ΗΠΑ – Κίνα: Kαι τώρα οι δύο τους
- 02/01/2021, 10:56
- SHARE
Σπάνια οι σχέσεις µεταξύ των µεγάλων δυνάµεων χειροτερεύουν τόσο γρήγορα όσο συνέβη µε τις ΗΠΑ και την Κίνα στα τέλη Ιουλίου του 2020. Όταν οι ΗΠΑ διέταξαν να κλείσει το κινεζικό προξενείο στο Χιούστον εντός 72 ωρών, η απόφαση έµοιαζε µε τιµωρία για µια φερόµενη κλοπή έρευνας για την πανδηµία COVID-19 και άλλες πολύτιµες πληροφορίες από Κινέζους χάκερ. Το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε απαγγείλει κατηγορίες την ίδια ηµέρα.
Όµως µάλλον επρόκειτο για µια απάντηση στην επιβολή του νόµου περί εθνικής ασφάλειας του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ, εξαιτίας του οποίου οι ΗΠΑ ανακάλεσαν το ειδικό εµπορικό καθεστώς της πόλης.
Βέβαια, το Στέιτ Ντιπάρτµεντ είπε ότι πραγµατοποιήθηκαν «επιχειρήσεις µαζικής παράνοµης κατασκοπείας και άσκησης επιρροής». Γιατί έκλεισε το προξενείο τότε; Σχεδόν όλοι οι αναλυτές λένε ότι το timing είχε να κάνει µε τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεµβρίου, µε τον απερχόµενο πρόεδρο Trump και τον εκλεγµένο πλέον πρόεδρο Biden να προσπαθούν να εµφανιστούν ο ένας πιο σκληρός από τον άλλον απέναντι στην Κίνα.
Σίγουρα αυτό δεν ήταν µια θεατρική παράσταση. Ήταν µια εξέλιξη άνευ προηγουµένου. Στα 41 χρόνια επίσηµων σχέσεων µεταξύ των δύο χωρών, οι ΗΠΑ δεν είχαν διατάξει ποτέ το κλείσιµο κινεζικής διπλωµατικής υποδοµής. Και οι δύο πλευρές αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Την επόµενη ηµέρα η Κίνα σφράγισε το αµερικανικό προξενείο στην πόλη Τσενγκντού, ένα σηµαντικό επιχειρηµατικό κέντρο στη νοτιοδυτική επικράτεια της χώρας.
Αρκεί να σκεφτούµε ότι µόλις τον Δεκέµβριο του 2019, όταν οι ΗΠΑ και η Κίνα υπέγραφαν την πρώτη φάση της συµφωνίας για την αποκλιµάκωση του µεταξύ τους εµπορικού πολέµου, ο πρόεδρος Trump έλεγε ότι οι σινοαµερικανικές σχέσεις «ίσως διανύουν την καλύτερή τους φάση».
Η αντιπαράθεση σηµατοδοτεί µια δραµατική κλιµάκωση µε παγκόσµιο αντίκτυπο. Η τάση αυτή προστίθεται σε µια ευρύτερη αβεβαιότητα, έναν συνδυασµό άκρως κρίσιµων, εν πολλοίς, άγνωστων παραγόντων που µαζί θα ανακατευθύνουν το µέλλον µας. Η αβεβαιότητα συνοψίζεται σε δύο µεγάλα ερωτήµατα, τα οποία προέκυψαν κατά την κατάρρευση των διµερών σχέσεων στα τέλη Ιουλίου: Πού θα µας οδηγήσει η αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας; Ποια χώρα θα βγει από την πανδηµία COVID-19 µε τις µικρότερες οικονοµικές και κοινωνικές ζηµιές; Οι απαντήσεις θα σηµατοδοτήσουν µια καµπή στην πρόοδο του κόσµου.
Τα νέα δεδοµένα που παρουσιάζονται στη λίστα Global 500 του Fortune µε τις µεγαλύτερες εταιρείες του κόσµου για το 2020 αποκαλύπτουν µια σηµαντική αλλαγή. Για πρώτη φορά υπάρχουν περισσότερες εταιρείες παγκοσµίως στη λίστα Global 500 που εδρεύουν στην ηπειρωτική Κίνα, συµπεριλαµβανοµένου του Χονγκ Κονγκ, από ό,τι στις ΗΠΑ: 124 έναντι 121. Εάν συµπεριλάβετε και την Ταϊβάν, το σύνολο για την ευρύτερη Κίνα είναι 133.
Η αντιστροφή της ηγεσίας αντικατοπτρίζει µακροχρόνιες τάσεις. Ο αριθµός των αµερικανικών εταιρειών στην κατάταξη µειώνεται κάθε χρόνο από το 2002, όταν ήταν 197. Ο αριθµός των κινεζικών εταιρειών αυξάνεται κάθε χρόνο από το 2003, όταν η ηπειρωτική Κίνα κατατάχθηκε 11η στη λίστα.
