα πρέπει να έχει ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, σταθερό νομοθετικό περιβάλλον, να ελκύει επενδύσεις περιβάλλοντας τις με σταθερότητα, ταχύτητα, αμεσότητα και υψηλό επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών».
Ο έμπειρος οικονομικός αναλυτής αναφέρεται επίσης στο «διαρκές stress test για την αντοχή των επιχειρήσεων», στην πρόσβαση τους στις αγορές σε συνθήκες πανδημίας, αλλά και στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, το οποίο εμφάνισε για ακόμη μια φορά «ακραίες υποτιμητικές τάσεις με βασικά χαρακτηριστικά την αυξημένη συναλλακτική δραστηριότητα και τις γενικευμένες ρευστοποιήσεις».
Κ. Νινιέ, είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα θα έχει μια δύσκολη χρονιά φέτος, δεδομένης της αρνητικής επίδρασης της πανδημίας στον τουρισμό, ενώ η ύφεση της ελληνικής οικονομίας θα αντιστρέψει την πρόσφατη πτωτική τάση των NPLs των ελληνικών τραπεζών. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της οικονομίας και ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες για γρήγορη ανάκαμψη το 2021;
Ήδη οι εκτιμήσεις για την επίδραση της πανδημίας στις οικονομίες όλου του κόσμου είναι δυσοίωνες. Μεγάλες και υγιείς οικονομίες όπως αυτή της Γερμανίας, θα βιώσουν μια πρωτόγνωρα ζοφερή οικονομική πραγματικότητα πέραν κάθε εκτιμήσεως. Για την Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου η κατάσταση θα είναι σημαντικά πιο δυσάρεστη και η ύφεση αναμένεται βαθιά. Υπάρχουν εκτιμήσεις για την ύφεση στην Ελλάδα, που προσεγγίζουν το 10% και όλα δείχνουν να εξαρτώνται από την ταχύτητα επανόδου της οικονομικής δραστηριότητας όσο το δυνατόν εγγύτερα στα προ πανδημίας επίπεδα. Όσο γρηγορότερα συντελεστεί αυτή η επανεκκίνηση τόσο θα περιοριστούν οι απώλειες για τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μία χρονιά που για πολλούς θεωρείται χαμένη. Η συγκυρία είναι εξαιρετικά δυσμενής για τη χώρα μας, ήδη βρισκόταν σε μία διαδικασία επούλωσης των πληγών της τραγικής δεκαετίας που προηγήθηκε και η αισιοδοξία που άρχισε να αναβλύζει από τις καλές μακροοικονομικές επιδόσεις του Η2’19 χάθηκε μέσα σε έναν μήνα. Σαν έναν άρρωστο που ενώ πασχίζει να αποκαταστήσει την υγεία του, τον χτυπά μια νέα βαρύτερη ασθένεια, η χώρα μας στην παρούσα φάση υποχρεώνεται να επουλώσει εκτός από τις παλαιές και νέες πληγές. Μια από αυτές είναι η εξαιρετικά κατακερματισμένη και εσωστρεφής δομή της οικονομίας με την πληθώρα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, πολλές εκ των οποίων μάλιστα πλαισιώνουν την ήδη βαριά πληττόμενη τουριστική βιομηχανία, που ενώ αποτελούν το βασικό κορμό της οικονομικής δραστηριότητας της Ελλάδας, έχουν δεχθεί και το ισχυρότερο πλήγμα από την εκδήλωση της πανδημίας. Στην παρούσα φάση η γνώμη μου είναι πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Κρίσιμο κριτήριο για τις εξελίξεις αποτελούν η ταχύτητα και η συνέπεια στην προσπάθεια της επανόδου, ώστε να αποφευχθούν πισωγυρίσματα. Από εκεί και πέρα, μέσα σε μία παγκόσμια οικονομία που θα επαναπροσδιορίσει τις αστοχίες της παγκοσμιοποίησης και θα αναδιαμορφώσει το παραγωγικό της μοντέλο τόσο γεωγραφικά όσο και κοστολογικά, σε ένα περιβάλλον ραγδαίων αλλαγών στις εργασιακές ανάγκες και πρακτικές, καθώς επίσης και σε μια σταδιακή κατά την άποψή μου επικράτηση της αποταμίευσης έναντι της κατανάλωσης, η Ελλάδα για να διεκδικήσει ό,τι τυχόν της αναλογεί από την παγκόσμια οικονομική πίτα, θα πρέπει να έχει ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, σταθερό νομοθετικό περιβάλλον, να ελκύει επενδύσεις περιβάλλοντας τις με σταθερότητα, ταχύτητα, αμεσότητα και υψηλό επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών.
Αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις έδειξαν γρήγορα αντανακλαστικά μέσα στην κρίση και βγήκαν μπροστά με δωρεές, παροχή υπηρεσιών & προϊόντων εν μέσω της πανδημίας, μέτρα για τους εργαζόμενους και τους πελάτες τους. Θεωρείτε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν και αυτή τη φορά σε μια νέα και διαφορετική κρίση; Πώς πρέπει να στηριχθούν σε μια τέτοια συγκυρία και ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν;
Είναι πραγματικά πάρα πολύ θετικό το στοιχείο που τονίζεται στη ερώτηση και έχει να κάνει τόσο με την αμεσότητα όσο και με το ένστικτο επιβίωσης του μεγαλύτερου ποσοστού των ελληνικών επιχειρήσεων. Θα διαβαστεί αστείο, αλλά η δραματική για την οικονομία δεκαετία που προηγήθηκε με τις γνωστές δυσάρεστες παρενέργειες στο δημοσιονομικό χώρο και στο χώρο της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, αποτέλεσε σε ένα βαθμό ένα διαρκές stress test για την αντοχή των επιχειρήσεων και έναν κατά μία έννοια στίβο μάχης, μια εκπαίδευση τρόπον τινά για την απόκτηση της ικανότητας εξεύρεσης λύσεων σε ακραίες δυσμενείς συνθήκες.
Δεδομένης λοιπόν της προσαρμοστικής αυτής ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και των ικανοτήτων που απέκτησαν μέσα σε αυτή τη δεκαετή οικονομική κρίση ελπίζω και πιστεύω πως και σε αυτή εδώ την πρόκληση θα καταφέρουν να βρουν τις απαντήσεις. Φυσικά τα χαρακτηριστικά της πανδημίας είναι τελείως διαφορετικά ως προς την ταχύτητα, τη διασπορά, το πλήθος των πληττόμενων επιχειρήσεων και τον βαθμό ανάσχεσης της δραστηριότητας τους, σε σχέση με τα αντίστοιχα δεδομένα της κρίσης των Μνημονίων, συνεπώς ένας παραλληλισμός δε θα οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα. Στην παρούσα φάση η ελληνική κυβέρνηση κάνει κατά τη γνώμη μου μια σοβαρή προσπάθεια για παροχή βοήθειας στις επιχειρήσεις, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων πόρων που κατέχει, τουλάχιστον απολαμβάνει πλέον δημοσιονομική ελευθερία που της επιτρέπει μεγαλύτερο εύρος κινήσεων. Θετικό επίσης στοιχείο αποτελεί η προσπάθεια για διόρθωση των όποιων αστοχιών έχουν σημειωθεί σε αυτό το πρόγραμμα βοήθειας· μην παραβλέποντας την ταχύτητα και τη σφοδρότητα της κρίσης. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους θα χρειαστούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά να ενεργοποιήσουν την προσαρμοστικότητά τους και να αφομοιωθούν σε ένα μεταλλαγμένο επιχειρηματικό και εργασιακό περιβάλλον.
Aρκετές επιχειρήσεις είχαν δρομολογήσει επιτυχημένες ομολογιακές εκδόσεις πριν την έλευση της πανδημίας Covid-19. Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεαστεί η πρόσβαση τους στις αγορές λόγω της κρίσης;
Είναι αλήθεια πως το 2019, ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο αυτού, υπήρξε μια πάρα πολύ ευνοϊκή περίοδος για τις εκδόσεις χρέους των ελληνικών επιχειρήσεων, είτε στις διεθνείς αγορές με τη μορφή των Eurobonds, είτε στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) σε εκδόσεις mini bonds με δημόσια προσφορά για επενδυτές μικρότερου βεληνεκούς.
