Ο Σίγκμουντ Φρόυντ και ο Ταγίπ Ερντογάν: Γιατί όταν δεν φοβόμαστε την Τουρκία, βοηθάμε στην ειρηνική εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ και ο Ταγίπ Ερντογάν: Γιατί όταν δεν φοβόμαστε την Τουρκία, βοηθάμε στην ειρηνική εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Τα μαθήματα από την αντιμετώπιση του Χίτλερ, πριν ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο επεκτατισμός προς κάθε κατεύθυνση της Τουρκίας και η «κόκκινη γραμμή» της Ελλάδας. 
Άρθρο του Πέτρου Ευθυμίου.
Άρθρο του Πέτρου Ευθυμίου.

Ο Άρθουρ Καίσλερ, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα, υποστήριξε σε ένα δοκίμιό του, ότι το πιο δύσκολο πράγμα στην ζωή είναι να ονοματίζουμε – δηλαδή να αναγνωρίζουμε και να αντιμετωπίζουμε – την πραγματικότητα, όταν αυτή είναι δυσμενής για μας. Χρησιμοποίησε μάλιστα το παράδειγμα του Σίγκμουντ Φρόυντ, από τον οποίο, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του, ο Καίσλερ είχε πάρει συνέντευξη (πιθανόν και την τελευταία, του επονομαζόμενου «πατέρα» της ψυχανάλυσης). Σημείωσε λοιπόν, έκπληκτος ο Καίσλερ, ότι ο γίγαντας αυτός της αυτογνωσίας, αυτός που θεράπευε, ονοματίζοντας τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων των ανθρώπων, δεν μπόρεσε να πει ούτε μια φορά την λέξη «καρκίνος», αλλά επαναλάμβανε «αυτό», δείχνοντας τον λαιμό του. (Ο Φρόυντ πέθανε από καρκίνο του λάρυγγα το 1939).

Στηριγμένος σε αυτή την αφετηρία, ο Καίσλερ εξηγούσε γιατί οι άνθρωποι και οι κοινωνίες αρνούνται και τα πιο καταφανή γεγονότα, όταν η αναγνώρισή τους, ο «ονοματισμός» τους, συνεπάγονται «ξεβόλεμα», δύσκολες παραδοχές, αποδοχή δυσάρεστων συνεπειών, αλλαγή των σχεδίων ζωής, είτε ατομικών, είτε συλλογικών. Έτσι ερμήνευε ο Καίσλερ την εθελοτυφλία των κομμουνιστών στο τερατώδες καθεστώς του Στάλιν και την αδράνεια των δυτικών δημοκρατιών, κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, απέναντι στην διαρκώς ανερχόμενη και ωμή ναζιστική επιβουλή, που οδήγησε και τις δύο χώρες από το 1933 ως το 1939 στην πολιτική του appeasement (κατευνασμού) έναντι του Αδόλφου Χίτλερ.

Αν διαβάσει κανείς στα Απομνημονεύματα του Ουίνστον Τσώρτσιλ και του Σαρλ ντε Γκωλ την προσωπική τους μαρτυρία για την ίδια περίοδο, νιώθει ότι η πολιτική τάξη στο σύνολό της και στην Αγγλία και την Γαλλία είχε το ίδιο πρόβλημα με τον Χίτλερ, όπως ο Σίγκμουντ Φρόυντ με το «αυτό». Όσο ο Χίτλερ καθιστούσε σαφές, όλο και πιο ωμά και επιθετικά, με λόγια και έργα, ότι αρνείται την ισχύ των συμφωνιών που είχε υπογράψει η ηττημένη Γερμανία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ότι θα εγκαθιδρύσει στην Ευρώπη το «χιλιόχρονο Ράιχ», τόσο περισσότερο στην Αγγλία και την Γαλλία, πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι, κατασκεύαζαν το «αυτό», φιλοτεχνούσαν την φυγή από την πραγματικότητα.