Από τα τρία ερωτήµατα στο τριπλό σηµείο καµπής, το µέλλον της σχέσης ΗΠΑ – Κίνας έχει αναµφισβήτητα τη µεγαλύτερη παγκόσµια ιστορική σηµασία. Ο αναλυτής του Χάρβαρντ σε θέµατα της Κίνας, Graham Allison, θεωρεί τη σχέση «εγγενή, βαθιά, δοµική αντιπαλότητα»: µια αναδυόµενη δύναµη που απειλεί µια ισχυρά κυρίαρχη δύναµη. Η αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας είναι επικίνδυνη, λέει ο Allison στο Fortune, επειδή είναι βαθιά συναισθηµατική − ειδικά για εκείνους τους Αµερικανούς που πιστεύουν ότι η νόµιµη και µοναδική θέση του έθνους είναι να είναι «Νούµερο 1» στην παγκόσµια τάξη. Ο Allison το έχει ονοµάσει «παγίδα του Θουκυδίδη», ακολουθώντας τις αφηγήσεις του αρχαίου Έλληνα ιστορικού για το πώς η απάντηση της Σπάρτης στην απειλή της εξάπλωσης της Αθήνας οδήγησε σε έναν πόλεµο 27 ετών.
Ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα απέχουν πολύ από αυτό το σηµείο, η τρέχουσα κατάσταση είναι κακή και επιδεινώνεται γρήγορα. «Οι περισσότεροι εµπειρογνώµονες συµφωνούν ότι τον τελευταίο χρόνο η σχέση βρίσκεται σε µια αυτοτροφοδοτούµενη καθοδική σπειροειδή τροχιά. «Βρίσκοµαι στην Ουάσινγκτον και αισθάνοµαι σαν να είµαι στο κέντρο ενός τυφώνα, ενώ υπάρχει µόνο µία κατεύθυνση προς την οποία πηγαίνουµε» λέει ο Scott Kennedy, ειδικός στις επιχειρήσεις και στα οικονοµικά της Κίνας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών. Καθώς το Πεκίνο προωθεί επιθετικά τις εδαφικές διεκδικήσεις του στα σύνορα µε την Ινδία, πάνω από τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας −ενέργειες που συνιστούν µηνύµατα, λένε διπλωµάτες−, οι ΗΠΑ πιέζουν τους συµµάχους τους να απαγορεύσουν την απόκτηση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισµού από τη Huawei (Νο. 49 στη λίστα Global 500). Μάλιστα σκέφτονται να απαγορεύσουν τα ταξίδια στις ΗΠΑ σε µέλη του Κοµµουνιστικού Κόµµατος και στις οικογένειές τους (περίπου 270 εκατοµµύρια άνθρωποι, συµπεριλαµβανοµένων των CEOs σχεδόν κάθε κινεζικής εταιρείας).
Η µετατόπιση στη λίστα Global 500 είναι σηµαντική επειδή αυτή η αντιπαλότητα βασίζεται στην οικονοµική ισχύ. Οι αναλυτές συζητούν ποια οικονοµία είναι µεγαλύτερη. Οι ΗΠΑ παραµένουν µπροστά όταν η σύγκριση βασίζεται στις συναλλαγµατικές ισοτιµίες, µε το αµερικανικό ΑΕΠ το 2019 να ανέρχεται σε 21,4 τρισεκατοµµύρια δολάρια, έναντι 14,3 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων της Κίνας. Αλλά µε βάση την ισοτιµία αγοραστικής δύναµης, ένα µέτρο που προσαρµόζεται στα διαφορετικά επίπεδα τιµών των χωρών, η Κίνα είναι ελαφρώς πιο µπροστά: 21,4 τρισεκατοµµύρια δολάρια, έναντι 20,5 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων, το 2018, το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο η Παγκόσµια Τράπεζα διαθέτει στοιχεία. Το χάσµα είναι πιθανώς µεγαλύτερο τώρα και συνεχίζει να διευρύνεται. Αυτό είναι το µέγεθος που µετράει, λέει ο Allison, γιατί δείχνει «ποιος µπορεί να κατασκευάσει τα περισσότερα drones» ή να χρηµατοδοτήσει περισσότερες έρευνες.
Καθιστά, επίσης, την Κίνα τη µεγαλύτερη αγορά στον κόσµο για αυξανόµενο αριθµό προϊόντων και υπηρεσιών. «Θα είναι η πρώτη αγορά όπου θα κυκλοφορούν νέα προϊόντα», λέει ο Kennedy, «και έτσι οι Κινέζοι καταναλωτές θα έχουν µεγαλύτερο λόγο στην κατεύθυνση των κλάδων. Η αµερικανική αγορά µπορεί να µην είναι αρκετά µεγάλη ώστε να βρίσκεται εκεί που τα προϊόντα αναπτύσσονται».
