Ράπανος: Οι τράπεζες δεν μπορούν να παραβούν τους βασικούς κανόνες υγιούς χρηματοδότησης
- 20/10/2021, 16:36
- SHARE
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εισέρχεται σε μια νέα περίοδο» ανέφερε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Βασίλης Ράπανος κατά την εισηγητική ενημέρωση που έκανε στην Επιτροπή Οικονομικών σχετικά με τη τραπεζική ρευστότητα στην πραγματική αγορά. Επισήμανε πως οι τράπεζες έχουν καταβάλει μια μεγάλη προσπάθεια για την εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων σημείωσε ότι εκτιμάται πως αυτά στο τέλος του 2022 θα διαμορφωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό.
Σχετικά με τη δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το 8μηνο του 2021, ο κ. Ράπανος είπε ότι δόθηκαν περί τα 5,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,6 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των 5 εκατομμύριών και τα άλλα περίπου 3 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 5 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνθηκε στους κλάδους της ενέργειας, των τροφίμων και ποτών, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, στις κατασκευές και στον αγροτικό τομέα. Εάν σε αυτά προστεθούν και αυτά που δόθηκαν σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις, σε ομολογιακά δάνεια και κοινοπρακτικά, το σύνολο της χρηματοδότησης συνολικά το 8μηνο ανήλθε στα 11,2 δισ. ευρώ από τα οποία τα 8,9 είναι από ίδια κεφάλαια των τραπεζών.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ παρατήρησε πως «παρά το γεγονός ότι επιδιώκουμε να αυξήσουμε την πελατεία μας, να διοχετεύσουμε την αυξημένη ρευστότητα, δεν μπορούμε να παραβούμε τους βασικούς κανόνες υγιούς χρηματοδότησης και τα κριτήρια τα οποία επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή». Βασικά στοιχεία, όπως εξήγησε , που δεν μας επιτρέπει να δανειοδοτήσουμε μικρές επιχειρήσεις είναι ότι πολλές από αυτές δεν διαθέτουν οικονομικά στοιχεία, βαρύνονται με κόκκινα δάνεια, δεν έχουν φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα ή έχουν αρνητικά η ανεπαρκή κεφάλαια. Σημείωσε ότι ο κύκλος εργασιών ανά εργαζόμενο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως 9 άτομα είναι ο μικρότερος στην ΕΕ όπως και ο δείκτης της παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ στην Ελλάδα έχουμε το υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.
Ειδικά για τις χορηγήσεις δανείων σε ΜμΕ σε σχέση με το σύνολο των δανείων στον επιχειρηματικό τομέα είπε ότι αποτελούν το 53,7%, ποσοστό υψηλότερο από χώρες όπως η Ισπανία, Ιρλανδία, Ολλανδία , Γαλλία και Ιταλία, ενώ σε ό,τι αφορά τη διεθνοποίηση των επιχειρήσεων αυτών, μόλις το 5,3% εξάγουν και μόνο το 6,3% εισάγουν από την ΕΕ.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ προκειμένου να διευρυνθεί η δυνατότητα της τραπεζικής δανειοδότησης ζήτησε από την Πολιτεία να συνεχίσει τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις ώστε να έχουμε μόνιμη και υψηλή ανάπτυξη και να δοθούν κίνητρα για επιχειρηματικές συγχωνεύσεις και συνεργασίες για να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους.
Αναφερόμενος στα παράπονα που υπάρχουν από τη συρρίκνωση του τραπεζικού δικτύου, ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 1.702 καταστήματα τραπεζών σε όλη την επικράτεια, τα ΑΤΜ είναι 6.000 ενώ οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και λόγω της πανδημίας έχουν αυξηθεί κατά 200%, περίπου, τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, ο κ. Ράπανος αναφέρθηκε στις δράσεις κοινωνικής ευθύνης που έχουν προχωρήσει οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια σημειώνοντας πως και αυτές έχουν θετικό κοινωνικό πρόσημο όπως τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ στο ΕΣΥ, τις αναστολές δόσεων σε δανειολήπτες περιοχών που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές. Όπως και τα 6,1 εκατ. ευρώ που συνέδραμαν το ελληνικό Δημόσιο για τον εκσυγχρονισμό πλατφορμών των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης.
Μαλλιαρόπουλος: Το υψηλό τραπεζικό ρίσκο είναι το κύριο αίτιο για το χαμηλό ποσοστό χρηματοδότησης των ΜμΕ
Υπάρχει στενότητα χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παρ’ όλο που αυξήθηκε το μερίδιο τους σε αυτήν, αναγνώρισε και ο διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, κατά την ενημέρωση της επιτροπής Οικονομικών της Βουλής για την ρευστότητα των τραπεζών στην πραγματική οικονομία.
Ο κ. Μαλλιαρόπουλος, σημείωσε ότι σε απόλυτους αριθμούς, οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να αντλούν συνολικά υψηλότερα ποσά χρηματοδότησης από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων την χώρα μας.
Ειδικότερα είπε, πως προς τις ΜμΕ το 2021 κατευθύνθηκε περίπου το 41% της ακαθάριστης ροής, ένα ποσό που υπολείπεται της συνεισφοράς των ΜμΕ στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς παράγουν το 57% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.
Ο κ. Μαλλιαρόπουλος απέδωσε την επιφυλακτικότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις στις ΜμΕ στο υψηλό ρίσκο που υπάρχει, λέγοντας πως το ποσοστό των κόκκινων δανείων των ΜμΕ είναι διαχρονικά πολλαπλάσιο από το αντίστοιχο των μεγάλων επιχειρήσεων. Σημείωσε ότι ο ρυθμός δανειοδότησης ΜμΕ επιταχύνθηκε το 2020, εξ αιτίας του προγράμματος της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, καθώς επιμέρισε τους κινδύνους, με τις τράπεζες να έχουν μικρότερο ρίσκο λόγω των εγγυήσεων του Δημοσίου, και τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Αναφορικά με την ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας, ανέφερε πως διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο. Παρατήρησε πως έχουμε μια τεράστια αύξηση των καταθέσεων και των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα (16% του ΑΕΠ από το 2019) δημιουργώντας ένα σημαντικό πλεόνασμα ρευστότητας, από το οποίο μπορεί να χρηματοδοτηθούν νέες επενδύσεις, χωρίς απαραίτητα την ανάγκη προσφυγής σε τραπεζικό δανεισμό.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αν και παραμένει ικανοποιητική και ικανή να στηρίξει σε σημαντικό βαθμό την παροχή νέων δανείων, χρειάζεται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση, υποστήριξε ο κ. Μαλλιαρόπουλος. Σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση, αναμένεται να υπάρξει με την έναρξη της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς τα 12,7 δισ. ευρώ που η κυβέρνηση έχει πει ότι θα διοχετευθούν στην αγορά, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε μια αύξηση επενδύσεων περίπου 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 13 δισ. θα χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες την επόμενη εξαετία.
Ο κ. Μαλλιαρόπουλος, με αφορμή και τα διδάγματα της πανδημίας, είπε πως αποδείχθηκε πως όταν υπήρξε επιμερισμός κινδύνου μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών, η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε σημαντικά και οι τράπεζες λειτούργησαν θετικά ως προς την προσφορά, και αυτό όπως ανέφερε «είναι σημαντικό για την επόμενη εξαετία, όπου σύμφωνα με το Ταμείο Ανάκαμψης θα υπάρχει επιμερισμός κινδύνου».