Οι μεγαλύτερες συμφωνίες και εξαγορές του 2020
- 29/12/2020, 10:00
- SHARE
Από τη Στέλλα Ταξίδη
Η πανδημία του κορωνοϊού έβαλε φρένο στις μεγάλες συγχωνεύσεις και συμφωνίες εξαγορών τον Μάρτιο, με τη δραστηριότητα το δεύτερο τρίμηνο του 2020 να πέφτει σε χαμηλό 11 ετών, στα 485,3 δισ. δολάρια, καθώς τα στελέχη των εταιρειών επικεντρώθηκαν στις απώλειες που προκλήθηκαν από την κρίση.
Ενώ η πιθανή εξαγορά της TikTok από τη Microsoft μπορεί να είναι μια από τις πιο σημαντικές εξαγορές εν μέσω της πανδημίας, οι μεγάλες συμφωνίες έχουν επιστρέψει τους τελευταίους μήνες. Αφού ο όγκος των συναλλαγών υποχώρησε στα 248 δισ. δολάρια τον Απρίλιο και τον Μάιο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic, σημείωσε άνοδο κατά σχεδόν 140% τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στα 589,5 δισ. δολάρια, ακόμη και αν αυτό το ποσό υστερεί κατά πολύ σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι σημαντικότερες εξαγορές και συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν τη χρονιά που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της.
Tiffany's – LVMH
Οι οίκοι LVMH και Tiffany αφού συμφιλιώθηκαν και αποφάσισαν και πάλι την τέλεση του γάμου τους, μετά την διάλυση του αρραβώνα τους τον Σεπτέμβριο, αλλά χαμηλότερου κόστους για τον παγκόσμιο κολοσσό ειδών πολυτελείας. Ο οίκος LVMH θα καταβάλει τελικά 131,50 δολάρια ανά μετοχή του εμβληματικού αμερικανικού οίκου κοσμημάτων, έναντι 135 δολαρίων που προβλεπόταν αρχικά. «Σε σχέση με το αρχικό ποσόν των 16,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση της τάξης των 425 εκατομμυρίων», διευκρίνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο πληροφορημένη πηγή. Το τελικό ποσόν ανέρχεται σε 15,775 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο γάμος θα επισφραγισθεί τον Ιανουάριο, μετά την γενική συνέλευση των μετόχων του Tiffany, οι οποίοι πρέπει να εγκρίνουν την συμφωνία.
Google – North
Την καναδική εταιρεία North, που δραστηριοποιείται στον τομέα των έξυπνων γυαλιών από το 2012, εξαγόρασε η Google. Το τίμημα για την εξαγορά κυμαίνεται στα 180 εκατ. δολάρια, σύμφωνα τουλάχιστον με διεθνή μέσα. Η North εκτιμάται ότι έχει εξαιρετική τεχνογνωσία στο αντικείμενο των έξυπνων γυαλιών, παρότι το πρώτο δείγμα που είχε παρουσιάσει στο παρελθόν δεν είχε μεγάλη εμπορική απήχηση. Τα γυαλιά που έχει παρουσιάσει, ονόματι Focals, είναι εφοδιασμένα με έναν επεξεργαστή, μια μπαταρία και ένα Bluetooth στο σκελετό τους, ενώ ελέγχονται μέσω ενός δαχτυλιδιού που ονομάζεται Loop και είναι συμβατό με τον οικιακό βοηθό της Amazon, Alexa. Έτσι οι χρήστες των γυαλιών, μπορούν να βλέπουν μέσα από αυτά τις ειδοποιήσεις τους ακόμα και να καλούν ταξί. Το βασικό ζευγάρι κοστίζει 599 δολάρια ενώ με για να προστεθούν φακοί μυωπίας σε αυτά οι χρήστες πρέπει να δώσουν άλλα 200 δολάρια. Ωστόσο το αποτυχημένο εμπορικό λανσάρισμα των Focals είχε ως αποτέλεσμα η εταιρεία να απολύσει περί τους 150 υπαλλήλους της και το καναδικό κράτος να αποσύρει χρηματοδότηση ύψους 18 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η συγκεκριμένη εξαγορά επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον του αμερικανικού τεχνολογικού κολοσσού για τον τομέα της επαυξημένης πραγματικότητας (AR) ενός τομέα που πρωτοστατεί στα επιχειρηματικά πλάνα των μεγάλων παικτών της τεχνολογίας.