Τα τελευταία εμφανίστηκαν σταδιακά στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ξεκινώντας το 2017 και έφτασαν το 2019 να αποτελούν αφενός σημαντική πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων και αφετέρου πόλο έλξης για τους retail investors που έβρισκαν πλέον πρόσβαση σε επενδύσεις για μικρά ποσά, με ικανοποιητική απόδοση και μεγάλη διάρκεια. Ατυχώς, η εξέλιξη αυτή ανακόπηκε βίαια με την εκδήλωση της πανδημίας. Ήδη γνωστό πως τουλάχιστον τρεις άμεσα προγραμματισμένες σημαντικές ομολογιακές εκδόσεις στο ΧΑ, τόσο από πλευράς μεγέθους όσο και από άποψη συνεισφοράς στο επενδυτικό πρόγραμμα των εκδοτριών, ανεστάλησαν μέχρι να διαφανεί πως θα διαμορφωθούν οι συνθήκες στην αγορά των εταιρικών ομολόγων στην μετά Covid-19 εποχή. Για το επόμενο, τουλάχιστον εξάμηνο, η αναβίωση οποιασδήποτε έκδοσης εκτιμώ πως θα αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες, χωρίς ωστόσο να καθίσταται απαγορευτική. Οι βασικές παράμετροι που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι η σχετική διστακτικότητα που νομοτελειακά θα επιδείξει το επενδυτικό κοινό και λογικά θα οδηγήσει αρχικά σε συρρίκνωση της ρευστότητας και η τιμολόγηση του κουπονιού των ομολόγων αφού το αυξημένο επίπεδο ρίσκου οδηγεί αναπόφευκτα σε αρκετά υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με την προ Covid-19 εποχή. Το σημαντικότερο παράγοντα ωστόσο για την επιτυχή έκβαση μιας έκδοσης εταιρικού ομολόγου θα αποτελέσει, και ακόμη περισσότερο από τις προ πανδημίας εκδόσεις, το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας και ο βαθμός χρηματοοικονομικής ετοιμότητας και ανθεκτικότητας του εκδότη σύμφωνα με τα νέα δεδομένα στο επιχειρείν, όπως έχουν διαμορφωθεί.
Οι διεθνείς μετοχές έχουν σημειώσει ένα ράλι ανακούφισης το τελευταίο διάστημα από τα χαμηλά του Μαρτίου. Ποιοι είναι οι παράγοντες που βοήθησαν σημαντικά στην άμβλυνση του «σοκ» που βίωσαν οι αγορές τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο; Θεωρείτε ότι η bear market που ξεκίνησε βίαια τον δεύτερο μήνα του έτους ανήκει πλέον στο παρελθόν, δίνοντας τη σκυτάλη σε μια νέα bull market;
Ας αρχίσω πρώτα λέγοντας πως η παρούσα κρίση λόγω της πανδημίας που οδήγησε σε κατακρήμνιση των τιμών των αξιών στις αγορές σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι συγκρίσιμη, τουλάχιστον με αξιόπιστη αντιστοιχία με άλλες γνωστές οικονομικές κρίσεις αυτού ή του προηγούμενου αιώνα. Οι λόγοι της μη συγκρισιμότητας είναι απλοί. Η απότομη πτώση στις τιμές των αξιών δεν επήλθε ως αποτέλεσμα κατάρρευσης, του σπασίματος μιας φούσκας δηλαδή, στις τιμές κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων όπως πχ. τα ακίνητα. Στην πραγματικότητα ήταν απόρροια μιας γενικευμένης ανάσχεσης της οικονομικής δραστηριότητας σε μια προσπάθεια παγκόσμιας κλίμακας για την καταπολέμηση μια άγνωστης ασθένειας. Ένας ακόμη λόγος είναι η ταχύτατη αντίδραση των κυβερνήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν, στο βαθμό του εφικτού, την επερχόμενη ύφεση, φαίνεται μάλιστα ότι τα παθήματα του πρόσφατου παρελθόντος έγιναν μαθήματα ακόμα και στους πιο δύσκαμπτους. Προς το παρόν η κατάσταση φαίνεται να έχει αγγίξει ένα σημείο εύθραυστης ισορροπίας όπου όλα κρίνονται από την ταχύτητα της επανόδου και της ανασυγκρότησης. Η κατανόηση μου είναι ότι η αξία μιας εταιρείας μετράται από την παρούσα αξία των αναμενόμενων ταμειακών ροών από τώρα έως το άπειρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κακές βραχυπρόθεσμες οικονομικές επιδόσεις ίσως έχουν βραχεία επίδραση στις τιμές των μετοχών. Μόνο εκείνοι οι επενδυτές που χρησιμοποιούν βραχυπρόθεσμα κέρδη για να αποτιμήσουν επιχειρήσεις, π.χ. χρησιμοποιώντας πολλαπλασιαστές κερδών, θα επιμείνουν σε μεγάλη κατάρρευση των αξιών. Επίσης, οι δανειστές θα πρέπει να έχουν μια πιο μακροπρόθεσμη άποψη όταν αντιμετωπίζουν δανειολήπτες σε οικονομική δυσχέρεια λόγω έλλειψης κεφαλαίου κίνησης εξαιτίας της πανδημίας. Με αυτές τις παραδοχές και το δεδομένο της γρήγορης και ομαλής επανόδου θα έβλεπα καλύτερες τιμές.