Χιλιάδες αναλύσεις, αγορεύσεις στο Κοινοβούλιο για το ότι «δεν υπάρχει κίνδυνος», ότι όλα αυτά απευθύνονται από τον Χίτλερ στο «εσωτερικό ακροατήριο», ότι «η Γερμανία έχει οικονομική κρίση», ότι είναι «διεθνώς απομονωμένη καθώς καταπατά κάθε έννοια δικαίου», «το ότι μιλάει για πόλεμο είναι ένδειξη παραφροσύνης» (άρα ο παράφρων δεν συνιστά «πραγματική» απειλή), και ότι – σε τελευταία ανάλυση- αν τον πάρουμε σοβαρά, τότε «παίζουμε το παιχνίδι του». Άρα, κραδαίνουμε το Δίκαιο έναντι της Βίας και επισείουμε την Λογική έναντι της Παραφροσύνης. Ταυτόχρονα, προκειμένου να εξημερώσουμε το θηρίο, το ταΐζουμε.

Ο Χίτλερ ξαναπήρε, πρώτα, ανεμπόδιστα, πίσω το Σάαρ, (ο Ντε Γκώλ γράφει ότι αν τον είχαμε σταματήσει εκεί, (εννοεί οι Γάλλοι), η Ευρωπαϊκή Ιστορία θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά, χωρίς την αιματοχυσία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Και συνέχισε απερίσπαστος την επέκταση του, ως το ταπεινωτικό Μόναχο. Έγινε δε τόσο ισχυρός, ώστε ο «απομονωμένος» να βρεθεί στην θριαμβική θέση να συμπράξει μαζί του η Σοβιετική Ένωση με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ -Μολότωφ και να διαμελίσουν από κοινού την Πολωνία…

Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά την κήρυξη του πολέμου, οι πολιτικές ηγεσίες στην Αγγλία και Γαλλία, δεν προσάρμοσαν αντίστοιχα τις συμπεριφορές τους. Εθελοτυφλούσαν ως την τελευταία στιγμή : «Ήταν κυβερνήσεις ειρήνης σε καιρό πολέμου». Στην Γαλλία συμπαρασύρθηκαν κάτω από τις ερπύστριες των γερμανικών τανκς τα πάντα, σε ελάχιστο χρόνο, με ταπεινωτικό τρόπο. Μόνον ο Ντε Γκώλ (που εθεωρείτο επί χρόνια ένα είδος «τρελού του χωριού»), ύψωσε ανάστημα και φρόνημα και έσωσε την τιμή (και τα συμφέροντα) της Γαλλίας. Στην Αγγλία, αντίθετα, ο απομονωμένος και διαρκώς ονειδιζόμενος, επί μια δεκαετία από τους «ψύχραιμους» και «σώφρονες», ο αντίστοιχος «τρελός του χωριού», ο «αιμοδιψής τυχοδιώκτης», ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ανέταξε τον αγγλικό λαό, ενέπνευσε και εμφύσησε το μαχητικό του πνεύμα, υποσχέθηκε «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα» που θα οδηγήσουν στη νίκη, απέναντι σε έναν αδυσώπητο αντίπαλο. Και κέρδισε τον πόλεμο. Γιατί ονομάτισε εξαρχής το πρόβλημα.

Θα άξιζε ο καθένας μας να σκεφθεί, μήπως ατομικά και συλλογικά, οι Έλληνες και η Ελλάδα, ως κρατική οντότητα, έχουμε κάτι κοινό με το «αυτό» του Σίγκμουντ Φρόυντ και την στάση της Αγγλίας και της Γαλλίας έναντι της ναζιστικής Γερμανίας στον Μεσοπόλεμο, με την «στρατηγική» του appeasement, (κατευνασμού), έναντι της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας. Πράγματι, δείχνει να μοιάζουμε σε πολλά. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν κρίσιμες αποκλίσεις και διαφορές.

