«Σφίγγει» η νομισματική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών
- 05/05/2022, 09:24
- SHARE
Η ομοσπονδιακή αμερικανική τράπεζα αύξησε χθες τα βασικά της επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα-που είναι η πρώτη τέτοιου ύψους αύξηση από το 2000– ενώ ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών του Κόλπου δίνοντας το μήνυμα και στην ΕΚΤ.
Η τελευταία, σύμφωνα με συγκλίνουσες απόψεις παραγόντων της τραπεζικής αγοράς, αναμένεται να αλλάξει και τη δική της προσέγγιση προκειμένου να διαχειριστεί τον πληθωρισμό που καλπάζει.
O επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, σχολίασε χθες χαρακτηριστικά ότι κατά τη γνώμη του οι προσδοκίες είναι πλέον ότι θα αρχίσουμε να βλέπουμε τον πληθωρισμό να ισοπεδώνεται, γεγονός που μεταφράστηκε ως θετικό μήνυμα για τις χρηματιστηριακές αγορές.
Ας σημειωθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Κατάρ, Μπαχρέιν και Κουβέιτ, με νομίσματα συνδεδεμένα με το δολάριο, αύξησαν κι αυτές τα επιτόκιά τους χθες. Με εξαίρεση το Κουβέιτ, που προχώρησε σε αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης, οι υπόλοιπες τράπεζες ακολούθησαν την απόφαση της Fed μειώνοντας κατά 50 μονάδες βάσης τα επιτόκια.
Διεθνείς αναλυτές αλλά και τραπεζίτες εκτιμούν ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για αύξηση επιτοκίων, πιθανότατα στο β’ εξάμηνο του έτους και από την ΕΚΤ που διατηρεί αρνητικό επιτόκιο στο -0,50% σήμερα. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να οδηγεί τις τιμές από το ένα ρεκόρ στο άλλο το δίλημμα είναι πιεστικό. Εξάλλου το ΑΕΠ απειλείται και από τον πληθωρισμό πέρα από τα επιτόκια. Στο πλαίσιο αυτό πληθαίνουν οι δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ για την πιθανότητα αλλαγής πολιτικής, σε συνδυασμό και με τις αποφάσεις για τη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης τους, έχει αναζωπυρώσει την συζήτηση αναφορικά με την ανάγκη σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από πλευράς Κεντρικών Τραπεζών. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς, σε επίπεδο Ευρωζώνης οι αγορές ήδη προεξοφλούν ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στο άμεσο μέλλον και αύξηση κατά τουλάχιστον 50 μονάδων βάσης στο επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι προσδοκίες για άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από πλευράς ΕΚΤ έχουν μετακυλιστεί σε ολόκληρη την καμπύλη επιτοκιακών αποδόσεων κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι απόδοση των γερμανικών 10ετών ομολόγων διαμορφώνεται πλέον στα επίπεδα του 1% αυξημένη κατά 118 μονάδες βάσης από τις αρχές του έτους και αναπόφευκτα έχουν παρασύρει και τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων.
Η άνοδος των αποδόσεων, στο βαθμό που δεν θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, γεννά εύλογα ερωτήματα για την άνοδο του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους στην ελληνική οικονομία. Το ερώτημα αυτό, όπως εξηγούν μεταξύ άλλων οι αναλυτές, δεν είναι τόσο πιεστικό από πλευράς δημοσίου χρέους, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού δανεισμού είναι μακράς διάρκειας, έχει σταθερούς ή αντισταθμισμένους και ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η ύπαρξη ενός σημαντικού ταμειακού αποθέματος. Αντίθετα, οι εκδόσεις των εταιρικών ομολόγων είναι πολύ πιο περιορισμένης διάρκειας, με ορατή στο άμεσο μέλλον την ανάγκη αναχρηματοδότησής τους. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις, η άνοδος των αποδόσεων επιβαρύνει το κόστος δανεισμού στο μέτρο και στο βαθμό που λήξεις υφισταμένων ομολόγων, τραπεζικού και διακρατικού δανεισμού αλλά και νέες επενδυτικές και ταμειακές ανάγκες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με νέες εκδόσεις ομολόγων.