Με την ολοκλήρωση της εξαγοράς η ομάδα της North θα ενταχθεί στο δυναμικό της Google και θα μεταφερθεί στα γραφεία που διατηρεί ο αμερικανικός κολοσσός στο Γουότερλου, κοντά στα σύνορα του Καναδά με τις ΗΠΑ.
Nvidia – Arm
Η Nvidia Corp ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο τη μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία του χώρου των ημιαγωγών. Πιο συγκεκριμένα, έκανε γνωστό την Κυριακή ότι θα εξαγοράσει την βρετανική εταιρεία σχεδιασμού επεξεργαστών Arm, από την ιαπωνική SoftBank Group, έναντι 40 δισ. δολαρίων, σε μια συμφωνία που θα αναδιαμορφώσει το πεδίο των ημιαγωγών παγκοσμίως.
«Ο συνδυασμός των εταιρειών μας θα δημιουργήσει μια εταιρεία η οποία θα κατέχει εξαιρετική θέση στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης», σχολίασε ο CEO της Nvidia, Jensen Huang.
Η Nvidia θα πληρώσει 21,5 δισ. δολάρια στη SoftBank σε μετοχές και 12 δισ. δολάρια σε μετρητά συμπεριλαμβανομένων και 2 δισ. δολαρίων με την υπογραφή. Με τη συμφωνία η Softbank και το 100 δισ. δολαρίων Vision Fund της, το οποίο συμμετέχει με ποσοστό 25% στην Arm, θα αποκτήσει ποσοστό 6,7%-8,1% στην Nvidia.
S&P – IHS Markit
Η S&P Global κατέληξε τον Νοέμβριο σε συμφωνία για την εξαγορά της IHS Markit έναντι ποσού περί τα 39 δισ. δολ. σε μετοχές, σε μια συμφωνία που επιταχύνει το κύμα της συγκέντρωσης μεταξύ των μεγάλων παρόχων δεδομένων στην Wall Street.
H S&P προσφέρει 0,2838 μετοχές της ανά μετοχή της IHS Markit, σύμφωνα με ανακοίνωση. Πρόκειται για τιμή με premium 4,7% επί του κλεισίματος της μετοχής IHS Markit την Παρασκευή, σύμφωνα με υπολογισμούς του πρακτορείου Bloomberg. Με την ολοκλήρωση της εξαγοράς, οι μέτοχοι της S&P θα κατέχουν περί το 67,75% του μετοχικού κεφαλαίου της ενιαίας εταιρείας.
Η εξαγορά έχει συνολική αξία 44 δισ. δολ., αν συνυπολογιστεί σε αυτήν και καθαρό χρέος 4,8 δισ. δολ.
Η συγχώνευση S&P και IHS Markit, μιας εταιρείας ερευνών με άνω των 5.000 αναλυτές, επιστήμονες δεδομένων, ειδικούς επί των χρηματοοικονομικών και εξειδικευμένους ανά οικονομικό κλάδο συνεργάτες, αποτελεί μέρος των προσπαθειών των μεγάλων παικτών του χώρου των data και analytics να καλύψουν τη ζήτηση για πληροφορία σε ένα ολοένα και πιο ψηφιοποιημένο διεθνές χρηματοοικονομικό τοπίο.