Η Τουρκία εξελίσσεται σταθερά σε μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη, με αναθεωρητικό, δηλαδή επεκτατικό, χαρακτήρα. Επεκτατικό προς κάθε κατεύθυνση. Έχει, ταυτόχρονα, μεγάλα και σοβαρά εσωτερικά προβλήματα: Οικονομικά, θεσμικά, ως προς την έννοια του κράτους Δικαίου, χειραγωγημένης πολιτικής και πολιτειακής λειτουργίας, αλλά και προβλήματα εθνικής – και κοινωνικής άρα – συνοχής, λόγω του κουρδικού ζητήματος.

Ωστόσο, η ύπαρξη αυτών των μεγάλων και υπαρκτών εσωτερικών προβλημάτων, δεν αναιρεί, ούτε αδυνατίζει την αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας. Κάποιο από αυτά τα προβλήματα μπορεί να επηρεάσει τις τακτικές κινήσεις, αλλά δεν θα αναιρέσουν, ακόμα και όλα μαζί, την στρατηγική στόχευση. Η επεκτατική λογική είναι ο συνεκτικός ιστός όχι μόνον του συνόλου του πολιτικού συστήματος (πλην του φιλοκουρδικού κόμματος), αλλά ο κοινός «φυσικός» τόπος των αντιλήψεων, της μεγάλης πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Για τα μέτρα του τουρκικού πολιτικού συστήματος, ο «Σουλτάνος» Ερντογάν, που πολλοί στην Ελλάδα θεωρούν ως τον υπεύθυνο για την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι συγκριτικά μετριοπαθέστερος σε σχέση με την υστερία της κεμαλικής αντιπολίτευσης ή την ακρότητα θέσεων των συμμάχων του, όπως ο Μπαχτσελί. Και όταν ο Ερντογάν παρίσταται στις πόλεις και τα χωριά της Τουρκίας στις κηδείες των απλών στρατιωτών, που σκοτώθηκαν στις επιθετικές επιχειρήσεις, εκτός Τουρκίας, αποθεώνεται από τους κατοίκους και οι συγγενείς των νεκρών στρατιωτών διαβεβαιώνουν ότι θα δώσουν και άλλα παιδιά τους για την πατρίδα, αν χρειαστεί.

Προσθέτως, η αύξουσα δύναμη της Τουρκίας της επιτρέπει να μεταχειρίζεται όλο και πιο συχνά και συστηματικά την άσκηση βίας ή την απειλή χρήσης βίας, ως τμήμα της συνολικής πολιτικής της. Η εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου, δεν προκάλεσε κάποιο κόστος στην Τουρκία σε σχέση με τα οφέλη που αποκόμισε και συνεχίζει να προσπορίζεται. Η εισβολή της στην Συρία (που συνιστά και παραβίαση της Συνθήκη της Λωζάνης) όχι απλώς δεν της κόστισε, αλλά την κατέστησε έτι σημαντικότερο «παίκτη» στην περιοχή. Η σύγκλιση που εξελίσσεται αυτόν τον καιρό, μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, δεν οφείλεται μόνον σε πιθανή ενεργειακή σύμπραξη (να διέλθει το ισραηλινό φυσικό αέριο μέσω Τουρκίας αντί του East MED), αλλά και στον – προσθέτως – αυξημένο ρόλο επιρροής της Τουρκίας προς την Χεσμπολάχ, λόγω ακριβώς της στρατιωτικής της παρουσίας στην Συρία.

Η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Λιβύη, όχι μόνο δεν «αδυνάτισε» την θέση της όπως προέβλεπαν οι αναλυτές του «αυτό» στην Αθήνα, αλλά, αντίθετα, έβαλαν την Τουρκία στο τραπέζι κάθε διεθνούς διαπραγμάτευσης για την Λιβύη, ενώ την έφεραν πιο κοντά με ενδιαφερόμενες χώρες, όπως η Ιταλία.

