Η Moderna ζητάει 50 με 60 δολάρια για τη διπλή δόση του εμβολίου της κατά του κορωνοϊού
- 29/07/2020, 10:50
- SHARE
Η Moderna τιμολογεί το εμβόλιό της κατά του κορωνοϊού στα περίπου 50 με 60 δολάρια ανά θεραπεία, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας και δυνητικών αγοραστών, μεταδίδουν οι Financial Times.
Η τιμή αυτή είναι υψηλότερη από αυτές που έχουν συμφωνήσει άλλες εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια να χρεώσουν κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με τους FT, η τιμή της Moderna θα ισχύει για τις ΗΠΑ και άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος, που η εταιρεία σκοπεύει να βάλει σε προτεραιότητα.
Οι μετοχές της εταιρείας βιοτεχνολογίας με έδρα τη Βοστόνη έχουν εκτοξευθεί κατά σχεδόν 325% φέτος, καθώς το εμβόλιό της έδειξε πρώιμα σημάδια αποτελεσματικότητας και έγινε η πρώτη εταιρεία στις ΗΠΑ που άρχισε κλινικές δοκιμές. Αυτήν την εβδομάδα επέκτεινε τη συμφωνία χρηματοδότησής της με την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία έχει επενδύσει σχεδόν 1 δισ. δολάρια για την ανάπτυξη του εμβολίου.
Η τιμή που ζητά η Moderna μάλλον δεν θα είναι η τελική. Το εύρος των 50-60 δολαρίων ανά θεραπεία –δηλαδή 25-30 δολάρια για κάθε δόση– φαίνεται να είναι υψηλότερο από αυτό που συμφώνησαν την περασμένη εβδομάδα η Pfizer και η BioNTech στη συμφωνία προπαραγγελίας με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, στα 19,50 δολάρια ανά δόση.
Εν τω μεταξύ, η AstraZeneca υπέγραψε συμφωνία για το δυνητικό της εμβόλιο με την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, με τιμή 3-4 δολαρίων ανά δόση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αναλυτή της SVB Leering, Geoffrey Porges.
Σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται οι FT, η Moderna ζήτησε αρχικά από ορισμένους αγοραστές, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, για τιμή που θα ανέρχονταν τουλάχιστον σε υψηλό διψήφιο νούμερο ανά θεραπεία.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλουν στο πώς τιμολογούν οι εταιρείες τα φάρμακα και τα εμβόλιά τους, όπως ο χρόνος και η ισχύς της υποβολής στις ρυθμιστικές αρχές, η ιατρική ανάγκη, η αποτελεσματικότητα και ο ανταγωνισμός. Ορισμένες από τις διαφοροποιήσεις στις τιμές που ζητά η Moderna οφείλονται στο μέγεθος των παραγγελιών και στον χρόνο παράδοσης, όπως ανέφερε πηγή με γνώση των σχεδιασμών της εταιρείας στους FT.