Για αυτόν και για πολλούς άλλους λόγους, οι αµερικανικές εταιρείες είναι απίθανο να εγκαταλείψουν την Κίνα. Ένα δισεκατοµµύριο ευηµερούντες καταναλωτές δεν µπορεί να εγκαταλειφθούν από οποιαδήποτε επιχείρηση που ελπίζει να παραµείνει ανταγωνιστική. Επιπλέον, λίγες εταιρείες θα θέλουν να αποµακρύνουν την Κίνα από τις αλυσίδες εφοδιασµού τους. Αν και οι εµπορικές εντάσεις και η πανδηµία έχουν δείξει σε πολλές εταιρείες σε όλο τον κόσµο ότι παραήταν εξαρτηµένες από τους Κινέζους προµηθευτές, οι κινεζικές εταιρείες έχουν συχνά εξειδικευµένη εµπειρία στη µεταποίηση που δεν µπορεί να βρεθεί αλλού. Εκτός αυτού, οι ξένες επιχειρήσεις που παρατάνε την Κίνα, π.χ. υπέρ της Ινδίας και του Βιετνάµ, µπορεί να διαπιστώσουν ότι η Κίνα γίνεται λιγότερο φιλόξενη όταν αυτές οι εταιρείες θέλουν να πουλήσουν στην κινεζική αγορά.
Τα οικονοµικά πλεονεκτήµατα της Κίνας είναι σοβαρότατα, αλλά για να κατανοήσουµε αυτόν τον ανταγωνισµό το ΑΕΠ από µόνο του είναι πολύ ακαθάριστο ως µέγεθος. Το κρίσιµο πεδίο της σύγκρουσης είναι η τεχνολογία, το θεµέλιο της οικονοµικής ανάπτυξης και της εθνικής ασφάλειας. Από την ίδρυση της Λαϊκής Δηµοκρατίας, οι Κινέζοι ηγέτες, συµπεριλαµβανοµένου του προέδρου, έχουν διακηρύξει µια εθνική πολιτική «για να καλύψουν και να ξεπεράσουν» την τεχνολογία του ανεπτυγµένου κόσµου. Για τους ηγέτες της Κίνας, «η τεχνολογική πρόοδος δεν είναι µόνο ένα µέσο οικονοµικής και στρατιωτικής ικανότητας», γράφει ο Julian Baird Gewirtz του Χάρβαρντ, «αλλά και ένας ιδεολογικός στόχος από µόνος του, προσφέροντας την τελική απόδειξη της αποκατάστασης της Κίνας ως µεγάλης δύναµης µετά από δεκαετίες αγώνων».
Και η τεχνολογία είναι ακριβώς το πεδίο όπου οι δύο χώρες αποµακρύνονται αισθητά η µία από την άλλη. Η Huawei είναι ο Νο. 1 κατασκευαστής εξοπλισµού δικτύωσης 5G στον κόσµο και, από το δεύτερο τρίµηνο του τρέχοντος έτους ο Νο. 1 κατασκευαστής τηλεφώνων. Ωστόσο, τα προϊόντα της είναι παράνοµα στις ΗΠΑ και η οικονοµική διευθύντριά της βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισµό στον Καναδά για 18 µήνες, διωκόµενη για τραπεζική απάτη και κλοπή εµπορικών µυστικών − κατηγορίες που αυτή και η εταιρεία αρνούνται κατηγορηµατικά. Από την πλευρά της, η Κίνα έχει απαγορεύσει ορισµένους από τους πανταχού παρόντες τεχνολογικούς γίγαντες της Αµερικής, όπως η Google και το Facebook. «Πήγαµε από έναν ολοκληρωµένο κόσµο σε ένα διαχωρισµένο διαδίκτυο» λέει ο Bremmer. «Η τεχνολογία είναι το επίκεντρο του ανταγωνισµού αυτήν τη στιγµή, το πιο σηµαντικό κοµµάτι και το πιο επικίνδυνο».