Πώς κρίνετε μέχρι στιγμής την πορεία του Ελληνικού Γενικού Δείκτη Τιμών; Θεωρείτε ότι θα επιστρέψει μια μερική «κανονικότητα» με την άρση των πρώτων μέτρων σε Ελλάδα και Ευρώπη;
Ατυχώς η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά εκτός από τα συστημικά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετώπιζε, αντιμετωπίζει και θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει, πολλά εκ των οποίων έρχονται ως κληροδοτήματα της οικονομικής κρίσης, παρουσίασε για μια ακόμη φορά με την εκδήλωση της πανδημίας ακραίες υποτιμητικές τάσεις με βασικά χαρακτηριστικά την αυξημένη συναλλακτική δραστηριότητα και τις γενικευμένες ρευστοποιήσεις. Σε ένα γενικευμένο περιβάλλον διεθνούς χρηματοοικονομικής και χρηματιστηριακής απαξίωσης η ελληνική αγορά οδηγήθηκε, αναπόφευκτα κατά τη γνώμη μου, σε ακραίες απώλειες και υπερβολική μεταβλητότητα, σε σχέση με το σύνολο των διεθνών αγορών. Για τα βασικά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της χρηματιστηριακής αγοράς έχουν χυθεί τόνοι μελανιού, συνεπώς μια επανάληψη δε θα έκανε κανέναν σοφότερο. Πέραν λοιπόν όλων των γνωστών δημοσιονομικών, μικροοικονομικών και επιχειρηματικών εμποδίων, η άποψη μου είναι πως η βασική αδυναμία του ελληνικού χρηματιστηρίου, αδυναμία που οξύνθηκε ακόμη περισσότερο λόγω των σαρωτικών επιπτώσεων της πανδημίας σε υγιέστατους έως πρόσφατα τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, είναι η ρηχότητα, το πολύ περιορισμένο προϊόν που προσφέρει. Στην πραγματικότητα είναι μια αγορά τεσσάρων τραπεζικών μετοχών, η κάθε μία με τα γνωστά κληροδοτήματα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και ενός πολύ συγκεκριμένου και περιορισμένου αριθμού μετόχων από άλλους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι δηλαδή σαν να στέκεσαι μπροστά σε μια μισοάδεια βιτρίνα ενός καταστήματος, πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια τέτοια εικόνα; Ωστόσο αυτό που στην παρούσα φάση φαντάζει το μεγαλύτερο μειονέκτημα για την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε ισχυρή αντίδραση. Η ευλαβική και αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προσδώσει στη χώρα μας κάποια σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η ορθή εκμετάλλευση των οποίων σε συνδυασμό με τη σταδιακή επάνοδο σε μία κατάσταση πλήρους οικονομικής δραστηριότητας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν με σχετική ευκολία μια «ρηχή» αγορά σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα τιμών.
Διαβάστε ακόμη:
Κορωνοϊός: Αγώνας δρόμου για το «αντίδοτο» στην οικονομική «καταιγίδα»