AstraZeneca – Alexion Pharmaceuticals
Η AstraZeneca συμφώνησε να αγοράσει την αμερικανική φαρμακοβιομηχανία Alexion Pharmaceuticals στην τιμή των 39 δισ. δολαρίων, στη μεγαλύτερη εξαγορά της έως σήμερα, σε μία προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τα φάρμακα κατά του καρκίνου και να επεκταθεί στα φάρμακα κατά ανοσολογικών παθήσεων. Με τη νέα εξαγορά της, η εταιρεία ενδυναμώνει τη θέση της στον χώρο των αυτοάνοσων ασθενειών, καθώς το πρώτο σε πωλήσεις φάρμακο της Alexion χρησιμοποιείται σε μία ευρεία γκάμα ασθενειών που έχουν να κάνουν με το ανοσοποιητικό σύστημα. Τα έσοδα της Alexion από το συγκεκριμένο χώρο αυξήθηκαν 3,6% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, φθάνοντας τα 3 δισ. δολάρια.
Iliad – Play
Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής άναψε τον Οκτώβριο το πράσινο φως στην Iliad για να αποκτήσει τo 40% της πολωνικής Play, που ελέγχουν από κοινού ο όμιλος Olympia, συμφερόντων Πάνου Γερμανού και η Novator Partners του Ισλανδού Thor Bjorgolfsson.
Υπενθυμίζεται ότι ο όμιλος Olympia, όπως και η Novator Partners αποδέχθηκαν τον Σεπτέμβριο την προσφορά του Γάλλου μεγιστάνα Xavier Niel, που ελέγχει την Iliad, για μεταβίβαση του μεριδίου τους στην πολωνική εταιρεία κινητής τηλεφωνίας που δημιούργησε ο ελληνικός όμιλος πριν από 13 χρόνια. Η προσφορά έγινε στα 39 ζλότι ανά μετοχή (τιμή κατά 39% υψηλότερη, σε σχέση με το τελευταίο κλείσιμο της μετοχής, την Παρασκευή 18.9.2020). Η αξία του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της PLAY (100%), σε αυτή την τιμή της προσφοράς, ανέρχεται στα 2,23 δισ. ευρώ. To deal φτάνει τα 3,5 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένου του χρέους.
Το τίμημα- μαμούθ αποτέλεσε δέλεαρ για τους δύο βασικούς μετόχους, του 40% της Play ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η μεταβίβαση του μεριδίου θα φέρει αξία περί τα 440- 450 εκατ. ευρώ στον όμιλο Olympia.
Gilead – Immunomedics
Η Gilead Sciences είναι κοντά σε συμφωνία για την αγορά της βιοφαρμακευτικής εταιρείας Immunomedics, με τίμημα πάνω από 20 δισ. δολάρια. Η συμφωνία θα επεκτείνει περαιτέρω το χαρτοφυλάκιο της Gilead όσον αφορά τις θεραπείες καρκίνου.
Salesforce – Slack
Η Salesforce.com Inc συμφώνησε τον Δεκέμβριο να εξαγοράσει την εφαρμογή messaging για χώρους εργασίας Slack (Slack Technologies Inc), στο πλαίσιο μιας συμφωνίας- μαμούθ, ύψους 27,7 δισ. δολαρίων, επιχειρώντας να αυξήσει το «αποτύπωμά» της στον χώρο της τηλεργασίας και να βρεθεί σε καλύτερη θέση απέναντι στην ανταγωνίστρια Microsoft.
Οι μέτοχοι του Slack θα λάβουν 26,79 δολάρια σε ρευστό και 0,0776 μετοχές από τις κοινές μετοχές της Salesforce για κάθε μετοχή του Slack που είχαν- ή 45,5 δολάρια ανά μετοχή, με βάση την αξία στην οποία έκλεισε η Salesforce την 1/12.
Η μετοχή του Slack έπεσε οριακά στα 43,73 δολάρια την 1/12, ενώ αυτή της Salesforce σημείωσε πτώση άνω του 4%. Επίσης, όπως έγινε γνωστό, ο Μαρκ Χόκινς, chief financial officer της Salesforce θα αποσυρθεί τον Ιανουάριο και θα αντικατασταθεί από την chief legal officer, Έιμι Γουΐβερ.
