«Φρένο» στα σπάταλα ενεργειακά κτίρια
- 24/04/2014, 19:10
- SHARE
Η αναδυόμενη στην Ελλάδα αγορά των Εταιρειών Ενεργειακών Υπηρεσιών στοχεύει στη δραστική μείωση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων.
Του Νίκου Χ. Ρουσάνογλου
Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η έννοια της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της χώρας εν γένει βρέθηκε στο επίκεντρο ως ένας από τους κύριους τρόπους για ταχύτερη ανάκαμψη. Προκειμένου να επιβιώσουν, οι επιχειρήσεις στράφηκαν αρχικά σε λύσεις όπως η μείωση προσωπικού και η περιστολή αμοιβών και περιορισμού των δαπανών στέγασης, αλλά κυρίως επέλεξαν να μειώσουν το ενοίκιό τους ή να μετεγκατασταθούν σε κάποιο μικρότερο ακίνητο.
Ελάχιστες, όμως, εταιρείες αναγνώρισαν ως ένα από τα σημαντικότερα λειτουργικά τους έξοδα τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Ακόμα λιγότερες ήταν εκείνες που έκαναν κάτι γι’ αυτό. Σήμερα αυτό αλλάζει, καθώς, όπως έχει αποδειχθεί, το περιθώριο βελτίωσης της ενεργειακής συμπεριφοράς του κτιριακού αποθέματος της χώρας είναι τεράστιο, μιας και το σύνολο των κατασκευών ηλικίας μεγαλύτερης των 20 ετών δεν διαθέτει μόνωση. Επιπλέον, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 31/2010, προκύπτει ότι από το 2020 όλα τα κτίρια που θα κατασκευάζονται στην Ε.Ε. θα πρέπει να είναι σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, δηλαδή θα πρέπει να απαιτούν λιγότερες από 15 κιλοβατώρες/τ.μ.
Τα παραπάνω μοιάζουν «εξωτικά» για μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου το 30% των κτιρίων κατατάσσεται στις δύο τελευταίες ενεργειακές κλάσεις Η και Ζ (με βάση τα στοιχεία που έχουν προκύψει από τα τρία χρόνια εφαρμογής του πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης).
Προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της αναβάθμισης της ενεργειακής απόδοσης των υφιστάμενων κτιρίων αναμένεται σύντομα να συμβάλει και η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία Renovate Europe Campaign, η οποία αποσκοπεί στην αναβάθμιση του 80% των υφιστάμενων κτιρίων της Ευρώπης έως το 2050. Σύμφωνα με την Αλίς Κοροβέση, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων ακινήτων Plus Energy LAB, με ειδίκευση στα βιώσιμα και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια, η εν λόγω εκστρατεία αποσκοπεί στο να οδηγήσει στον σχεδιασμό φιλόδοξων στρατηγικών για την ανακαίνιση κτιρίων σε όλη την Ε.Ε., προκειμένου να τριπλασιαστεί το ετήσιο ποσοστό ανακαίνισης από 1% σε 3% έως το 2020.
Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να αλλάξουν άρδην τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται και λειτουργούν τα κτίρια, δημιουργώντας μια νέα αγορά, στην οποία καλούνται να λειτουργήσουν οι Εταιρείες Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ), γνωστές και ως ESCOs (Energy Service Companies). Οι εν λόγω εταιρείες θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα με τον νόμο 3855/2010, όπου περιγράφονται οι βασικές πολιτικές, οι κανονισμοί και τα μέτρα για την ανάπτυξη του κλάδου αυτού. Ο ρόλος των εταιρειών αυτών βασίζεται στη διασφάλιση συγκεκριμένου ποσού εξοικονόμησης ενέργειας σε ένα κτίριο και η αμοιβή τους συνδέεται με το ποσοστό επιτυχίας της εγγυώμενης απόδοσης.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν έχουν τύχει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς συχνά συγχέονται με τους ενεργειακούς επιθεωρητές, οι οποίοι εκδίδουν τα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης, απαραίτητα για την ενοικίαση/πώληση κατοικιών και ακινήτων γενικότερα, ή για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον». Ο ρόλος των ΕΕΥ, όμως, είναι εντελώς διαφορετικός. Σύμφωνα με τον Άρη Παπαδόπουλο, διευθύνοντα σύμβουλο της Ζero Energy Building, μίας από τις πρώτες εταιρείες του είδους, «οι δικές μας υπηρεσίες απευθύνονται, πρωτίστως, στις επιχειρήσεις και τον δημόσιο τομέα και λιγότερο στον κλάδο της κατοικίας, τουλάχιστον με τον τρόπο που είναι δομημένος σήμερα». Στο πλαίσιο αυτό, στο επίκεντρο βρίσκονται ακίνητα όπως γραφεία, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία και δημόσια κτίρια.
Σύμφωνα με τον ίδιο, εκτός από τη μείωση του ενεργειακού κόστους, μέσω των κατάλληλων επεμβάσεων, εξίσου σημαντικό κρίνεται και το γεγονός ότι το εν λόγω περιβαλλοντικό όφελος μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο προώθησης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. «Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ενός κτιρίου είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για μεγάλους οργανισμούς, όπως τράπεζες και ασφαλιστικά ιδρύματα, που σήμερα αποτελούν σημαντικό μέρος των πελατών μας» τονίζει ο Άρης Παπαδόπουλος.