Οι έρευνες της Τουρκίας στην ανακηρυγμένη και διεθνώς κατοχυρωμένη ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, έδειξαν και τα όρια ενός άλλου μεγάλου επιχειρήματος του «αυτό», που είναι η αντίληψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προστατεύει αυτομάτως και αποτελεσματικά τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών της. Πράγματι, οι κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στέρησαν από την Τουρκία την αρωγή τρίτων χωρών, ή και υπηκόων τρίτων χωρών, όπως πχ ήταν οι Νορβηγοί ειδικοί που είχαν επιστρατευθεί από την ΤΡΑΟ. Αλλά τώρα, που τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη έχουν εγκατασταθεί ωμά και κυνικά, πραγματοποιώντας έρευνες σε αδειοδοτημένα ήδη σε τρίτους, «οικόπεδα» της Κυπριακής ΑΟΖ, πέραν της φραστικής καταδίκης, καμία κίνηση ή πρόθεση εξώσεως δεν έχει εκδηλωθεί από την ΕΕ – ούτε αναμένεται να συμβεί.

Τώρα, φτάνουμε στην κορύφωση, η οποία μας αφορά άμεσα και ζωτικά. Το νομικό τερατούργημα του Τουρκο-Λιβυκού Συμφώνου Οριοθέτησης Θαλασσίων Ζωνών, αξιοποιείται, με την έκδοση των τεσσάρων NAVTEX, και την ανάθεση ερευνών στην τουρκική κρατική εταιρεία ΤΡΑΟ, στην ελληνική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Αυτό είναι το σκηνικό της έμπρακτης αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που θα εκδηλωθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, όπως επίσημα προειδοποίησε η Άγκυρα και η Αθήνα αντέδρασε με νέα ρηματική διακοίνωση.

Με δεδομένη την πρόθεση της Τουρκίας να προωθήσει την επιβολή των θέσεών της με βία, ή την απειλή χρήσης βίας, ήδη εκτυλίσσεται μια ολόπλευρη διπλωματική κινητοποίηση της Ελλάδας και μια πολύπλευρη αναζήτηση συμμαχιών. Επιδιώκεται -και ορθά – η μέγιστη δυνατή ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «αμερικανικού παράγοντα», όσο θολός και αμφιλεγόμενος κι εάν είναι ο τελευταίος, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του την κρίσιμη παράμετρο «Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ».

Ωστόσο, αν επιθυμία μας είναι η ειρηνική επίλυση της μόνης διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, δηλαδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, τότε οφείλουμε να απαλλαγούμε από κάθε ίχνος του «αυτό» του Φρόυντ. Από κάθε αυταπάτη ή επιθυμητική σκέψη. Οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές, προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι επιθυμούμε γι’ αυτό και μόνο το υπαρκτό θέμα, έναν διάλογο καλής πίστης με την Τουρκία, με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Εφόσον ο διάλογος αυτός δεν καταλήξει σε μια αμοιβαία συμφωνημένη λύση, τότε, οι δύο πλευρές, να υπογράψουν συνυποσχετικό, να παραπέμψουν το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να δηλώσουν επίσημα και κατηγορηματικά, ότι αποδέχονται εκ των προτέρων την ετυμηγορία του, ως προς τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.

Ωστόσο, όταν απέναντι σε αυτή την ειρηνική πρόταση που καταθέτεις, έχεις ένα πολιτικό σύστημα και μια ηγεσία, που θεωρεί την στρατιωτική βία ως οργανικό συστατικό στην άσκηση της πολιτικής της, τότε, οφείλεις παράλληλα να ενισχύσεις την ειρηνική σου πρόταση και την καλή διάθεση για έντιμο και καλόπιστο διάλογο, με μια σαφή «κόκκινη γραμμή»: Η τουρκική πολιτική ηγεσία οφείλει να έχει πλήρη συνείδηση και γνώση, ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα επιτύχει τους γεωστρατηγικούς της στόχους με στρατιωτικά μέσα, ως προς την Ελλάδα. Και ότι όχι μόνον δεν θα επιτύχει τίποτα στο στρατιωτικό πεδίο, αλλά ούτε πολιτικό διάλογο, ερήμην του Διεθνούς Δικαίου, θα μπορέσει να εκβιάσει.

