Μυριβήλη: Η Αθήνα ετοιμάζει «λύσεις ανθεκτικότητας» για την ακραία ζέστη

Μυριβήλη: Η Αθήνα ετοιμάζει «λύσεις ανθεκτικότητας» για την ακραία ζέστη
LOS ANGELES, CA - MAY 31: A Hotshot fire crew takes break on a scorched ridge shortly before sunset the Powerhouse fire on May 31, 2013 south of Lake Hughes, California. Firefighters have been battling hot dry conditions. (Photo by David McNew/Getty Images)

Στην Ελλάδα, οι θερμοκρασίες φέτος το Καλοκαίρι ήταν από τις υψηλότερες των τελευταίων ετών και ο καύσωνας μεγαλύτερος σε διάρκεια. Οι αίθουσες των Δήμων άνοιξαν για να προσφέρουν δροσιά σε όσους το είχαν ανάγκη. Το υπουργείο Εργασίας εξέδωσε μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από τη θερμική καταπόνηση. Τα νοσοκομεία και το ΕΚΑΒ ήταν προετοιμασμένα να διαχειριστούν έκτακτα περιστατικά θερμοπληξίας. Η θερμοκρασία έχει ανέβει αισθητά και επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό ξεκινούν να κατηγοριοποιούν τους καύσωνες, προκειμένου να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια του καιρικού φαινομένου.

«Από όλα τα κλιματικά ακραία φαινόμενα που υπάρχουν στον κόσμο, οι περισσότεροι θάνατοι έχουν να κάνουν με τους καύσωνες. Είναι περισσότεροι απ’ ότι σε θύελλες, τυφώνες και πλημμύρες», εξηγεί η υπεύθυνη για την αντιμετώπιση της Αστικής Υπερθέρμανσης του Δήμου Αθηναίων, Λενιώ Μυριβήλη. «Η συζήτηση, κυρίως για την κατηγοριοποίηση των καυσώνων, έχει ξεκινήσει με το Εθνικό Αστεροσκοπείο και το meteo.gr που είναι και οι πρώτοι οι οποίοι έδωσαν ονόματα σε θύελλες και κακοκαιρίες. Η Αθήνα μαζί με τη Σεβίλλη θα είναι οι πρώτες στον κόσμο που θα αρχίσουν να κατηγοριοποιούν τους καύσωνες για να μπορέσουν να προστατεύσουν καλύτερα τους πληθυσμούς», συμπλήρωσε η Λ. Μυριβήλη.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι Έλληνες ανησυχούν περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς και τους Αυστραλούς, για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή τους. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα -του αμερικανικού Ερευνητικού Κέντρου Pew- εννέα στους δέκα Έλληνες είναι έτοιμοι να αλλάξουν τις συνήθειές τους προκειμένου να μειωθούν οι συνέπειες που επιφέρει η κλιματική αλλαγή.

«Είναι το θέμα της δεκαετίας», επισημαίνει η Λ. Μυριβήλη και συμπληρώνει: «Το πιο σημαντικό πράγμα για το οποίο θα μιλάμε συνεχώς είναι το θέμα της ανόδου της θερμοκρασίας και οι πόλεις. Παρόλο που καταλαμβάνουν μόνο το 3% της επιφάνειας του πλανήτη, καταναλώνουν τα 2/3 της ενέργειας και ευθύνονται για το 70% του διοξειδίου του άνθρακα. Δηλαδή, οι πόλεις παρότι είναι μικρές, ευθύνονται πάρα πολύ για το θέμα της υπερθέρμανσης και το θέμα της κλιματικής κρίσης».

Επιστήμονες του Κέντρου Ανθεκτικότητας Arsht-Rockefeller του Ατλαντικού Συμβουλίου, με έδρα την Ουάσινγκτον, επέλεξαν την Αθήνα ως εκπρόσωπο των ευρωπαϊκών πόλεων, στη Διεθνή Συμμαχία Ανθεκτικότητας έναντι της Ακραίας Ζέστης (Extreme Heat Resilience Alliance – EHRA). Στόχος είναι η ελληνική πρωτεύουσα να αποτελέσει εφαλτήριο για τη δουλειά που πρέπει να γίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, σε σχέση με την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης.

«Ξέρουμε ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα, θα έχουμε άνοδο τουλάχιστον δύο βαθμών Κελσίου κατά μέσον όρο παγκοσμίως», αναφέρει η Λ. Μυριβήλη η οποία αποτελεί και μέλος του Κέντρου Ανθεκτικότητας Arsht-Rock. «Από την προβιομηχανική περίοδο, αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι σήμερα, έχουμε ανεβάσει κατά 1,1 βαθμό τη θερμοκρασία της Γης και έχουμε αρχίσει να μιλάμε για κλιματική κρίση. Η Αθήνα περιμένει τοπικά άνοδο της θερμοκρασίας από 2,2 βαθμούς Κελσίου, μέχρι τα μέσα του αιώνα. Η Ελλάδα γενικά περιμένει άνοδο μέχρι και 3,8 βαθμούς. Αυτό αφορά κυρίως περιοχές όπως η Λάρισα. Επίσης, οι βροχοπτώσεις εκτιμάται πως θα μειωθούν κατά 12%. Το Καλοκαίρι έγινε ηλίου φαεινότερων για όλους, ότι θα αντιμετωπίσουμε ακραία ζέστη. Όχι μόνο η Αθήνα, όλη η Μεσόγειος».

Πρώτη πόλη παγκοσμίως, η οποία απέκτησε Υπεύθυνο Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης, τον λεγόμενο «Chief Heat Officer» είναι το Μαϊάμι. Μετά την Αθήνα ακολουθεί το Φριτάουν στη Σιέρρα Λεόνε, το Μπουένος Άιρες, το Σίδνεϊ και η πόλη Τσενάι της Ινδίας. Περίπου σαράντα επιστήμονες από όλο τον πλανήτη, έχουν αναλάβει να προσφέρουν «λύσεις ανθεκτικότητας», για ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, μέχρι το 2030.