Κατά τον ίδιο, η αγορά των ΕΕΥ θα αναπτυχθεί πολύ περισσότερο στο μέλλον όχι μόνο λόγω του ότι τα νέα κτίρια θα πρέπει να είναι σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης από το 2020 και μετά, αλλά ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η ίδια κοινοτική οδηγία προβλέπει ότι όσα υφιστάμενα κτίρια ανακαινίζονται σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25% της συνολικής τους αξίας (δηλαδή το κόστος ανακαίνισης είναι τουλάχιστον 25% του συνολικού κόστους του ακινήτου) θα λογίζονται ως νεόδμητα και, επομένως, θα πρέπει να μετατρέπονται υποχρεωτικά σε σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης.
Βασικό πλεονέκτημα των υπηρεσιών που παρέχουν οι ΕΕΥ είναι το γεγονός ότι μια επιχείρηση μπορεί να προβεί σε κτιριακές επεμβάσεις χωρίς κανένα απολύτως κόστος. Συγκεκριμένα, αξιοποιώντας το μοντέλο χρηματοδότησης από τρίτους, μια επιχείρηση μπορεί να συνάψει σύμβαση με την ΕΕΥ, βάσει της οποίας η τελευταία θα αναλάβει το κόστος των παρεμβάσεων μείωσης ενέργειας, σε συνεργασία με κάποιο τραπεζικό ίδρυμα ή κάποιον άλλον επενδυτή. Η αμοιβή της ΕΕΥ θα προκύπτει από την ενέργεια που εξοικονομείται. Εν ολίγοις, αν μια επιχείρηση δει μείωση στο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος που πληρώνει, το μεγαλύτερο ποσό (συνήθως 90%) από αυτή την εξοικονόμηση θα το καρπώνεται η ΕΕΥ ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της. Μόλις όμως λήξει η σύμβαση (η διάρκεια εξαρτάται από το είδος των επεμβάσεων, καθώς από αυτές εξαρτάται και ο απαιτούμενος χρόνος απόσβεσης της εκάστοτε επένδυσης), ο ιδιοκτήτης/χρήστης του κτιρίου θα καρπώνεται το σύνολο του οφέλους από τους μειωμένους λογαριασμούς ρεύματος.
Σύμφωνα με τον Νίκο Λεμόνα, πρόεδρο του νεοσύστατου φορέα Iνστιτούτο Κτιρίων Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης (ΙΝΖΕΒ), το περιθώριο για την ανάπτυξη των ΕΕΥ είναι τεράστιο, δεδομένων των θεσμικών αλλαγών που δρομολογούνται. Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Χατζόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος του ΙΝΖΕΒ, τονίζει ότι από σήμερα οι κατασκευαστές θα έχουν όφελος αν ακολουθήσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. «Δεν χρειάζεται να περιμένουν να καταστούν υποχρεωτικά. Ο νέος οικοδομικός κανονισμός περιγράφει όλες τις σχετικές λεπτομέρειες, απλώς έχει χαρακτήρα προαιρετικό».
Επιπλέον, ήδη το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο παρέχει και το απαιτούμενο οικονομικό κίνητρο, καθώς όσοι κατασκευαστές εφαρμόσουν λύσεις για τη μείωση της καταναλισκόμενης ενέργειας στο κτίριό τους αποκτούν και το δικαίωμα χρήσης αυξημένου συντελεστή δόμησης. Με λίγα λόγια, κερδίζουν επιπλέον τετραγωνικά μέτρα. Πάντως, κατά τον Νίκο Λεμόνα, «το γεγονός ότι ένα μέρος της χρηματοδότησης των παρεμβάσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης ενός κτιρίου απαιτεί τη λήψη χρηματοδότησης από τον τραπεζικό κλάδο ίσως εμποδίσει την πλήρη ανάπτυξη του κλάδου, τουλάχιστον μέχρις ότου αυξηθούν οι χορηγήσεις δανείων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».
Ωστόσο, όπως τονίζει ο Άρης Παπαδόπουλος, «το δύσκολο είναι να πετύχεις σημαντικά αποτελέσματα χωρίς μεγάλο κόστος. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία που προσφέρουν οι ΕΕΥ». Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εν λόγω εταιρείες δεν μελετούν μόνο το κτίριο και τα γύρω δεδομένα (τοποθεσία σε σχέση με τον ήλιο, μικροκλίμα περιοχής κ.ο.κ.), αλλά και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτό.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας αφηγήθηκε αφορά τη διαπίστωση, μέσω μετρητών, ότι σε μια εταιρεία οι εργαζόμενοι άφηναν ανοικτά τα φώτα και πολλούς υπολογιστές το βράδυ πριν φύγουν, ενώ και οι ρυθμίσεις του κλιματισμού ήταν λανθασμένες. Μόνο διορθώνοντας αυτές τις συμπεριφορές, το ενεργειακό όφελος ήταν τεράστιο. Ίσως, λοιπόν, το επόμενο στάδιο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας και την εξοικονόμηση χρημάτων μέσω της μείωσης των λογαριασμών του ρεύματος να είναι και η αλλαγή νοοτροπίας μας, και όχι μόνο η αλλαγή των κανονισμών δόμησης.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμη:
Οι startups της «καθαρής» ενέργειας