Μπροστά στην άμεση εκδήλωση των τουρκικών προθέσεων με την αναγγελία ερευνών τους επόμενους μήνες σε αναμφισβήτητης ελληνικής κυριαρχίας θαλάσσιες ζώνες, οφείλουμε να μην αφήσουμε ακόμη και τον ελάχιστο χώρο για «γκρίζες ζώνες» στις συμπεριφορές μας, που μπορεί να ερμηνευτούν με λάθος τρόπο από την Τουρκία και να ενθαρρύνουν την επιθετικότητά της. Το μήνυμα πρέπει να είναι κρυστάλλινα διαυγές: το ότι η Ελλάδα θέλει την ειρήνη, δεν σημαίνει ότι μπορεί να υποχωρήσει υπό την απειλή του πολέμου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1976, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1987 και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Φεβρουάριο του 2020, πρέπει να μελετηθούν από την τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Με ένα συμπέρασμα: Η επιμονή της Ελλάδας στο Διεθνές Δίκαιο θα προστατευτεί και με τις διεθνείς της συμμαχίες και με όλη την εθνική της ισχύ.

Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή από τη μεριά της Ελλάδας. Πολλές φορές, ο συγκεχυμένος δημόσιος λόγος, οι συχνές αδεξιότητες υπουργών, οι άγονες κομματικές διαμάχες, η «επιθυμητική σκέψη» πολλών αναλυτών, οι ρηχές πολιτικές ασήμαντων ανθρώπων, που βρέθηκαν την περίοδο της δεκαετούς κρίσης σε θέσεις ευθύνης, μπορεί να δίνουν ένα λάθος σήμα, να οδηγήσουν κάποιους τρίτους να πιστέψουν ότι η Ελλάδα ταλαντεύεται, ότι οι Έλληνες είναι αμφίθυμοι και ενδοτικοί, ότι το στρατιωτικό κόλπο «θα πιάσει» και η Ελλάδα θα δεχθεί, εκβιαζόμενη, να θυσιάσει μέρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, εν ονόματι της ευημερίας και της ειρήνης. Γιατί δεν υπάρχει Ελληνική Κυβέρνηση και Έλληνας Πολίτης που θα το δεχθεί.

Όπως στον Έβρο απέτυχε η καλά σχεδιασμένη απόπειρα διάρρηξης των συνόρων, με αφοσίωση, με επαγγελματισμό και μεθοδικότητα Αστυνομίας και Ενόπλων Δυνάμεων, και με πλήρη συνέργεια του ακριτικού πληθυσμού, ακόμα περισσότερες εκπλήξεις θα περιμένουν εκείνον, που σε οποιοδήποτε σημείο και με οποιονδήποτε τρόπο θα επιχειρήσει να καταλύσει τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και την υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια των Ελλήνων.

Η κυβέρνηση θα προστατεύσει την Ειρήνη και την Ασφάλεια της χώρας, όσο πιο σαφή καταστήσει αυτήν την θέση και απόφαση προς όλες τις κατευθύνσεις. Περιπέτειες θα έχουμε, μόνον αν δοθεί λάθος σήμα σε αυτό το σημείο. Και θα είναι διπλό το λάθος γιατί ούτε πρόκειται, ούτε μπορεί να συμβεί εθελούσια παραίτηση από πλήρως κατοχυρωμένο, διεθνοπολιτικά, νομικά και ιστορικά, αναφαίρετο δικαίωμα και αναμφισβήτητη κυριαρχία.

Όσο πιο καθαρό γίνει αυτό προς την Τουρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ, την Ρωσία και κάθε εμπλεκόμενο, τόσο θα ταλαντεύεται η Τουρκία και όχι η Ελλάδα. Και ως γνωστόν, ο ταλαντευόμενος, ακόμα και εάν αποφασίσει να κινηθεί, μάλλον θα ατυχήσει, όταν εκεί που θεωρούσε ότι θα βαδίσει στο ίσιωμα, βρεθεί ξαφνικά να πρέπει να υπερπηδήσει παλούκια. Με την γνωστή, αναπόφευκτη, κατάληξη.