Ο τεχνολογικός πόλεµος διεξάγεται σε πολλά µέτωπα: τεχνητή νοηµοσύνη, 5G, αναγνώριση φωνής, αναγνώριση προσώπου, fintech κ.ά. Η τεχνητή νοηµοσύνη είναι το πιο σηµαντικό γιατί τροφοδοτεί όλα τα υπόλοιπα. Στην Κίνα αποφοιτούν 1,3 εκατοµµύριο σπουδαστές επιστηµών και τεχνολογίας ετησίως, έναντι 300.000 στις ΗΠΑ, και 185.000 επιστήµονες υπολογιστών, έναντι 65.000 στις ΗΠΑ. Ακόµα και στις ΗΠΑ από κάθε 10 απόφοιτους διδάκτορες επιστήµης υπολογιστών, τρεις είναι Αµερικανοί και δύο είναι Κινέζοι· οι περισσότεροι Κινέζοι µεταδιδακτορικοί ερευνητές θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Αλλά, αν η Κίνα µοιάζει µε ένα οικονοµικό και τεχνολογικό ατµόπλοιο που πρόκειται να χτυπήσει τις ΗΠΑ, δεν είναι. Μια πιο προσεκτική µατιά δείχνει ότι, παρά τα δυνατά σηµεία της, το µέλλον αυτής της αντιπαλότητας παραµένει αβέβαιο.
Ας ξεκινήσουµε µε αυτές τις 124 εταιρείες της ηπειρωτικής Κίνας στη λίστα Global 500. Αν και ξεπερνούν τις ΗΠΑ, είναι µικρότερες, αντιπροσωπεύοντας µόνο το 25% των συνολικών εσόδων της λίστας, έναντι του 30% που αντιπροσωπεύουν οι αµερικανικές εταιρείες. Η µεγάλη πλειονότητα των κινεζικών εταιρειών (68%) είναι κρατικές επιχειρήσεις· δεν αποκόµισαν µεγάλα κέρδη στον ανταγωνισµό ανοιχτών αγορών. Αν και η λίστα περιλαµβάνει κινεζικούς τεχνολογικούς γίγαντες (π.χ. οι Alibaba Group, Huawei, Lenovo), περιλαµβάνει επίσης πολλές καθαρά εγχώριες εταιρείες. Πολλές είναι εξορυκτικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η φύση αυτών των εταιρειών κάνει µεγάλη διαφορά στην ισχύ τους στον στρατηγικό ανταγωνισµό. Το βασικό ερώτηµα είναι το εξής: Πώς έχουν γίνει τόσο µεγάλες; «Ήταν µέσω καινοτοµίας, έξυπνων διαχειριστικών πρακτικών και καλής εταιρικής διακυβέρνησης», διερωτάται ο Kennedy, «ή έχουν φτάσει εκεί µέσω της δύναµης του κινεζικού µερκαντιλισµού και της γενναιοδωρίας των κινεζικών κρατικών τραπεζών;».
Ακόµη και η τελική απονοµή στην Κίνα του τίτλου της µεγαλύτερης οικονοµίας του κόσµου µπορεί να µην είναι τόσο αναπόφευκτη ή όχι τόσο επικείµενη, όπως πιστεύουν πολλοί άνθρωποι. Εάν και οι δύο χώρες συνέχιζαν να αυξάνουν το ΑΕΠ τους (υπολογιζόµενο σε συναλλαγµατικές ισοτιµίες) µε τις ονοµαστικές ισοτιµίες τους για το 2019, η Κίνα δεν θα έφτανε τις ΗΠΑ πριν από το 2050, γράφει ο Ruchir Sharma, επικεφαλής παγκόσµιας στρατηγικής της Morgan Stanley Investment Management, σε πρόσφατο άρθρο στο Foreign Affairs. Εάν η ανάπτυξη της Κίνας επιβραδυνόταν κατά µόλις µία εκατοστιαία µονάδα, δεν θα έφτανε τις ΗΠΑ πριν το 2090, πράγµα που σηµαίνει ότι «λίγοι Αµερικανοί που ζουν σήµερα είναι πιθανό να βρουν τις Ηνωµένες Πολιτείες να πέφτουν στη δεύτερη θέση».
Το επόµενο µέτωπο: Οι αναλυτές συµφωνούν ότι µε τον εκλεγµένο πρόεδρο Biden ο τόνος της σχέσης ΗΠΑ – Κίνας θα αλλάξει. Εάν καταφέρει να µειώσει τη… θερµοκρασία, οι δύο πλευρές θα κερδίσουν χώρο για να διαπραγµατευτούν. Ο Biden είναι επίσης πιο πιθανό από τον Trump να στρατολογήσει Ευρωπαίους και Ασιάτες συµµάχους για να παρουσιάσουν ένα ενωµένο µέτωπο στις διαπραγµατεύσεις µε το Πεκίνο. Ταυτόχρονα, η στάση των ΗΠΑ πιθανότατα θα παραµείνει επιθετική. Οι σχέσεις µεταξύ των δύο µεγάλων δυνάµεων ξεθωριάζουν, οδηγώντας ποιος ξέρει πού. Αλλά τα σενάρια δεν είναι όλα άσχηµα. Ίσως η Κίνα και οι ΗΠΑ, ορθολογικά επιδιώκοντας το συµφέρον τους, να διαχειριστούν τη σχέση τους ως έναν ανταγωνισµό εταιρικού τύπου.