Η πανδημία (παραδόξως) μας έκανε… πλουσιότερους
- 13/07/2021, 10:01
- SHARE
Η απότομη πτώση του ΑΕΠ λόγω της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, αν και τυπικά θα έπρεπε να οδηγήσει σε μείωση του πλούτου των νοικοκυριών αυτό δεν συνέβη, καθώς σύμφωνα με μελέτη της Credit Suisse (Global Wealth Report, Ιούνιος 2021) ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο (χρηματοοικονομικός και μη χρηματοοικονομικός πλούτος, μείον το ιδιωτικό χρέος) αυξήθηκε το 2020, σε ετήσια βάση, κατά 6%, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η άμεση αντίδραση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών έναντι των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας -μέσω της άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα χαλαρής νομισματικής πολιτικής- είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών, τόσο των κινητών αξιών, όσο και των ακινήτων, σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, η αποχή από την κατανάλωση, είτε λόγω των περιοριστικών μέτρων, είτε λόγω της αβεβαιότητας, οδήγησε σε άνοδο των αποταμιεύσεων οι οποίες ενίσχυσαν το απόθεμα χρηματοοικονομικού πλούτου. Μάλιστα σε χώρες που είχαν πληγεί έντονα από την πανδημία καταγράφηκαν οι υψηλότερες αυξήσεις πλούτου ανά ενήλικο άτομο. Από την άλλη πλευρά οι πολιτικές των κυβερνήσεις οδήγησαν σε αύξηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε αρκετές περιπτώσεις και άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων. Οι αναλυτές της Alpha Bank, σε σχετικό report, σχολιάζουν ότι η μεταβίβαση εισοδήματος από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και ο περιορισμός των καταναλωτικών δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα την ανθεκτικότητα του πλούτου των νοικοκυριών.
Στη χώρα μας, το 2020, η ήπια άνοδος του συνολικού καθαρού πλούτου μπορεί να αποδοθεί κυρίως στους εξής παράγοντες:
– Στην ενίσχυση των καταθέσεων των νοικοκυριών, κατά περίπου 10 δισ. ευρώ (άθροισμα μηνιαίων καθαρών ροών).
– Στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άνοδο των τιμών των κατοικιών κατά 4,3% σε ετήσια βάση.
– Στην οριακή, μόνο, αύξηση του ιδιωτικού χρέους ανά ενήλικο άτομο (+0,3% σε ετήσια βάση)
Ας σημειωθεί ότι ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες
(ομόλογα, μετοχές κ.α.), σε μη χρηματοοικονομικό που προσεγγίζεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και, τέλος, σε ανθρώπινο κεφάλαιο που προσδιορίζεται ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών, σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου (lifetime human wealth). Αν και η τελευταία συνιστώσα του πλούτου είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί, παράλληλα με την εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, την υλοποίηση επενδύσεων, τη βελτίωση των προοπτικών για την οικονομική ανάκαμψη και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατά συνέπεια την άνοδο του μελλοντικού μέσου εισοδήματος.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Credit Suisse ο πλούτος αυξήθηκε. Ορίζει δε αυτόν τον πλούτο ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου από το οποίο έχει αφαιρεθεί το σύνολο του ιδιωτικού χρέους. Με βάση αυτό τον ορισμό η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν. Το 2020, ωστόσο, και στην Ελλάδα ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο αυξήθηκε, αν και ηπιότερα (+3,2%) σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (+9,8%). Αυτό ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του χρηματοοικονομικού πλούτου κατά 5,6% και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου κατά 1,6%, μεταβολές που αντανακλώνται εν πολλοίς στην άνοδο των καταθέσεων των νοικοκυριών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα (+8,6%, Δεκέμβριος 2020) αλλά και στην αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων.
Παράλληλα, τονίζεται ότι το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε μόνο οριακά ενώ σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του πλούτου, στην Ελλάδα το ποσοστό που καταλαμβάνει ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος είναι ιδιαίτερα υψηλό, προσεγγίζει το 70% του συνολικού πλούτου της χώρας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη κυμαίνονται περί το 55%, ένδειξη της σημασίας που έχει η ακίνητη περιουσία για τη μέση ελληνική οικογένεια.