Intuit – Credit Karma
Η Intuit, ο κολοσσός πίσω από πληθώρα χρηματοπιστωτικών και λογιστικών εταιρειών (QuickBooks, TurboTax, Mint) και λύσεων, εξαγοράζει την Credit Karma, την αμερικάνικη fintech με τους 100 εκατ. εγγεγραμμένους χρήστες, η οποία επιτρέπει στους χρήστες να ελέγχουν την πιστοληπτική τους ικανότητα, να αποκτούν πιστωτικές κάρτες, να λαμβάνουν δάνεια, να πληρώσουν φόρους και άλλα.
Η Intuit δήλωσε ότι θα πληρώσει 7,2 δισ. δολάρια για την εξαγορά, η οποία γίνεται αυτόματα η μεγαλύτερη εξαγορά που έχει πραγματοποιήσει η εταιρεία και μία από τις μεγαλύτερες στην κατηγορία των μη εισηγμένων εταιρειών fintech.
Σύμφωνα με το TechCrunch, η Intuit σχεδιάζει να κρατήσει την Credit Karma- η οποία «βγάζει» περισσότερα από 1 δισ. δολάρια ετησίως- ως αυτόνομη επιχείρηση, η οποία θα διευθύνεται από τον Kenneth Lin, συνιδρυτή της εταιρείας.
Συμπεριλαμβανομένης αυτής της συμφωνίας, η Intuit έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα 31 εξαγορές. Η εταιρεία συνηθίζει να εξαγοράζει Startups και να συνεργάζεται μαζί τους. Άλλωστε, η Mint, μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της αυτή τη στιγμή, ξεκίνησε από μια Startup με το ίδιο όνομα, που εξαγόρασε η Intuit το 2009.
Uber – Postmates
Η Uber ολοκλήρωσε τον Ιούλιο την εξαγορά της εφαρμογής διανομής φαγητού Postmates Inc έναντι 2,65 δισ. δολαρίων σε μετοχές, όπως ανακοίνωσαν οι δύο εταιρείες.
Οι εταιρείες ανακοίνωσαν ακόμη ότι η Uber σκοπεύει να διατηρήσει την λειτουργία της εφαρμογής Postmates ξεχωριστά, «υποστηριζόμενη από ένα πιο αποτελεσματικό, συνδυασμένο δίκτυο εμπόρων και παράδοσης».
Η Uber θέλει να εκμεταλλευτεί τις υπηρεσίες παράδοσης φαγητού για να ενισχύσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς έχει μειωθεί η ζήτηση για τις υπηρεσίες μετακίνησης επιβατών. Η Uber έχει ανακοινώσει εξάλλου ότι για το πρώτο τρίμηνο, τα ακαθάριστα έσοδα από κρατήσεις για τις υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών μειώθηκαν κατά 80% τον Απρίλιο σε ετήσια βάση, ενώ τα ακαθάριστα έσοδα όσον αφορά τις υπηρεσίες διανομής φαγητού ήταν πάνω από 50% σε ετήσια βάση.
Η Postmates ήταν έτοιμη να εισαχθεί στο χρηματιστήριο τον Φεβρουάριο του 2019, αλλά ανέβαλε τις διαδικασίες αργότερα μέσα στο έτος εν μέσω επιδείνωσης των συνθηκών της αγοράς και του σκληρού ανταγωνισμού, σύμφωνα με την Recode. Με έτος ίδρυσης το 2011, η Postmates με έδρα το Σαν Φρανσίσκο αντιπροσώπευσε το 8% της αμερικανικής αγοράς παράδοσης φαγητού τον Μάιο, με τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή, την DoorDash, να κατέχει το 44% του μεριδίου της αγοράς, σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης Second Measure.